Κριτική, η μάχιμη φιλολογία


.

Κριτική, η μάχιμη φιλολογία

Σχέσεις της επιστήμης της Φιλολογίας και της λογοτεχνικής κριτικής
Πώς κρίνουμε ένα λογοτεχνικό έργο; Ποια η σχέση Φιλολογίας και κριτικής;

– Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης –
Πηγή: https://bookpress.gr/


Σκέψεις και απαντήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο του Επιμορφωτικού Συνεδρίου
«Η Νέα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στην Α΄/βάθμια και Β΄/βάθμια Εκπαίδευση:
Διδακτικές προτάσεις και προσεγγίσεις εν όψει της καθιέρωσης
των νέων Προγραμμάτων Σπουδών και των νέων σχολικών εγχειριδίων».

Όπως εγώ αντιλαμβάνομαι την επιστήμη της Φιλολογίας, αυτή έχει δύο βασικούς άξονες χρήσης, τον διδακτικό και τον ερμηνευτικό. Αφενός, η διδασκαλία, ύψιστο έργο διαμόρφωσης σκεπτόμενων νέων που θα μπορούν να προσεγγίσουν τη λογοτεχνία (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη και παγκόσμια) και να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα στην προφορική και τη γραπτή της μορφή. Αφετέρου, η έρευνα και η μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων, είτε σε μορφή επιστημονικών πραγματειών, ακαδημαϊκών εργασιών ή ανακοινώσεων σε Συνέδρια, είτε στη μορφή της κριτικής προσέγγισης των έργων της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής.

Θα ήθελα, εδώ, να τονίσω ότι τα σπουδαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν τελειώνουν στη Γενιά του ’30, ούτε σταματάνε στις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, αλλά συνεχίζονται και στη Μεταπολίτευση, όπου παράγεται υψηλού επιπέδου λογοτεχνία, ενώ και σήμερα –δίπλα μας– γράφουν και εκδίδουν πολύ σημαντικές πένες, που σε λίγα χρόνια θα έχουν καταγραφεί στις Ιστορίες της Λογοτεχνίας και θα διδάσκονται στα σχολεία. Εκτός από αυτούς που τίμησαν το Σεμινάριό σας, σπουδαία ονόματα με εξαιρετικά κείμενα εξελίσσουν τη λογοτεχνία μας και κρίνω ότι ανεβάζουν επίπεδο τα γράμματα και τις τέχνες μας.


 

Κοιτάζω λοιπόν τη λίστα με τα ολόκληρα έργα που θα διαβάσουν τα παιδιά, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Υπουργείου Παιδείας:

ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Α΄ Γυμνασίου:

-Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ
-Τα λόγια της πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα

Β΄ Γυμνασίου:

-Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ της Άννας Φρανκ
-Ο θάνατος του παλικαριού του Κωστή Παλαμά

Γ΄ Γυμνασίου:

-Ο Βάνκας και άλλα διηγήματα του Άντον Τσέχωφ

ΛΥΚΕΙΟ

Α΄ Λυκείου:

-Τα ρόδινα ακρογιάλια του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
-Περηφάνια και προκατάληψη της Τζέιν Ώστιν

Β΄ Λυκείου:

-Ο Ιούλιος Καίσαρας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ
-Η τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη

Γ΄ Λυκείου:

-Το αμάρτημα της μητρός μου του Γεωργίου Βιζυηνού
-1984 του Τζωρτζ Όργουελ

κι εξακολουθώ να πιστεύω ότι η κλασική λογοτεχνία δεν είναι ούτε η μόνη αξιανάγνωστη ούτε η μόνη διδακτέα, ενώ συχνά απωθεί το παιδί. Ευτυχώς οι επιλογές στις Πανελλαδικές εξετάσεις τα τελευταία χρόνια, όταν ένα άγνωστο κείμενο έρχεται να τεθεί,

