Λάκης: κυλάει χρόνια στη μουσική χωρίς ρεβέρ

Γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 1948 στην Αθήνα.
χρόνια τώρα κυλάει μέσα στη μουσική,
αποδεικνύοντας περίτρανα
ότι η μουσική είναι μία και δεν έχει είδη ή ταμπέλες

Το παρατσούκλι «Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ» το έβγαλε ο Λάκης και ο παραγωγός του Βάσος Τσιμιδόπουλος, και τα ψηλά ρεβέρ έγιναν σήμα κατατεθέν του. Σε μικρή ηλικία παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ελληνικό Ωδείο. Με το που μπαίνει στην εφηβεία, τραγουδάει και παίζει κιθάρα στους Dragons, ένα ροκ συγκρότημα που στο ρεπερτόριο τους είχαν μόνο τραγούδια των Beatles. Οι Dragons διαλύονται και ο Λάκης Παπαδόπουλος υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία. Μετά τον στρατό συμμετέχει παίζοντας κιθάρα, μπουζούκι και κάνοντας φωνητικά στους “Ηρακλής και DNA” του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη. Ηχογραφούν το 1972 ένα single και κάνουν ζωντανές εμφανίσεις μαζί μέχρι το 1974. Στη συνέχεια ο Λάκης Παπαδόπουλος έφυγε από την Ελλάδα για να παίξει κιθάρα και να τραγουδήσει rock ‘n’ roll σε κρουαζιερόπλοια που έκαναν κρουαζιέρες στην Καραϊβική.

Το 1981 γράφει τη μουσική για το τραγούδι “Και Θα Χαθώ” και ο Κυριάκος Ντούμος τους στίχους και με ερμηνεύτρια την Ισιδώρα Σιδέρη συμμετέχουν στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα που διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις. Το τραγούδι “Και Θα Χαθώ” διασκεύασε ο Μιχάλης Χατζηγιάννης στον δίσκο του “Παράξενη Γιορτή” το 2002, κάνοντάς το έτσι γνωστό στην επόμενη γενιά. Συμμετέχει σε διάφορα σχήματα ως Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ και τελικά ο πρώτος του προσωπικός δίσκος, το “Άκυρο” κυκλοφορεί το 1982 από την WEA. Ο Λάκης Παπαδόπουλος έγραψε την μουσική και ο Παύλος Μάτεσις τους στίχους για τον “Κουρσάρο”, το πρώτο τραγούδι του δίσκου “Φοβάμαι” του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αυτό το τραγούδι εκτός από έντονη ροκ αλλαγή στο στυλ του Παπακωνσταντίνου, έμελε να είναι και το όχημα για να γίνει ευρύτερα γνωστός ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ, 20 χρόνια αφού είχε ξεκινήσει στο χώρο της μουσικής.

Ακολουθεί το 1983 ο δίσκος “Ακυρο” και το 1984 ο δίσκος “Ωραία Ήταν Όλα Σήμερα, Καληνύχτα” και τις επόμενες δύο χρονιές, ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ θα φτιάξει μαζί με την Μαριανίνα Κριεζή τους δίσκους “Περίπου” και “Τσάι Γιασεμί” για την Αρλέτα. Θυμόμαστε τα μελοποιημένα από τον Λάκη ποιήματα του Καββαδία “William George Allum” και “Black and White”, “Έρχεται Κρύο” (στίχοι Κυριάκος Ντούμος), “Τα Ήσυχα Βράδια”, το “Batida de Coco” και φυσικά την “Σερενάτα”. Την “Σερενάτα” διασκεύασε το 2006, 20 και κάτι χρόνια αργότερα, η Ανδριάνα Μπάμπαλη και κατάφερε να την κάνει ξανά ραδιοφωνική επιτυχία.

