.
Είναι μια ιστορία
Καλικάντζαροι | Τα δαιμόνια του λαού
Η λαϊκή φαντασία τους θέλει δύσμορφους και σιχαμερούς,
με μακριά αχτένιστα μαλλιά και σουβλερά νύχια, τερατόμορφους,
με το ένα χέρι μικρό και το άλλο τεράστιο ή με ένα πόδι ζώου.
Επιμέλεια: Λ.Τ.
Η λαϊκή φαντασία τους θέλει δύσμορφους και σιχαμερούς, με μακριά αχτένιστα μαλλιά και σουβλερά νύχια, τερατόμορφους, με το ένα χέρι μικρό και το άλλο τεράστιο ή με ένα πόδι ζώου.
Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, ήταν άνθρωποι, «που από την κακή τους μοίρα γίνανε καλλικάντζαροι», ή «γιατί έτυχε να γεννηθούν το Δωδεκαήμερο» (γι’ αυτό οι γυναίκες δεν πρέπει να συλλαμβάνουν ή να γεννούν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου), ή «γιατί ο παπάς δεν διάβασε σωστά τα γράμματα της βάφτισής τους» (Σίφνος), ή «γιατί πέθαναν τα Χριστούγεννα» ή «γιατί σκοτώθηκαν μοναχοί τους», ή γιατί «ο φύλακας άγγελός τους είναι ελαφρός» και επομένως αδυνατεί να τους προστατεύσει από τα κακά δαιμόνια.
Οι καλικάντζαροι κάθονται όλο το χρόνο στα έγκατα της Γης (στον «Κάτω Κόσμο» και τον «Άδη») και με τσεκούρια προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που την κρατάει ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή με τα δόντια τους κατατρώγουν τους στύλους που κρατάνε τη Γη. Και όταν η Γη κοντεύει να πέσει, ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο την παραμονή των Χριστουγέννων για να μην τους πλακώσει και αρχίζουν να κάνουν τον βίο των ανθρώπων αβίωτο. Όμως ο Χριστός, που εν τω μεταξύ έχει γεννηθεί, ξαναφτιάχνει το δέντρο και όταν οι καλικάντζαροι διωγμένοι από τον αγιασμό των υδάτων επιστρέφουν στα έγκατα της Γης αρχίζουν και πάλι από την αρχή.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, (“μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» – (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου. Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια και κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.
Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στην Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στην παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) την παραμονή των Χριστουγέννων, (στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού. Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δέντρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δέντρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.
Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου οι καλικάντζαροι παραμονεύουν να βρουν πόρτα ανοιχτή, ή καμιά τρύπα ή καμινάδα σβηστή, για να χωθούν στα σπίτια. Τότε ανακατεύουν τα πράγματα, μαγαρίζουν τις τροφές και χορεύουν έξαλλα, καθότι δεινοί χορευτές. Παρότι η τροφή τους αποτελείται από σαύρες, φίδια, βατράχους, σκουλήκια και ποντικούς, δεν λένε όχι στα σπιτικά εδέσματα, όπως στα λουκάνικα και τις τηγανίτες.
Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
- Πράξεις χριστιανικής λατρείας:
α) Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού.
β) Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα την παραμονή των Φώτων. - Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
- Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί (“τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά” Τριφυλία).
- Την παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου, και μετά τους πνίγουν μέχρι θανάτου.
Οι καλικάντζαροι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι στην ύπαιθρο, όπου συλλαμβάνουν διαβάτες και χορεύουν μαζί τους μέχρι τελικής πτώσεως. Παραμονεύουν προπαντός στις ρεματιές κοντά στους δρόμους που οδηγούν σε μύλους. Για να μπουν στους μύλους κάνουν διάφορα τεχνάσματα. Κόβουν π.χ. το νερό του αυλακιού. Ο μυλωνάς όμως, που ξέρει, προτιμά να καθυστερήσει και περιμένει ως που να λαλήσει ο τρίτος πετεινός, γιατί τότε οι καλικάντζαροι αναγκάζονται να κρυφτούν. Αν πέσει στα χέρια τους άνθρωπος μπορεί να τους ξεγελάσει λέγοντάς τους ιστορίες και παραμύθια γιατί οι καλικάντζαροι είναι από αφελείς έως πολύ κουτοί.
Οι καλικάντζαροι φεύγουν για τον Κάτω Κόσμο την παραμονή των Φώτων, με τον πρώτο αγιασμό των υδάτων (Πρωτάγιαση). Κατά την αναχώρησή τους τραγουδούν σκωπτικά άσματα, στα οποία όμως διακρίνεται ο τρόμος τους:
«Φεύγετε να φεύγωμε | τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του | και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε | και μας, μας εκατέκαψε!»
(ή «και θα μας μαγαρίσει»)
Από την παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με υπαίθριες φωτιές.