Οι καπνεργάτες κινήθηκαν προς τα εμπρός
και «εσήλασαν εις τον σταθμόν» όπου ξεκίνησε μια μάχη,
η οποία κράτησε περίπου μία ώρα, με τους στρατιώτες
να χρησιμοποιούν τους υποκόπανους των όπλων τους
Όταν έγινε γνωστό, ότι οι καπνέμποροι ετοιμάζονται, για άλλη μια φορά μέσα σε λίγες μέρες, να εξαγάγουν «ανεπεξέργαστα» καπνά[1], οι καπνεργάτες του Αγρινίου παράτησαν τη δουλειά τους στις αποθήκες και συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της Αγοράς (μετέπειτα πλατεία Στράτου και σήμερα Πλατεία Ειρήνης) της πόλης του Αγρινίου, για να διαμαρτυρηθούν και να εκφράσουν την αντίστασή τους στην εφαρμογή του «αντικαπνικού» νόμου, όπως τον χαρακτήριζαν, ο οποίος επέτρεπε στους καπνεμπόρους να εξάγουν καπνά, χωρίς αυτά πριν να έχουν υποστεί την παραδοσιακή επεξεργασία, η οποία εξασφάλιζε θέσεις εργασίας και μεροκάματο.
Στη συγκέντρωση αυτή, όπως αναφέρει ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ[2], πήραν μέρος πάνω από τέσσερις χιλιάδες (4.000) καπνεργάτες (το ΣΚΡΙΠ κάνει λόγω για πάνω από 2.000)[3], αλλά και επαγγελματίες της πόλης, οι οποίοι έκλεισαν τα μαγαζιά τους σε ένδειξη συμπαράστασης.
Οι συγκεντρωμένοι μαζεύτηκαν μπροστά στο ξενοδοχείο του Λαζαράτου, από τον εξώστη του οποίου μίλησαν προς του συγκεντρωμένους. Πρώτος ομιλητής ήταν ο καπνεργάτης Ζήσης[4], ο οποίος καυτηρίασε την αδιαφορία της Κυβέρνησης[5] και της Βουλής για όσα αφορούν στη βελτίωση της ζωής των καπνεργατών και επιτέθηκε εναντίων των καπνεμπόρων, οι οποίοι επιχειρούσαν με τη μέθοδο του κοινωνικού αυτοματισμού να στρέψουν τους καπνοπαραγωγούς και τους επαγγελματίες εναντίον τους. Αυτή η αποστροφή του λόγου του είχε ως αφορμή την τοποθέτηση του βουλευτή του νομού, Δημήτρη Κατσάνου, ο οποίος μιλώντας στη συνεδρίαση της Βουλής, μία μέρα μετά την προηγούμενη δυναμική κινητοποίηση της 24ης Φεβρουαρίου (δες την παραπομπή με αρ. 1), είπε ότι οι καπνεργάτες του Αγρινίου εμπόδισαν τη φόρτωση καπνών που θα μεταφέρονταν στο Βόλο, «εκφορτώσαντες τα βαγόνια βιαίως και επενεγκόντες ζημίας». Ζήτησε επίσης να ενισχυθεί η τοπική διοίκηση της χωροφυλακής, «διά να επιβληθή το κράτος του νόμου και προστατευθούν αι περιουσίαι του κόσμου»[6].
Στη συνέχεια εκ μέρους του Σωματείου Καπνεργατών, μίλησε ο Ντούβας[7], ανέλυσε το πρόβλημα των ανεπεξέργαστων καπνών και πρότεινε στους συγκεντρωμένους εργάτες τη λήψη ψηφίσματος, το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Επ’ αγγελία εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών, οι καπνεργάτες Αγρινίου, εγκαταλείψαντες σήμερον τας εργασίας των και σύσσωμος ο εμπορικός και επαγγελματικός κόσμος κλείσας τα καταστήματα αυτού, συνεκεντρώθησαν την 11ην πρωινήν εις την κεντρικήν πλατείαν. Λαβόντες δε υπ’ όψιν την μη εισέτι επίλυσιν του αντικαπνικού νόμου, ότι η εκκρεμότης και η εξακολούθησις της εξαγωγής των ανεπεξέργαστων καταστρέφει τους καπνεργάτας και τους επαγγελματίας, ψηφίζουν: Εκφράζεται η θέλησις των καπνεργατών, των επαγγελματιών και των εμπόρων να αγωνισθούν εναντίον του καπνικού νόμου και ζητούν τον άμεσον σχηματισμόν κοινοβουλευτικής επιτροπής με συμμετοχή των καπνοπαραγωγών και των καπνεργατών προς τροποποίησιν του αντικαπνικού νόμου, σύμφωνα με τας υποδείξεις της Ομοσπονδίας των Καπνεργατών. Την ευθύνην της παρελκύσεως του ζητήματος και των συνεπειών των συμβησομένων θέλει φέρη η Κυβέρνησις. Εκλέγεται δε επιτροπή προς επίδοσιν του ψηφίσματος εκ των Γ. Παλιούρα, Δημ. Λαζαράτου, εμπόρων, Α. Τζάνη, παντοπώλου, προέδρου οινοπαραγωγών, Χρ. Γραμμένου, εμπορορράπτου, Π. Αναστασίου, υποδηματοποιού, Λ. Παγώνη, Κων. Δέμα και Δήμ. Μάτση, καπνεργατών».
Την ώρα που εγκρίνονταν το ψήφισμα άρχισε να κυκλοφορεί η πληροφορία ότι οι καπνέμποροι φορτώνουν ανεπεξέργαστα καπνά στο τρένο και όλοι οι συγκεντρωμένοι «με ορμή χειμάρρου» έτρεξαν προς το σιδηροδρομικό, σταθμό έξω από τον οποίο υπήρχε ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Μόλις οι καπνεργάτες είδαν τους στρατιώτες άρχισαν να αποδοκιμάζουν τη στρατοκρατία με το σύνθημα: «Κάτω η στρατοκρατία». Επίσης ακούγονταν από όλους τα συνθήματα: «Θέλουμε δουλειά, θέλουμε ψωμί». «Κάτω ο αντικαπνικός νόμος».
Οι καπνεργάτες κινήθηκαν προς τα εμπρός και «εσήλασαν εις τον σταθμόν» όπου ξεκίνησε μια μάχη με όλη τη σημασία της λέξης, η οποία κράτησε περίπου μία ώρα, με τους στρατιώτες να χρησιμοποιούν τους υποκόπανους των όπλων τους.
Τελικά «οι αρχές» αναγκάσθηκαν να αδειάσουν τα βαγόνια από τα δέματα των καπνών, τα οποία φορτώθηκαν οι εργάτες στις πλάτες τους και τα μετέφεραν στην αποθήκη του σταθμού με τη ρητή υπόσχεση των «αρχών» να μην επιτρέψουν για κανένα λόγο τη φόρτωσή τους. Στη συνέχεια οι καπνεργάτες σχημάτισαν ογκώδη διαδήλωση, η οποία κατευθύνθηκε πίσω στην κεντρική πλατεία της πόλης και όταν η διαδήλωση πέρασε μπροστά από το σπίτι του Δημάρχου Αντρέα Παναγόπουλου, στο Σιντριβάνι[8], οι διαδηλωτές ξέσπασαν σε αποδοκιμασίες εναντίον του.
Με την επιστροφή στην πλατεία, ο Ντούβας, απευθύνθηκε πάλι στους συγκεντρωμένους, συγχαίροντας τους καπνεργάτες για την αποφασιστικότητα και την πειθαρχία που επέδειξαν και τόνισε ότι με την ίδια πειθαρχία πρέπει να εξακολουθήσουν τον αγώνα.
Στο σημείο αυτό η συγκέντρωση διαλύθηκε ήσυχα, αλλά οι καπνεργάτες δεν ξαναγύρισαν στις αποθήκες, αφού η βάρδια είχε τελειώσει.
Το βράδυ της ίδιας μέρας ο φιλοβασιλικός Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Ζαΐμη, Παναγής Τσαλδάρης, είπε στους δημοσιογράφους ότι σύμφωνα με έγκαιρες πληροφορίες υπήρχε οργανωμένη κομμουνιστική κίνηση με στόχο τη δημιουργία αναταραχής, αφού ένα μέρος από τους καπνεργάτες που συμμετείχαν στις «σκηνές» του Αγρινίου «διάκειται ευμενώς προς την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν και το άλλο παρασύρεται ενίοτε υπό των κομμουνιστών χάρις εις την τελείαν οργάνωσιν αυτών, αφ’ ετέρου δε εις την επιδεικνυομένην επιτηδειότητα, όπως υποστηρίξουν τα καθαρά εργατικά ζητήματα. Ο Τσαλδάρης πρόσθεσε επίσης «ότι η Κυβέρνησις μελετά την λήψιν σειράς μέτρων, διά να περιορισθούν οι κομμουνισταί οι δρώντες υπό την επίδρασιν αναρχικών ιδεών». Για το λόγο αυτό έστειλε εκτενείς τηλεγραφικές οδηγίες προς τον Εισαγγελέα και το Διοικητή της χωροφυλακής Αγρινίου, όπως με κάθε τρόπο διευκολυνθεί η εξαγωγή των καπνών.
Την ίδια μέρα όμως, ο Εμπορικός Σύλλογος της πόλης, όπως αναφέρει το ΣΚΡΙΠ[9], αφού συνεδρίασε, διέψευσε το ψήφισμα που στάλθηκε στην κυβέρνηση από τους καπνεργάτες, αφού με ανακοίνωσή του, παραδέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι καπνεργάτες δεν σεβάστηκαν την υπόσχεση του Διοικητικού τους Συμβουλίου «περί μη επαναλήψεως των σκηνών», διαμαρτυρήθηκε στη Κυβέρνηση για τη διασάλευση της τάξης και ζήτησε την επιβολή του Κράτους και του νόμου. Ανέφερε επίσης «ότι τα καταστήματα έκλεισαν εκ του φόβου των ταραχών και όχι εις ένδειξιν συμμετοχής των επαγγελματιών» στο συλλαλητήριο.
Παρόμοιες διαμαρτυρίες, έστειλαν και οι Γεωργικοί Συνεταιρισμοί του Αγρινίου, Μουσταφουλίου, Παπαδατών και το Σωματείο Κοινοφελών έργων Μακρυνείας, στο οποίο συμμετέιχαν 14 Κοινότητες.