  • 2020: Τίτος Πατρίκιος, «Σε βρίσκει η ποίηση», 2012
    Νικηφόρος Βρεττάκος, «Οι μικροί γαλαξίες», 1961
  • 2021 Νίκος Γκάτσος, «Στο Σείριο», 1943
    Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Το σπίτι μας», 1972
  • 2022 Θανάσης Βαλτινός, «Επείγουσα ανάγκη ελέου», 2016
    Αργύρης Χιόνης, «Προφητεία», 1966
  • 2023 Χρήστος Οικονόμου, «Οι κόρες του Ηφαιστείου», 2017
    Κρίτων Αθανασούλης, «Ανεβαίνω», 1958
  • 2024 Κωστής Παλαμάς, «Το ταξίδι», 1883
    Νικηφόρος Βρεττάκος, «Η επιστροφή», 1991

δείχνουν μια πιο ισορροπημένη ματιά, με παλιά και με νεότερα έργα να φέρνουν την ανάγνωση στα πιο σύγχρονα χωράφια. Συνεπώς κι εμείς οι φιλόλογοι μπορούμε να κοιτάμε τόσο το κλασικό και καταξιωμένο όσο και το σύγχρονο, που έχει πολλή φρεσκάδα να δώσει.

Ζούμε τη (λογοτεχνική) ιστορία και κολυμπάμε,
χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, στα τρεχούμενα νερά της.

Επομένως, σήμερα, καθώς το καζάνι της γραφής βράζει και παράγει ουσιώδη και γευστικά πιάτα, ο κριτικός είναι εκείνος ο επαρκής και υποψιασμένος αναγνώστης, που διαβάζει, αξιολογεί και ερμηνεύει, ώστε –όπως τουλάχιστον εγώ συλλαμβάνω τον ρόλο του– να συνδράμει στο κοσκίνισμα της τρέχουσας παραγωγής και στη διατύπωση των πρώτων κρίσεων που θα καταξιώσουν τα κλασικά πεζά ή ποιήματα του αύριο. Ζούμε τη (λογοτεχνική) ιστορία και κολυμπάμε, χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, στα τρεχούμενα νερά της.

Φιλολογία και κριτική

Σε πρώτη φάση ας ξεχωρίσουμε τους δύο θεσμούς, που έχουν όντως πολλές διαφορές.

Από τη μία, η Φιλολογία είναι επιστήμη, βεβαίως ανθρωπιστική, που καλείται να μελετήσει τα κείμενα, κατά βάση τα λογοτεχνικά. Είναι στην ουσία ένα πολυδαίδαλο πεδίο, που εκτείνεται από την έκδοση των κειμένων μέχρι την ερμηνεία τους, αλλά και την εφαρμογή της στη διδασκαλία τους. Μετέρχεται συγκεκριμένα εργαλεία, που έχουν διαμορφωθεί ήδη από τον Αριστοτέλη και την Αλεξανδρινή εποχή, ενώ από τον 20ό αιώνα κι εξής έχει εμπλουτιστεί με ισχυρά όπλα, αυτά της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, με τα οποία μπορεί να προσεγγίζει κάθε είδους έργο με συστηματικό τρόπο.

Φαντάζομαι τον ορίζοντα της πρόσληψης σαν μια πυραμίδα,
στο κάτω μέρος της οποίας είναι η πρώτη φάση διαλογής, η κριτική δηλαδή,
και σταδιακά το κοσκίνισμα περιορίζει τα καλά έργα μέσω των βραβείων,
των μελετών και των Ιστοριών της Λογοτεχνίας.

Από την άλλη, η επικαιρική κριτική ασχολείται εν θερμώ με τα πρόσφατα λογοτεχνικά έργα, προσπαθεί να τα παρουσιάσει στο ευρύ κοινό, αλλά πρώτιστα να τα αξιολογήσει και να τα ερμηνεύσει. Με άλλα λόγια, στον ωκεανό των νέων εκδόσεων επιχειρεί ένα γόνιμο ξεσκαρτάρισμα, ώστε με επαρκή τεκμηρίωση να αποφανθεί ποιο βιβλίο αξίζει και ποιο όχι. Φαντάζομαι τον ορίζοντα της πρόσληψης σαν μια πυραμίδα, στο κάτω μέρος της οποίας είναι η πρώτη φάση διαλογής, η κριτική δηλαδή, και σταδιακά το κοσκίνισμα περιορίζει τα καλά έργα μέσω των βραβείων, των μελετών και των Ιστοριών της Λογοτεχνίας.

