.
Coco Chanel
Η μόδα είναι αρχιτεκτονική | Είναι ζήτημα αναλογιών
Κοκτώ: «Ήταν κάτι σαν θαύμα,
δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες οι οποίοι είχαν αξία
μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές και τους μουσικούς»
Γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1883 ως Γκαμπριέλ Μπονέρ «Κοκό» Σανέλ στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Μετά τον θάνατο της μητέρας της οδηγείται σε ορφανοτροφείο όπου μαθαίνει την τέχνη της μοδιστρικής. Ασχολήθηκε με το τραγούδι, όμως το παράτησε καθώς είδε ότι δεν είχε καμία τύχη. Έτσι, ανοίγει ένα κατάστημα χειροποιήτων καπέλων στο Ντοβίλ, ενώ to 1914 ακολουθεί το πρώτο της κατάστημα με ρούχα που σχεδίαζε η ίδια και το 1916 ιδρύει τον οίκο υψηλής ραπτικής «Chanel».
Σε σύντομο χρονικό διάστημα καταφέρνει να επιβληθεί στον κόσμο της μόδας προκαλώντας επανάσταση στη γυναικεία ένδυση. Καθιέρωσε τα μάλλινα ρούχα, το μικρό μαύρο φόρεμα και το παντελόνι, ενώ το 1916 σχεδιάζει το πρώτο της ταγιέρ.
Το Μάιο του 1916, η Σανέλ εισήγαγε τα ζέρσεϋ ταγέρ. Το ζέρσεϋ είναι ένα μαλακό και ελαστικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιείτο μόνο για τα εσώρουχα των αντρών, πριν εκείνη το χρησιμοποιήσει στα ταγέρ της, γιατί η εμφάνισή του και η κίνησή του το καθιστούσαν δύσκολο στο χειρισμό. Λόγω των συνθηκών του πολέμου, η Σανέλ το υιοθέτησε σαν υλικό υψηλής ραπτικής. Σήμερα το μέσο κόστος ενός κοστουμιού Σανέλ είναι $5.000 και μπορεί να αγοραστεί μόνο σε Σανέλ boutiques ή σε πολυτελή καταστήματα. Οι λεπτομέρειες, όπως τα έξοχα υφάσματα, το προσεγμένο κόψιμο και το ράψιμο στο χέρι συμβάλλουν στο υψηλό κόστος. Η Σανέλ ήταν σταθερός οπαδός της άποψης ότι, εάν οι δαπάνες κόστους των προϊόντων της ήταν υψηλές, κατόπιν τα εμμονικά, τέλεια σχέδιά της θα εκτιμούνταν αληθινά.
Τη δεκαετία του ’20 διέδωσε το μικρό μαύρο φόρεμα, το οποίο έφερε πολλές για την εποχή καινοτομίες. Είχε κοντύνει το μήκος του, η μέση δεν ήταν πλέον ασφυκτικά στενή και η απλή μεταβλητότητά του, τού επέτρεπε να φορεθεί και την ημέρα και το βράδυ, ανάλογα με το είδος των αξεσουάρ που του προσέθετες. Ήταν το πρώτο ρούχο που διέθετε αυτό το προσόν. Αν και τα απλά μαύρα φορέματα προϋπήρχαν της Σανέλ, αυτά που αυτή σχεδίασε θεωρήθηκαν και θεωρούνται πρότυπα υψηλής ραπτικής. Το 1923, η σχεδιάστρια είπε στο Harper’s Bazaar ότι «η απλότητα είναι η κεντρική ιδέα όλης της αληθινής κομψότητας», ενώ το 1926, η αμερικανική Vogue παρομοίασε «το μικρό μαύρο φόρεμα» της Σανέλ με τον Ford, υπαινισσόμενη τη σχεδόν καθολική δημοτικότητά του και την καθιέρωση του στη μόδα ως βασικό στοιχείο της. Στην πραγματικότητα, η έννοια του φορέματος κατάλληλου για την ημέρα και το βράδυ έγινε και μια βάση για την ίδια τη Σανέλ, καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων εποχών και ένα κλασικό κομμάτι της ένδυσης των γυναικών του εικοστού αιώνα. Για τις βραδυνές εμφανίσεις, το φόρεμα συνοδευόταν από μία σειρά κοσμημάτων.
Η υψηλή κοινωνία ήταν αφοσιωμένη στη μόδα το 1900-1910. Μόνο οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι εκείνης της εποχής μπορούσαν να έχουν κομμάτια υψηλής ραπτικής, διότι τα ρούχα αυτά ήταν χειροποίητα και η διαδικασία παραγωγής ήταν αργή, λεπτομερής και ακριβή. Γι’ αυτό οι περισσότεροι δεν είχαν τα λεφτά για να πληρώσουν αυτά τα ρούχα. Οι πλούσιοι έλεγχαν την μόδα, γιατί η μόδα ήταν ένα σύμβολο του κοινωνικού status. Το συνηθισμένο στυλ ήταν εξωπραγματικό, οι γυναίκες φορούσαν πολλά ρούχα το ένα πάνω από το άλλο, για παράδειγμα σεμιζιέ, κορσέ, επικάλυμμα του κορσέ, μεγάλα εσώρουχα, φανελένια μεσοφόρια (τα οποία συνήθως ήταν και περισσότερα του ενός)… Το λεγόμενο New Look του Ντιόρ.