Η “Πρόβα” είναι ο τρίτος προσωπικός δίσκος του. Κυκλοφόρησε το 1986, με καταπληκτικά τραγούδια που ακούγονται μέχρι σήμερα όπως το “Δικαίωμα στο Όνειρο”, η “Γυριστρούλα”, και “Τα Μπλε Παπούτσια” . Το 1987, ο δίσκος “Αγώνες Ταχύτητας” έρχεται με το κλασσικό πια σήμερα “Σε Ζητάω” .Μαζί και ο “Λάρρυ”, “Μοναχός στο Άγιο Όρος” και φυσικά οι “Φυλακαί Κέρκυρας”.

Ο πέμπτος προσωπικός του δίσκος είναι το “Έλα ΓοριΛάκη” στον οποίο εκτός απ το ομώνυμο τραγούδι υπάρχει και το Για Να Σ’ Εκδικηθώ”, ένα ντουέτο με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Επίσης “Η Ανεμώνα του Σικάγου”, άλλη μια συνεργασία του Λάκη Παπαδόπουλου με την Σάννυ Μπαλτζή, “Η Μπαλάντα της Φυλακής” και “Εσύ Με Φτιάχνεις”. Το χιούμορ του και την πολύ καλή του διάθεση την έδειξε και στη σκηνή μαζί με τον Γιάννη Ζουγανέλη, τον Σάκη Μπουλά και την Ισιδώρα Σιδέρη. Οι παραστάσεις τους στο “Αχ Μαρία” ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν το 1989.

 

 

Και ακολουθούν το “Χαίρω πολύ” με την Μαργαρίτα Ζορμπαλά, το “Οπωσδήποτε” με την Τερέζα, το “Εσείς Οι Απ’ Έξω” με τον Μανώλη Μητσιά, το “Έγινα για Σένα Τούρκος”, το “Πασπαρτού”, το “Το Μόνο Φίλο μου Τον Λένε Ιούδα”, το “11”, το “Κάτι Γλυκό”, ο Φίλιππος Πλιάτσικας τραγουδάει την “Τσαλακωμένη Πεταλούδα” και ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ την “Γυμνή Πεταλούδα”. Ακόμη έχουμε δυο διασκευές το τραγούδι “Αυτός ο Άλλος” (του Νίκου Γούναρη) και το “Πάμε Νταβέλη” (στίχοι Μαριανίνα Κριεζή). Ακούσαμε ακόμη τις διασκευές “Μιλώ με Σένα” και “Είσαι η Συνήθειά Μου”, μαζί με το σατιρικό “Ola ta Ksekolia” και “Τα Υπουργάκια”.

Ο προσωπικός δίσκος Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ “Δεν Έχω Στιγμές” κυκλοφορεί το 2006, με το πολύ καλό “Είναι Απλό Σ’ Αγαπώ”, τις διασκευές “Για Τις Γυναίκες Ζούμε” και “Τώρα Που Θα Χωρίσουμε”, την “Θήβα ’88”, το “Έφυγε η Γυναίκα μου Από το Σπίτι”. Το “After Dark” είναι το απαραίτητο bonus, ένα τραγούδι όπου ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ κι ο φίλος του Γιάννης Γιοκαρίνης αυτοσχεδιάζουν στη μουσική σκηνή του After Dark.

Ο Λάκης Παπαδόπουλος ενας καλλιτέχνης που χρόνια τώρα κυλάει μέσα στη μουσική, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η μουσική είναι μία και δεν έχει είδη ή ταμπέλες. Διάχυτο μέσα στη δουλειά του το χιούμορ διακριτικό καυστικό και έξυπνο, προκαλεί αβίαστα το γέλιο. Άλλοτε πάλι ιδιαίτερα σοβαρός. Ένας σύγχρονος φιλόσοφος. Ένας άνθρωπος χωρίς κόμπλεξ, χωρίς ταμπού. Ένας άνθρωπος ελεύθερος. Ένας άνθρωπος-παιδί. Τον τιμά ο τίτλος “τραγουδοποιός”. Δίνει τη δουλειά του σε νέους αλλά και σε καταξιωμένους καλλιτέχνες από διάφορα είδη μουσικής, αφού θεωρεί ότι είναι καλύτεροι ερμηνευτές για τις εν λόγω δουλειές.