Οι δύο θεσμοί της λογοτεχνικής πρόσληψης, η φιλολογία και η κριτική, για πολύ καιρό αντιμάχονταν η μία την άλλη. Οι φιλόλογοι, οι πανεπιστημιακοί κατά βάση, θεωρούσαν την κριτική ευτελές έργο, πρόχειρο, εμπειρικό και ιμπρεσσιονιστικό. Οι κριτικοί από την άλλη θεωρούσαν τη φιλολογία ικανή να φτάσει μόνο ως ένα σημείο, να χαρτογραφήσει τα αντικειμενικά δεδομένα και να ερμηνεύσει, αλλά, επειδή κινείται σε ένα αποστειρωμένο λογοκρατούμενο πλαίσιο, δεν μπορεί να περάσει στο στάδιο της εκτίμησης της λογοτεχνικότητας των πεζών ή των ποιημάτων κι έτσι δεν είναι σε θέση να μιλήσει για την ποιότητά τους. Γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου (2015): «Αν ήθελα να παραφράσω την ρήση του Oscar Wilde, θα το έκανα ως εξής: “Υπάρχουν δύο τρόποι για να αντιπαθήσεις την ποίηση. Ο ένας είναι να την αντιπαθείς. Ο δεύτερος είναι να γίνεις φιλόλογος”. Πραγματικά, η φιλολογία μοιάζει μερικές φορές να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως από ποίηση και λογοτεχνία, κάνοντας τις πιο άστοχες κριτικές και τις πιο άκυρες αξιολογήσεις».

Αν δούμε το θέμα της κριτικής ιστορικά, θα διαπιστώσουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα κριτική ασκούσαν οι ίδιοι οι λογοτέχνες, τουλάχιστον μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τους Επτανήσιους μετασολωμικούς έως τον Εμμανουήλ Ροΐδη κι από τον Κωστή Παλαμά και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο μέχρι τον Τέλλο Άγρα, τον Κλέωνα Παράσχο, την Άλκη Θρύλο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Αλέξανδρο Κοτζιά. Σταδιακά περνάμε σε πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την κριτική ως κύριο έργο της ζωής τους, όπως ο Τίτος Μαλάνος, ο γραμματολόγος Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, και οι πιο πρόσφατοι Σπύρος Τσακνιάς, Γιώργος Αράγης, Αλέξης Ζήρας, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελισάβετ Κοτζιά και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.

Εγώ θα έλεγα ότι ως φιλόλογοι είμαστε δυνάμει κριτικοί της λογοτεχνίας.
Φυσικά το «δυνάμει» είναι ένα μεγάλο χάσμα που χρειάζεται γεφύρωση.

Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους δεν έλειψαν απόφοιτοι των Φιλοσοφικών Σχολών που ασχολήθηκαν ενεργά με την πρωτογενή κριτική, από τα βιβλία του Γιάννη Αποστολάκη στον μεσοπόλεμο έως τις βιβλιοκρισίες τη δεκαετία του ’60 του Απόστολου Σαχίνη, του Πάνου Μουλλά (Αποστολίδου 2022) και πιο πρόσφατα του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, της Λίζυς Τσιριμώκου και του Ευριπίδη Γαραντούδη. Θα πρόσθετα, δίπλα στα μεγάλα αυτά ονόματα, νεότερους κριτικούς που έχουν πτυχία, μεταπτυχιακά ή διατριβές στη Φιλολογία: Αριστοτέλης Σαΐνης, Τιτίκα Δημητρούλια, Άλκηστις Σουλογιάννη, Μαρία Στασινοπούλου, Ανθούλα Δανιήλ, Βαρβάρα Ρούσσου κ.λπ. Και τέλος ένα πρόχειρο στατιστικό στοιχείο: από τους 45 κριτικούς πεζογραφίας και ποίησης που κριτικογραφούν τακτικά την τελευταία 3ετία (2022-2024), οι 19 έχουν φιλολογικές σπουδές.

