Κυριακή βράδυ επιστρέφοντας από το σινεμά

Παλιά πηγαίναμε στο σινεμά για να «κρυφτούμε» από την αληθινή ζωή,
να ξεχαστούμε, να ονειρευτούμε, να μάθουμε, να ερωτευτούμε

Πηγαίναμε για να δούμε «μαζί» με άλλους αγνώστους στην αίθουσα, μια ταινία. Κι ετσι το σινεμά ήταν «κοινωνία». Ήταν Τέχνη. Μετά, μεγαλώνοντας μάθαμε από τους «θεσμούς», τους «πολιτικούς» και τους «επισήμους», ότι το Σινεμά είναι για να… φαινόμαστε, πριν την έναρξη ή μόλις ανάψουν τα φώτα του τέλους.

Στην αρχή με απορία και μετά ως αυτονόητο, βλέπαμε τους «ταγούς» μας μόλις τα φώτα χαμήλωναν, να σηκώνονται διακριτικά και να φεύγουν. Απαξιώνοντας με έναν προσβλητικό -για μας τουλάχιστο- τρόπο τους Δημιουργούς.

Προφανώς είχαν πολύ σπουδαιότερα πράγματα να κάνουν από το να δουν μια ταινία. Αυτό σιγά σιγά το… «μήνυμα» πέρασε και στον κόσμο. Στους θεατές. Έτσι σιγά σιγά κι οι θεατές έπαψαν να θεωρούν το σινεμά μέρος της ζωής τους. Έγινε μια κοσμική έξοδος κι όχι μια ανθρώπινη ανάγκη. Βοήθησαν και τα περιοδικά σ’ αυτό με τα «ήταν κι αυτός εκεί», ο καναπές κι η Τηλεόραση με τα παιχνίδια επιβίωσης και τα σήριαλ που ναι μεν δώσανε δουλειά σε ένα σωρό ηθοποιούς αλλα αποξένωναν τον θεατή από τη μέθεξη και την ενέργεια που δημιουργούσε η σκοτεινή αίθουσα.

Τίποτε παιδικά ως συνοδοί των παιδιών, τίποτε υπερπαραγωγές με εφέ και όπλα , πάλι εξαιτίας των παιδιών τους, οι θεατές λιγόστεψαν. Ιστορικές  αίθουσες έκλειναν, η μία μετά την άλλη για να γίνουν super markets ή μπουζουκτσίδικα,  οι πολιτικοί και οι θεσμοί άρχισαν να κρύβονται από την κοινωνική ζωή. Κάτι εγκαίνια με τις κορδέλες και σίγουρα πολύ τηλεόραση. ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ.

Και μετά ήρθε η πτώχευση και ο κορωνοιός.

Έτσι γίνεται. Κάποιοι δίνουν τον τόνο, κάποιοι επηρεάζονται, η συνθήκη αλλάζει , κι αυτό για χρόνια ένας ολόκληρος μηχανισμός το ονόμασε …«φυσική  εξέλιξη». Ξεχάσαμε όμως ότι το να πηγαίνεις σινεμά ακόμη και μόνος σου είναι επιλογή και κυρίως ζωή. ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ.  Σχεδόν μια πράξη ιδιωτικής αντίστασης στην κατάθλιψη των χρόνων μας. Ηθελημένα αγνοούμε, ότι «ζωή που δεν μοιράζεσαι είναι ζωή χαμένη».

Οι χαμένες από χρονιά ζωές μας, λοιπόν πτώχευσαν, φοβήθηκαν, βαρέθηκαν, τους ξεβόλευε να πάνε σινεμά, συνήθισαν εκπομπές φτηνού κουτσομπολιού εν ειδή κοινωνικής κριτικής, εκπομπές στα όρια μιας πορνογραφικής συνθήκης με επίφαση το Ηθικόν και το Πρέπον σε μια Κοινωνία που βούλιαζε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ στη μοναξιά του καναπέ της με το τηλεκοντρόλ στο χέρι.

Κι άντε τώρα, τώρα που ο ένας χρειάζεται τον άλλον ακόμη πιο πολύ απο πριν, να  μάθεις να μοιράζονται τις εύγλωττες σιωπές,  που μόνο σε μια αίθουσα κινηματογράφου μπορούν να είναι τόσο εκκωφαντικές.

Να είναι αυτή η μέθεξη δημιουργού και θεατή. Αυτό το «άνοιγμα» του μυαλού,  αυτή η μετατόπιση των στερεοτύπων ανάμεσα σε άλλους άγνωστους θεατές. Είναι ο λόγος που εξακολουθώ να πηγαίνω μόνος μου στον κινηματογράφο και όλο και σπανιότερα να συναντώ στην έξοδο κάποιον άλλον,  που θα ήθελε να μοιραστούμε την εμπειρία της ταινίας που μόλις είδαμε, ακόμη κι αν διαφωνούμε. Με μια βόλτα στην παραλία.

Τι κρίμα όμως που εγώ δεν είμαι τόσο επιδραστικός, Τι κρίμα που δεν μπορώ να επηρεάσω κι άλλους σ’ αυτό. Τι κρίμα και τι μοναξιά. Χειρότερη κι απ’ τη πτώχευση κι από τον φόβο του ιού κι ας τηρούνται με απόλυτη σχολαστικότητα όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα ειδικά στους κινηματογράφους και τα θέατρα.Τί κρίμα να νιώθω πως γυρνάμε πίσω, πίσω σε μια «νύχτα» συναισθηματικής αφασίας,  που δεν μας αξίζει γιατί δεν έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Τι κρίμα …

 

ΥΓ. Αυτή την αυθόρμητη δημόσια εξομολόγηση την αφιερώνω σε κάποιους, κάποιες, καποι@ που κατεβαίναμε με τα πόδια από το cine ΑΙΑΣ των 40 Εκκλησιών  στο κέντρο και ξημερωνόμασταν στην Πλατεία Ναυαρίνου,  συζητώντας για την ταινία που είχαμε δει.


AgrinioStories | Πηγή