 

 

Σε πρώτο πρόσωπο

«Μεγάλωσα σε μια άθλια γειτονιά της Αθήνας, γεμάτη προκαταλήψεις, λεονταρισμούς, ημιμάθεια και σοβαροφάνεια. Μερικοί από τους συνομιλήκους μου βγήκανε και επιστήμονες, εγώ τους θεωρώ ντενεκέδες. Λιγοστές οι εξαιρέσεις… 14 χρονών ήμουν διάσημος. Με ήξεραν ως Απόστολο, τότε, στα ροκ μου τα παιξίματα. Στα 18, όλο αυτό καταλάγιασε και μου άρεσε που επανήλθα στην ανωνυμία. Πήγα φαντάρος, κοντά στα σύνορα, σε ζώνη επιτήρησης. Τρεις φίλους έκανα από κει, όλοι οι άλλοι τρέχανε στα σκυλάδικα. Μετά το στρατό, γύρω στο ’75, χάθηκα στις θάλασσες, μπήκα σε ένα κρουαζιερόπλοιο κι έπαιζα μουσική. Τρία χρόνια έγινα πειρατής της Καραϊβικής και ήταν τα καλύτερα της ζωής μου».

«Οι δικοί μου δεν χαίρονταν καθόλου με τα της μουσικής, αλλά δεν αντιδρούσαν κιόλας. Ό,τι έκανα, το έκανα με το μεροκάματό μου – ακόμα και την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα έτσι την αγόρασα. Δούλεψα γκαρσονάκι στο κυλικείο του νοσοκομείου που αργότερα ονομάστηκε «Γεννηματάς», έγινα βοηθός λογιστή όπως και μουσικός σε κωλάδικα της εποχής σε Ασπρόπυργο και Ελευσίνα. Είχα παίξει με έναν όχι ακριβώς λαϊκό, τον Ανδρέα Μακούλη, αδερφό του Τζίμη Μακούλη. Με τον Πέτρο Αναγνωστάκη επίσης, ο οποίος ερχόταν πάντα μεθυσμένος στο μαγαζί και με το αμάξι φουλαριστό – τόσο, που έλεγες ότι και το αυτοκίνητο είχε μεθύσει κι αυτό! Θυμάμαι ότι κάναμε κάθε πρωί ολόκληρο ταξίδι με τα κορίτσια του μπαρ μέχρι να γυρίσουμε στο κέντρο της Αθήνας. Τη θεωρώ ερασιτεχνική αυτή την περίοδο της ζωής μου, καθώς δούλευες εφτάωρα κι εννιάωρα χωρίς λεφτά. Φοβόσουν να τον κοιτάξεις στα μάτια τον εκάστοτε μαγαζάτορα, μη σου χώσει και καμιά πιστολιά. Για κακόφημα καμπαρέ επρόκειτο, αλλά κάπου υπήρξα και τυχερός, γιατί σε κάποια φάση μοιραστήκαμε το πρόγραμμα με τον Ντομένικο Μοντούνι. Ο Μοντούνι είχε έρθει για τρεις βραδιές στην Αθήνα και μετά θα πήγαινε στο Καρναβάλι της Πάτρας. Η ελαφρά μουσική ήταν από τότε υποτιμημένη. Ποιος θυμάται τους Platters που είχαν παίξει στα Αστέρια της Γλυφάδας; Ή τον Τζόνι Χαλιντέι, που μετά την επιτυχία στη Γαλλία, νόμισε ότι θα δει τα ίδια και από τους Έλληνες κι αυτοί με το ζόρι τον χειροκρότησαν; «Τι διάολο», είχε πει ο Χαλιντέι τότε, «σεξ κάνατε κι ήρθατε κατευθείαν να με ακούσετε;». Απ’ την άλλη, μη νομίζετε, και οι λαϊκοί στις Τζιτζιφιές γκετοποιημένοι ήτανε. Οι μεν δεν χώνευαν τους δε! Δεν είναι τυχαίο ότι το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που είπαν κι οι Beatles, το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», εμείς το ακούγαμε απ’ τη Γιοβάννα τότε, αφού τα ραδιόφωνα δεν έπαιζαν τους «κομμουνιστές» Μπιθικώτση και Μαίρη Λίντα.»