Εγώ θα έλεγα ότι ως φιλόλογοι είμαστε δυνάμει κριτικοί της λογοτεχνίας. Φυσικά το «δυνάμει» είναι ένα μεγάλο χάσμα που χρειάζεται γεφύρωση. Ο Νάσος Βαγενάς (1988: 76) γράφει:

«Η φιλολογία είναι απαραίτητη για την κριτική» […]
«Η κριτική είναι απαραίτητη για τη φιλολογία»
«Η φιλολογία που δεν περιέχει κριτική δεν είναι φιλολογία»
«Η κριτική που δεν περιέχει φιλολογία δεν είναι κριτική»

Η κριτική είναι απαραίτητη για τη φιλολογία, καθώς η τελευταία παίρνει από αυτήν την πρώτη ύλη για να την επεξεργαστεί. Δεν θα το αναλύσω περαιτέρω, αλλά θα σταθώ λίγο στην αξιοποίηση της κριτικής στη διδασκαλία, ώστε και να επιλέξουμε ποια κείμενα (εντός ή εκτός βιβλίου) μπορούμε να διδάξουμε αλλά και να εμπλουτίσουμε τη σκέψη των παιδιών με βιβλιοκρισίες που θα αποτελέσουν υλικό για συζήτηση και δημιουργική γραφή εκ μέρους τους.

Κι αντιστρόφως η (φιλολογική) επιστήμη και τα εργαλεία της είναι χρήσιμη στην κριτική. Βέβαια, μια μερίδα ακραιφνών κριτικών θεωρεί ότι το κριτικό ένστικτο, η «ποιητική νοημοσύνη» όπως την ονομάζει ο Οδ. Ελύτης, είναι το βασικό όπλο με το οποίο ο πεπαιδευμένος αναγνώστης γίνεται εμβριθής κριτικός, που μπορεί να οσφρηστεί κι έπειτα να τεκμηριώσει τη γνώμη του για την αξία κάθε έργου. Αναφέρομαι σε δύο άρθρα του Γιώργου Αράγη (Αράγης 1985 και Αράγης 1998), που υποστηρίζουν ότι ο κριτικός μπορεί με ακονισμένη διαίσθηση να αντιληφθεί και να ξεχωρίσει τη λογοτεχνικότητα, κάτι που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες και τις δυνατότητες της επιστημονικής ανάλυσης.

Ο καλός βιβλιοκριτικός δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι κρίνει
βάσει της πολλής λογοτεχνίας που έχει διαβάσει και του κοφτερού ενστίκτου του.

Φυσικά κι εγώ πιστεύω ότι ένα μέρος της λογοτεχνικής μαγείας είναι αδιάγνωστο. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι η λογοτεχνικότητα και η ποιότητα ενός καλλιτεχνήματος είναι ένα δεδομένο, ιστορικά προσδιορισμένο, καθορισμένο από τα αισθητικά και τα πολιτισμικά κριτήρια κάθε εποχής, κι επομένως είναι δυνατόν να μελετηθεί. Η φιλολογία, η θεωρία της λογοτεχνίας, οι πολιτισμικές σπουδές τώρα τελευταία, προσφέρουν ακριβώς αυτό το εργαλειακό υπόβαθρο το οποίο μπορεί να κάνει τον επαρκή αναγνώστη βιβλιοκριτικό. Πολλοί φιλόλογοι, πανεπιστημιακοί και μη, με όλο αυτό το οπλοστάσιο έχουν ακονίσει το όποιο ένστικτο έχουν και μπορούν έτσι να προβούν σε μια ουσιαστική κριτική αξιολόγηση. Κι από την άλλη οι κριτικοί που προσέρχονται στη λογοτεχνία από άλλους τομείς επιχειρούν να διαβάσουν, να αναζητήσουν φιλολογικά μέσα, να μάθουν θεωρία, είτε συστηματικά είτε όχι, ώστε να μπορούν αυτή την οξεία διαίσθηση να τη στηρίξουν σε επιχειρήματα και αποδείξεις.

Ο καλός βιβλιοκριτικός δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι κρίνει βάσει της πολλής λογοτεχνίας που έχει διαβάσει και του κοφτερού ενστίκτου του. Αυτό θα οδηγήσει, όπως συνέβαινε παλιά, σε μια εντυπωσιοθηρική κριτική και σε έναν άκρατο εμπειρισμό (Τζιόβας 1987). Προφανώς χρειάζεται ισχυρή κριτική κράση και δημιουργική διερεύνηση κάθε έργου, αλλά αυτά χτίζονται από ένα κραταιό σύστημα συντεταγμένων που βοηθούν το μυαλό να εστιάσει, να αναλύσει και να επιχειρηματολογήσει.

Μία τελευταία βοήθεια του φιλολογικού τρόπου σκέψης στην κριτική είναι η συνολική, πανοπτική κατόπτευση της λογοτεχνικής παραγωγής, είτε στη σύγκριση δύο έργων, είτε στη συνομάδωσή τους, ώστε να μελετηθεί μια ευρύτερη τάση, ρεύμα, πρόταση, θέμα. Και σ’ αυτό ο κριτικός, επειδή δεν μπορεί να μένει στο ανά χείρας κείμενο, βιβλίο το βιβλίο και κριτική την κριτική, πρέπει με φιλολογική συνδυαστική ικανότητα και επαγωγικές μεθόδους να εξάγει συμπεράσματα, να καταθέτει γνώμες και να τοποθετείται συνολικά, με γενικότερης εμβέλειας εκτιμήσεις και εργαλεία.

Πώς κρίνουμε ένα λογοτεχνικό έργο;

Θέτω ξανά το ερώτημα που αποτελεί τη βάση της αμιγούς κριτικής; Πώς κρίνουμε ένα λογοτεχνικό έργο; Με το αναγνωστικό ένστικτο του επαρκούς αναγνώστη, απαντάνε πολλοί. Κι εγώ αναρωτιέμαι πώς ορίζεται και πώς διαμορφώνεται αυτό το ένστικτο; Είναι εκ φύσεως διαίσθηση; (Τζιόβας 1987: 327). Σφυρηλατείται από την ανάγνωση χιλιάδων βιβλίων; Ή είναι η οξεία ακίδα ενός μηχανισμού που περιλαμβάνει τα παραπάνω, αλλά και ένα ευρύτερο οπλοστάσιο θεωρητικών και πρακτικών μηχανισμών; Με άλλα λόγια, η κριτική δεν είναι μια απλή εμπειρική λειτουργία, αλλά το προϊόν μιας συστηματικής προσέγγισης, που την ώρα της ανάγνωσης και της γραφής κινητοποιεί τόσο τη θεωρία της λογοτεχνίας όσο και την προσωπική ματιά του βιβλιοκριτικού. Χωρίς η πρώτη να καπελώνει τα κείμενα και χωρίς η δεύτερη να κουνά τη σημαία της αυθόρμητης (άρα και ατόφιας) σκέψης, στον 21ο αιώνα κριτική σημαίνει αυτοσυνειδησία των επιχειρημάτων και σωστή χρησιμοποίησή τους ανάλογα με το υλικό κάθε καλλιτεχνικού έργου.

Θα πρότεινα τον όρο «Ερμηνευτική αξιολόγηση»,
καθώς η αξιολόγηση γίνεται βάσει της ερμηνείας
που πείθει πόσο ένα λογοτέχνημα (…) έχει κάτι καινούργιο να πει.

Επιπλέον θα διαφωνήσω με τον Γ. Αράγη και άλλους, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ερμηνεία, που η θεωρία της λογοτεχνίας και η φιλολογική επιστήμη φέρνουν στο προσκήνιο, διαφέρει από την αξιολογική κριτική που παίρνει θέση και εκφράζει άποψη. Πλέον, όπως υποστηρίζει ο Αλέξης Ζήρας (2007: 289-290), αυτές οι δύο προσεγγίσεις έχουν σε πολλά σημεία συγκλίνει, αφού –λέω εγώ– σήμερα η αξιολόγηση περνά μέσα από την ερμηνεία κι όχι μέσα από μια αόριστη αισθητική ματιά. Η αξιολόγηση δηλαδή ενός έργου επέρχεται όταν μπορεί κανείς να πείσει ότι μια ερμηνεία του το καταξιώνει σε σχέση με την εποχή, τους άλλους λόγους της ατομικής ή δημόσιας σφαίρας και τους προβληματισμούς του αναγνώστη. Αξίζει αυτό που είναι σε θέση να προσφέρει μια πρόταση, σε συνδυασμό βέβαια με τον τρόπο με τον οποίο την κάνει. Θα πρότεινα τον όρο «Ερμηνευτική αξιολόγηση», καθώς η αξιολόγηση γίνεται βάσει της ερμηνείας που πείθει πόσο ένα λογοτέχνημα –στον συνδυασμό μορφής και περιεχομένου– έχει κάτι καινούργιο να πει, έχει έναν νέο προβληματισμό ή μια συγκίνηση –κοινωνική, πολιτική, ψυχολογική πολιτισμική– να εγείρει.

Συνοψίζω:

Φιλολογική προσέγγιση δεν εννοώ την εφαρμογή του Δομισμού με την περιγραφική χρήση των αφηγηματικών τεχνικών.

  • Ούτε τους περιβόητους κειμενικούς δείκτες.
  • Φιλολογική προσέγγιση δεν είναι πια ο βιογραφισμός, οι επιδράσεις, η στείρα γνώση γύρω από το κείμενο, το ιστορικό συγκείμενο κ.λπ. ερήμην της ερμηνείας με σύγχρονα θεωρητικά εργαλεία.
  • Ούτε όμως τα θεωρητικά εργαλεία να έρχονται να ακρωτηριάζουν σαν Προκρούστης τα κείμενα και να τα καλουπώνουν σε οριοθετημένα πλαίσια.
  • Φιλολογική-θεωρητική προσέγγιση δεν σημαίνει υποταγή σε μία και μόνη θεωρία που όλα τα εξηγεί ομοιόμορφα.

ΑΝΤΙΘΕΤΑ, φιλολογικό υπόβαθρο της κριτικής σημαίνει:

  • α) εύρος εννοιών που θα στηρίξουν με σαφήνεια την όποια γνώμη.
  • β) υποψιασμένη σκέψη και ιστορική ματιά που γνωρίζει πώς λύθηκαν ανάλογα ζητήματα στο παρελθόν.
  • γ) χρήση της ορθολογικής αιτιολόγησης που θα πείσει για την ορθότητα της κριτικής εκτίμησης
  • δ) μετακριτικός λόγος (Δημηρούλης 1993: 98-99) που θα αναστοχάζεται σε κάθε συμπέρασμά της κριτικής.
  • ε) αξιολόγηση βάσει αισθητικών κριτηρίων και στοιχείων προβληματισμού για το θέμα και την οπτική γωνία που συνδέει τη λογοτεχνία με τους άλλους λόγους της κοινωνίας.

Κλείνω με μια ρήση της Ελισάβετ Κοτζιά: Στην ερώτηση «Τι άλλο χρειάζεται για να γίνει κανείς κριτικός;», απαντά «Χρειάζεται πολύ διάβασμα (τα λογοτεχνικά έργα της εποχής σου, […] φιλολογικές μελέτες και κριτικά δοκίμια, […] λογοτεχνική θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας [και] έργα μεγάλων κλασικών) προκειμένου να πλάσεις τα κριτήρια σου και την εντελώς προσωπική σου θεωρία. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να μπορείς να σβήνεις και να ξεχνάς όλα όσα γνωρίζεις έτσι ώστε να είσαι δεκτικός απέναντι στο καινούργιο, διότι καλή λογοτεχνία είναι αυτή που μπορεί να ανανεώνει τα αφηγηματικά εργαλεία της παράδοσης». (Μποζώνη 2024).

 



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *