Ἐν Ἀγρινίῳ τῇ 26 Μαρτίου

Καλεντάρι της 26ης Μαρτίου

1926: Δολοφονία Επαμεινώνδα Παναγόπουλου

26 Μαρτίου 1900

Η είδηση στο ΕΜΠΡΟΣ εκείνης της ημέρας, που αφορούσε την περιοχή μας, είχε ως ακολούθως: «(Ιδιαίτερον τηλεγράφημα του “Εμπρός”. Αγρίνιον 27 Μαρτίου – Χθές το απόγευμα ο Γεώργιος Σχισμένος, εικοσιτετραετής, φύση αιμοχαρής, εφόνευσε αγρίως εντός του καταστήματός του τον ευυπόληπτον έμπορον  Επαμεινώνδα Παναγόπουλον. Αιτία του φόνου είναι όπως κορέση άγρια ένστικτα ή διεκδικήση τον τίτλον του φονέως. Η πόλις είναι ανάστατος προ της απελπιστικής αυτής καταστάσεως. Κακούργος συλληφθείς με ασύγγνωστον απάθειαν αρνείται την πράξιν του προσποιούμενος τον τρελλόν».

Με αυτόν τον τρόπο ανακοινώθηκε ο θάνατος του Επαμεινώνδα Παναγόπουλου από τον καθημερινό τύπο της εποχής.

Ο Νώντας (Επαμεινώνδας) Παναγόπουλος μαζί με τον θείο του Αναστάση[1] και το πρωτότοκο γιό του τελευταίου, Αντρέα, διατηρούσαν στην πόλη του Αγρινίου ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά καταστήματα της περιοχής, στο οποίο μπορούσε κανείς να βρει όλα τα βασικά εμπορεύματα (υφάσματα, σιτηρά, καπνά, λάδια, μαλλιά αιγοπροβάτων κ.ά.), που είχε ανάγκη η αγορά της ευρύτερης περιοχής και όχι μόνο. Μετά το θάνατο του Αναστάση, στα τέλη του 1898, το κατάστημα πέρασε στα χέρια του Νώντα και του Αντρέα, και παρά το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης άρχισε να συρρικνώνεται (κυρίως τα εγχώρια προϊόντα, πλην του καπνού που ήταν το πιο κερδοφόρο εμπόριο εκείνων των χρόνων), το εμπορικό εξακολούθησε να διατηρεί τη θέση του στην αγορά.

Εκείνο το απόγευμα της 26ηςΜαρτίου, ο Νώντας βρισκόταν μαζί με τον ξάδερφό του Αντρέα στο εσωτερικό του μαγαζιού τους. Ο Γιώργος Σχισμένος, γνωστός «παλικαράς» και «κουτσαβάκι» της πόλης, μπήκε στο εμπορικό και ζήτησε έναν πήχυ πανί από τον υπάλληλο, ο οποίος τον εξυπηρέτησε αμέσως. Ξαφνικά, και ενώ ο Σχισμένος ετοιμαζόταν να φύγει, στράφηκε προς το Νώντα και του ζήτησε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο του. Όταν αυτός σηκώθηκε να του ανάψει το τσιγάρο, ο Σχισμένος τράβηξε απότομα ένα ρεβόλβερ και τον πυροβόλησε στο μέτωπο, πάνω ακριβώς από το αριστερό του μάτι. Στη συνέχεια έστρεψε την κάννη του όπλου του και κατά του Αντρέα, ο οποίος πρόλαβε και κρύφτηκε. Οι υπόλοιποι που εκείνοι την ώρα βρισκόταν στο μαγαζί «έπεσαν» πάνω στον Σχισμένο και τον συνέλαβαν.

Η κηδεία έγινε την επομένη, 27 Μαρτίου 1900, και «υπήρξεν επιβλητικότατη, καθόσον ο ατυχής Παναγόπουλος κατείχεν ζηλευτήν θέσιν εν τω εμπορίω Αγρινίου»[2].

Ο άγριος και ασυνήθιστος αυτός φόνος, που διαπράχθηκε στο κέντρο της αγοράς, τάραξε όλη τη φιλήσυχη κοινωνία της πόλης, αφού «εκτός των αιμοχαρών τάσεων υφ’ ων ενεπνέετο ο ρηθείς θρασύδειλος φονεύς»[3], ήταν και η ασύστολη οπλοφορία, που έδινε το δικαίωμα στο καθένα «κουτσαβάκι», να τραβάει για ψύλλου πήδημα το κουμπούρι και να σκοτώνει όποιον του «έκανε κέφι», σύμφωνα και με τον Βαγγέλη Παπαστράτο, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε στο εμπορικό του δολοφονημένου.

Γράφει ο Παπαστράτος: «Δυστυχώς ύστερα από ένα χρόνο περίπου (αναφέρεται στο διάστημα που είχε περάσει από τον θάνατο του Αναστάση), τον Επαμεινώνδα Παναγόπουλο τον σκότωσε μέσα στο κατάστημά του ένας πελάτης μεθυσμένος, ψευτοπαλληκαράς απ’ αυτούς που συνήθιζαν τότε να οπλοφορούν ελεύθερα με μαχαίρια και κουμπούρια και που για το ψυλλοπήδημα, όταν νόμιζαν πως κάποιος τους μίλησε άσχημα ή τους πρόσβαλε τάχα το φιλότιμο, τραβούσαν απ’ το σελάχι το μαχαίρι ή το κουμπούρι και σκότωναν τον κόσμο άδικα. Είχαν πάντα την ελπίδα πως με τα πολιτικά μέσα που διέθεταν, θα κατόρθωναν να ξεφύγουν την τιμωρία, γιατί οι πολιτικοί εκείνη την εποχή φρόντιζαν να κολακεύουν όλα τα κακοποιά στοιχεία που τρομοκρατώντας τον κοσμάκη έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις εκλογές. Αυτός που σκότωσε τον Παναγόπουλο καταδικάστηκε σε 17 χρόνια φυλακή. Δεν ξέρω πόσα έκανε»[4]

Η δολοφονία αυτή έφερε και πάλι στην επιφάνεια, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, το έλλειμμα αστυνόμευσης της πόλης, αφού, όπως έγραψε ο «Νεολόγος των Πατρών»:

«[…] η επάρατος και ασύστολος ενταύθα πληροφορία οφειλομένη  εις την έλλεψιν σοβαράς επιτηρήσεως και μερίμνης εκ μέρους των Αστυνομικών αρχών μας, γνωστού όντως, ότι εκπροσωπούνται αύται υπό… 6 Αστυφυλάκων και 2 Αστυνόμων, οίτινες, ευλόγως και εις τον περιορισμόν του κακού τούτου καθίστανται ανεπαρκείς, καθώς και εις άλλας μείζονος σπουδαιότητος και σημασίας πληγάς αίτινες μαστίζουσι τον δυστυχή τούτον τόπον μεθ’ όλην την αγαθήν διάθεσιν αυτών, και την ευθύνην συνεπώς τούτων, ως και του φόνου του ατυχούς Παναγοπούλου, φέρει ακεραίαν η κυβέρνησις, ήτις ως μη ώφειλε, αφίνει σχεδόν αφρούρητον πολυπληθή πόλιν από διετίας».

 

1.Ο Αναστάσιος Παναγόπουλος: Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα γύρω στο 1830 και μετανάστευσε στο Αγρίνιο, άγνωστο πότε, σε πολύ μικρή ηλικία. Παντρεύτηκε την Σπυριδούλα Κ. Αντωνοπούλου και απέκτησε μαζί της εννέα παιδιά· τέσσερα αγόρια (κατά σειρά εμφάνισης, από αριστερά προς τα δεξιά, στη φωτογραφία της ανάρτησης (Μενέλαος, Αχιλλέας, Αντρέας, Κωνσταντίνος) και πέντε κορίτσια (Τασσία, Γεωργία, Κατίνα, Ιουλία και Ερασμία). Η τελευταία, η Ερασμία ήταν η μητέρα της Μαρίας Δημάδη. | 2. Νεολόγος Πατρών, Τετάρτη, 29/3/1900, Έτος ΣΤ΄, Αρ. Φύλ. 2050, σελ. 2. | 3.Νεολόγος Πατρών, Παρασκευή, 31/3/1900, Έτος ΣΤ΄, Αρ. Φύλ. 2052, σελ. 3. | 4. Ευάγγελος Α. Παπαστράτος, Η δουλειά κι ο κόπος της, Εκδόσεις Gema, Ιούλιος 2012, σελ. 66
ς
Φωτογραφία ανάρτησης: Οι αδελφοί Παναγόπουλοι
Έρευνα – Κείμενα: Λ. Τηλιγάδας
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Ημερολόγιο Αγρινίου