«Επί Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα, έγινα μουσικός παραγωγός του Δεύτερου Προγράμματος, υπάλληλος της ΕΡΤ. Λίγο μετά έγραψα το «Και θα χαθώ» που συμμετείχε στους Αγώνες της Κέρκυρας του Χατζιδάκι. Στο δοκιμαστικό το είπε η Σαβίνα Γιαννάτου, η οποία όμως ήταν από άλλο ανέκδοτο, πιο «κουλτούρα» και δεν θέλησε να το πει και στην Κέρκυρα. Με βοήθησε πολύ, ωστόσο, με το να βάλει τη φωνή της στο δοκιμαστικό. Το τραγούδησε τελικά η Ισιδώρα Σιδέρη. Δεν θα ξεχάσω πόσο υπέροχα μας είχε φερθεί ο Χατζιδάκις! Μας είχε πει «φέρτε όσους θέλετε» κι εγώ πήρα μαζί μου την Κατερίνα, την τότε αρραβωνιαστικιά μου και μέλλουσα σύζυγό μου, και τον αδερφό μου. Άλλος είχε φέρει στην Κέρκυρα τη μάνα του και τον πατέρα του. Στο υπερλούξ ξενοδοχείο, μάλιστα, μας περίμενε τεράστια ανθοδέσμη και ο Χατζιδάκις είχε τσαντιστεί που δεν μας την έδωσε ο ίδιος ο δήμαρχος της Κέρκυρας. Κάνει «πάμε να φύγουμε» κι εμείς του λέγαμε «καθίστε, κύριε Χατζιδάκι, πού να τρέχουμε τώρα;». Το καλύτερο, όμως, με τον Χατζιδάκι ήταν που προτίμησε να βραβεύσει τους κομμένους του διαγωνισμού! Την πρώτη βραδιά θα παίζονταν τα 15 τραγούδια και τη δεύτερη τα υπόλοιπα 15. Εγώ είχα δύο κομμάτια και το ένα –«Σταθμός Λαρίσης» λεγόταν– δεν πέρασε. Για να μη μας στενοχωρήσει ο Χατζιδάκις, χάρισε σε όλους τους «κομμένους» από μια ασημένια τριήρη, ενώ τη δεύτερη μέρα δεν έδωσε τίποτα στους βραβευμένους. Αυτός ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, κόντρα για την κόντρα, και καλά έκανε!»

Στη θητεία μου στο Δεύτερο γνώρισα τον Γιώργο Μητρόπουλο και αυτός με πήγε στον Πατσιφά. Εγώ, όμως, ήμουν πάντα ένα χυμαδιό – μη φανταστείτε χίπης, αλλά αφημένος. Μου άρεσε να παίζω κιθάρα με τις μπάσες χορδές, δηλαδή δεν μ’ ένοιαζε αν έλειπαν και μερικές. «Τι είν’ αυτό», μου κάνει ο Πατσιφάς, «πού είν’ οι χορδές σου;». Λέω «έτσι παίζω εγώ»… Μετά του έβαλα ν’ ακούσει κομμάτια μου από ένα κασετόφωνο που έπαιζε με οδοντογλυφίδα, γιατί είχε χαλάσει. «Εντάξει», μου λέει, «θα σου κάνω έναν δίσκο. Πόσες ώρες θες; Διακόσιες, τριακόσιες;». Δεν είχα ιδέα από στούντιο και εργατοώρες. Απαντάω: «Πεντακόσιες θέλω!». «Τρελός είσαι; Κι εμάς τι θα μας μείνει;» αρχίζει να φωνάζει ο Πατσιφάς, οπότε κι εγώ απαντάω, «Δεν ξέρω τι θέλω». «Ωραία, φύγε και ξαναέλα όταν μάθεις τι θες, επιτέλους» ήταν τα τελευταία λόγια του. Μετά, όπως έμαθα από τον Μητρόπουλο, πρόσθεσε: «Αυτός είναι ικανός να γράψει από αριστούργημα μέχρι λαϊκοπόπ». Έτσι έγινε! Διορατικός ο Πατσιφάς!