Γύρω στο 1908, ένα νέο στυλ στη μόδα ξεκίνησε. Η Σανέλ αντικατέστησε τον κορσέ με την άνεση και την καθημερινή κομψότητα. Τα σχέδιά της περιλάμβαναν τα απλά ταγέρ και φορέματα, τα γυναικεία παντελόνια, τα κοσμήματα κοστουμιών, τα αρώματα και τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Το κόνσεπτ ήταν η γυναικεία φιγούρα να φαίνεται φυσική. Οι γυναίκες ξεκίνησαν να κάνουν καριέρα σε διάφορους τομείς και είχαν ένα νέο τρόπο ζωής. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι γυναίκες ανέλαβαν τις δουλειές των αντρών και τα συνηθισμένα πομπώδη ρούχα εξαφανίστηκαν. Μετά το πέρας του πολέμου, η μόδα της Σανέλ επηρεάστηκε από την καινούρια συμπεριφορά των γυναικών.
Σύντομα, επεκτάθηκε και στην υψηλή ραπτική δουλεύοντας το ζέρσεϋ, η πρώτη στον γαλλικό κόσμο της μόδας. Μέχρι το 1920, ο οίκος της επεκτεινόταν συνεχώς, κάνοντας μόδα το look της, του μικρού αγοριού. Τα χαλαρά της σχέδια, οι κοντές φούστες και το casual ντύσιμο της, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την μόδα του κορσέ που επικρατούσε τις προηγούμενες δεκαετίες. Η ίδια η Σανέλ ντυνόταν με ρούχα που έμοιαζαν με αντρικά, πράγμα που προσάρμοσε και στις υπόλοιπες γυναίκες, οι οποίες το έβρισκαν απελευθερωτικό.
Ο ίδιος ο Κριστιάν Ντιόρ είπε: « με ένα μαύρο πουλόβερ και δέκα σειρές μαργαριτάρια ξεσήκωσε την μόδα».
Η μοναδική της αίσθηση περί μόδας αντικατοπτριζόταν και στα σχέδια που έκανε και για τα κοσμήματα. Η καινοτομία της ήταν πως συνδύαζε πραγματικές με ψεύτικες πέτρες. Για άλλη μια φορά, παρασυρόταν στο σχεδιασμό από τα προσωπικά της πάθη και προτιμήσεις. Στα κοσμήματά της επαναλάμβανε, πολλές φορές, τη φόρμα της καμέλιας, που ήταν το αγαπημένο της λουλούδι.
Η θέση της στα δικαιώματα των γυναικών και ο φεμινισμός
Ήταν μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, και ίσως η πρώτη γυναίκα στο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών. Η φήμη της Σανέλ και το ύφος της, παρέμειναν περισσότερο από τη ζωή της. Η Σανέλ, βέβαια, δεν θα προσδιόριζε ποτέ τον εαυτό της ως φεμινίστρια, στην πραγματικότητα περισσότερο μιλούσε για θηλυκότητα παρά για φεμινισμό, παρ’ όλα αυτά η δουλειά της είναι αδιαμφισβήτητα μέρος της απελευθέρωσης των γυναικών. Εκείνη συστήνει στην κοινωνία της Deauville το skirt suit φτιαγμένο από τουίντ, δίνοντας στη γυναίκα την ενδυματολογική απελευθέρωση που χρειαζόταν. Η ίδια η σχεδιάστρια ντυνόταν συνήθως με παντελόνια, μια σοκαριστική επιλογή για την εποχή, που όμως άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες γενιές. Ο Κοκτώ είπε κάποτε γι’ αυτήν: «ήταν κάτι σαν θαύμα, δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες οι οποίοι είχαν αξία μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές και τους μουσικούς.»
Το Chanel No 5
Το Chanel No 5 δεν είναι απλώς ένα άρωμα. Είναι ένας ζωντανός θρύλος και σύμβολο της γυναικείας κομψότητας. Η ιστορία του ξεκινά το 1921, όταν η θρυλική σχεδιάστρια Coco Chanel αποφάσισε να δημιουργήσει ένα άρωμα που θα εξέφραζε τη μοντέρνα, ανεξάρτητη γυναίκα της εποχής της. Αυτό που προέκυψε ήταν κάτι πρωτοποριακό: ένα άρωμα που έσπασε τους παραδοσιακούς κανόνες της αρωματοποιίας και έγινε η επιτομή του κλασικού.