Ποτέ δεν ντρεπόμουν, ποτέ δεν είχα κόμπλεξ στη μουσική. Έπαιζα στις εκπομπές μου Beach Boys και μετά ABBA, με ‘παίρναν τηλέφωνο: «Βρε Λάκη, δεν ντρέπεσαι λίγο;».

Όταν βγήκε το «Άκυρο», ο πρώτος μου δίσκος, έκανε αίσθηση στην αντεργκράουντ μουσική κοινότητα με τη «Φάλτσα μενεξεδιά» και το ροκαμπίλι ύφος του. Εγώ, πάλι, ποτέ δεν αισθάνθηκα μέλος καμίας ροκ κοινότητας στα Εξάρχεια και όλα αυτά. Έκανα παρέα με κάτι παππούδες που είχαν χιούμορ, λαϊκούς τύπους που δεν σκάμπαζαν από ροκ, κάτι σαν τους «Εντιμότατους φίλους μου». Τότε ήταν που βγήκε ο Μίκης Θεοδωράκης και με απαξίωσε σε συνέντευξή του, του στυλ «τι να μας πουν τώρα κι αυτοί με τα ψηλά ρεβέρ; Θα φύγω ξανά στην εξορία!». Του απάντησα όμως: «Να πάτε στην εξορία, στο Παρίσι. Μιλάμε για εξορία-εξορία, ξέρετε εσείς!». Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ τον Θεοδωράκη πολύ σπουδαίο συνθέτη και μάλιστα, πολλά χρόνια, μετά συμμετείχα σε επετειακό αφιέρωμα στον ίδιο, όπου τραγούδησα μαζί με την κόρη του ένα τραγούδι του από το «Romancero Gitano» του Λόρκα και του Ελύτη.

Η ροκ πλευρά μου είχε εξαντληθεί, φαίνεται, στα παιξίματά μου με μια μπάντα που λεγόταν Anathema The Time Band. Στις διακοπές μου ως υπαλλήλου της ΕΡΤ έπαιζα στην Αιδηψό με αυτά τα παιδιά που θα έλεγες κανονικούς χίπηδες. Ήταν ο Θοδωρής Τρύφωνας, η Χαρά Αργυροπούλου κι εγώ. Εκείνοι τραγουδούσαν Dylan και Joplin, εγώ Moody Blues και Kinks. Μετεξελίχθηκαν στους Αγάπανθος, αλλά μετά έμαθα πως ο Ντόριαν Κόκας, ο άλλος της παρέας, που απ’ όσο ξέρω δεν ζει πια, δεν με ήθελε. Έτσι αντικαταστάθηκα από τον Στέφανο Δεκεριάν και έκαναν δισκογραφία. Κάλεσα, όμως, την Αργυροπούλου να τραγουδήσει στον πρώτο δικό μου δίσκο. Μετά το «Άκυρο» ακολούθησαν και οι άλλοι δίσκοι μου με πολλές επιτυχίες, με βασικούς στιχουργούς τον Κυριάκο Ντούμο, τη Μαριανίνα Κριεζή και τη Sunny Μπαλτζή: «Γυριστρούλα», «Μοναχός στο Άγιο Όρος», «Γοριλάκι», «Τσίχλα δίχως ζάχαρη», η «Σερενάτα» με την Αρλέτα. Παράλληλα, έπαιζα στο Κύτταρο και στο Αχ Μαρία με Γιοκαρίνη, Μπουλά, Κούτρα. Ωραία παρέα, ωραία περνούσε ο καιρός.

Πηγές: freegossip.gr  popaganda.gr  lifo.gr | Επιλογή Λ.Τ.

Διαβάστε όλα τα αφιερώματα σε ΠΡΟΣΩΠΑ
κάνοντας clik πάνω στο λογότυπο που ακολουθεί

AgrinioStories Πρόσωπα