Μέχρι εκείνη την εποχή, τα γυναικεία αρώματα συνήθως βασίζονταν σε απλές μυρωδιές από λουλούδια. Η Coco, όμως, ήθελε κάτι διαφορετικό, κάτι που να μην μυρίζει «ακριβώς σαν λουλούδι», αλλά σαν μια σύνθεση που να αντιπροσωπεύει την πολυπλοκότητα της σύγχρονης γυναίκας. Συνεργάστηκε με τον αρωματοποιό Ernest Beaux, ο οποίος της παρουσίασε δέκα δείγματα αρωμάτων. Η Chanel διάλεξε το πέμπτο δείγμα, εξ ου και το όνομα Chanel No. 5. Ήταν επίσης ο τυχερός της αριθμός, κάτι που την ενθουσίασε ακόμα περισσότερο!
Το 1931, η Σανέλ μισθώθηκε από τον Σάμιουλ Γκόλντγουιν για ένα εκατομμύριο δολάρια για να ντύσει τα αστέρια του, συμπεριλαμβανομένων των Κάθριν Χέπμπορν, Γκρέις Κέλι, Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Γκλόρια Σουάνσον. Αυτό διήρκεσε λίγο, εντούτοις, διότι πολλές στάρλετ της εποχής αρνήθηκαν τις υπηρεσίες της. Αργότερα εκείνη τη δεκαετία, πίσω στη γενέτειρά της, η Σανέλ σχεδίασε και ανέπτυξε μια σειρά κοσμημάτων που εμπνεύστηκε από το «Αρ Ντεκό» κίνημα της τέχνης της δεκαετίας του 1930.
Ο Αμερικανός βιογράφος της, δημοσιογράφος Φρανς Βον που ζει στη Γαλλία υποστηρίζει ότι χρησιμοποίησε πληθώρα υλικού των γαλλικών, των βρετανικών, των γερμανικών και των αμερικανικών αρχείων που αναφέρουν ότι η Σανέλ ήταν πράκτορας των Γερμανών ναζί.
Στο βιβλίο του με τίτλο Στο κρεβάτι με τον εχθρό, ο μυστικός πόλεμος της Κοκό Σανέλ, γράφει ότι το 1940, σε ηλικία 57 ετών, η Κοκό Σανέλ στρατολογήθηκε από την Άμπβερ, τις μυστικές υπηρεσίες του γερμανικού στρατιωτικού επιτελείου, για να γίνει ο πράκτορας F-7124, κωδική ονομασία του Γουέστμινστερ, του ονόματος του πρώην εραστή και φίλου της του δούκα του Γουέστμινστερ.
Το 1954, η επιστροφή της την αποκατέστησε στην κορυφή της υψηλής ραπτικής. Η Σανέλ αποφάσισε να βελτιώσει τα σχεδία της δεκαετίας του 1930. Ο φυσικός, casual ιματισμός της, συμπεριλαμβανομένου του κοστουμιού Σανέλ, για άλλη μια φορά τράβηξε την προσοχή – και τα πορτοφόλια – των γυναικών. Εισήγαγε τα μεσάτα σακάκια και τα παντελόνια καμπάνα για τις γυναίκες. Μερικοί λένε ότι η δημοτικότητα του «new look» του Ντιόρ αηδίασε την Σανέλ και της έδωσε την έμπνευσή που ήταν από καιρό μουδιασμένη. Άλλη μια φορά, τα σχέδια Σανέλ άκμασαν και πλέον αγκαλιάστηκε από τις στάρλετ του Χόλιγουντ. Στην πραγματικότητα, η Σανέλ ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του 1960 εργαζόμενη για τα διάφορα στούντιο του Χόλιγουντ, ντύνοντας σταρς όπως η Όντρεϊ Χέπμπορν και η Αν Μπάξτερ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα σχέδια της έγιναν πολύ δημοφιλή, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκτός από τη δουλειά της στην υψηλή ραπτική, σχεδίασε επίσης κοστούμια για θεατρικά, όπως την Αντιγόνη του Κοκτώ (1923) και το Οιδίπους τύραννος (1937), όπως επίσης και κοστούμια ταινιών, συμπεριλαμβανομένου του La Regle de Jeu του Ζαν Ρενουάρ. Η Κάθριν Χέπμπορν πρωταγωνίστησε το 1969 στο Μπρόντγουεϊ στο μιούζικαλ Κοκό, που ήταν βασισμένο στη ζωή της Κοκό Σανέλ.
Πέθανε μόνη, στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 10 Ιανουαρίου 1971. Πριν από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή μια βραδινή τουαλέτα της στοίχιζε τουλάχιστον $12.000.
——–————————————————
https://www.aromafactory.gr | https://www.in.gr/ | https://el.wikipedia.org/
Επιμέλεια Λ.Τ.
Πηγή: