Ανασκαφή Αρχαίου Αγρινίου – Το πεδίον

Την ύπαρξιν του αρχαίου Αγρίνιου
μανθάνομεν κατά πρώτον από τον Πολύβιον

 

του Ιωάννου Μηλιάδη*

 

Ι

Κατά τo θέρος του 1927 ήρχισε, συνεχισθείσα και κατά το 1928, η ανασκαφή του αρχαίου Αγρίνιου διά χρημάτων προερχόμενων κατά το ήμισυ εκ χορηγήσεως του Δήμου Αγρίνιου και κατά το ήμισυ εκ δωρεάς των εξ Αγρίνιου μεγαλεμπόρων αδελφών ΓΙαπαστράτων προς την Αρχαιολογικήν Εταιρείαν. Προς αμφότερα τα μέρη, τον κ. Δήμαρχον και το Δημοτικόν Συμβούλιον Αγρίνιου και προς τούς αδελφούς Παπαστράτους οφείλονται θερμαί ευχαριστίαι δια την πρόθυμον γενναιοδωρίαν των και δια την στοργήν με την οποίαν περιέβαλον επιστημονικήν εργασίαν αφορώσαν την πατρίδα των, της οποίας η αγάπη εκράτυνε τον ζήλον των.

Την ύπαρξιν του αρχαίου Αγρίνιου μανθάνομεν κατά πρώτον από τον Πολύβιον, όστις έν V. 7.7. απλώς κατονομάζει την πόλιν διαγράφων την πορείαν του Φιλίππου Ε’ από Λιμναίας (Κραβασαρά) εις Θέρμον.

Και άνευ όμως της μαρτυρίας ταύτης – τοπογραφικώς πολυτίμου – θα ηδυνάμεθα να την εικάσωμεν αποβλέποντες εις επιγραφικά τινά ευρήματα του Θέρμου. Από την δευτέραν όμως κυρίως και τελευταίαν μαρτυρίαν, την οποίαν έχομεν από αρχαίον συγγραφέα, τον Διόδωρον έν XIX, 67,4, δυνάμεθα να συλλάβωμεν ιδέαν τινά περί της σημασίας της πόλεως και να πληροφορηθώμεν περί μιας ιστορικής περιπετείας της και ενός τραγικού περιστατικού, το όποιον εξετυλίχθη υπό τα τείχη της.

Κατά ταύτα το Αγρίνιον πρέπει να ήτο πόλις οπωσδήποτε αξιόλογος μεταξύ των γειτονικών και ιδίως φρούριον σεβαστόν, καθώς δε ήτο μάλλον προς τον Αχελώον προκεχωρημένη των δυτικών αιτωλικών πόλεων, δεν ήτο δυνατόν να μη προσλάβη ιδιαιτέραν σημασίαν ιδίως κατά το τέλος του 4ου και τον 3ον αιώνα, οπότε αι αντιζηλίαι και αι διαμάχαι των λαών των χωριζομένων διά του Αχελώου, Ακαρνάνων και Αιτωλών, ήσαν εις οξύ σημείον. Το Αγρίνιον ήτο κατά τινά τρόπον έρεισμα των Αιτωλών κατά των Ακαρνάνων και οι τελευταίοι ούτοι — καθώς υποδηλοί ο Διόδωρος — έκαμον σκόπιμον και αναγκαίαν επιχείρησην καταλαβόντες αυτό (από του 321 π. X.) εις αντιστάθμισμα της υπό των Αιτωλών κατοχής των Οινιαδών. Πρόκειται περί της στρατιωτικής τακτικής της ενσφηνώσεως εις ξένα εδάφη, ώστε να παραλύεται η κίνησις του αντιπάλου. Αλλά και οι Αιτωλοί κατείδον τον κίνδυνον και έσπευσαν να ανακαταλάβουν το σημαντικόν Αγρίνιον. Πόση δε ήτο αγανάκτησις των φαίνεται εκ τούτου, ότι επιόρκως κατέσφαξαν την έξερχομένην Ακαρνανικήν φρουράν.

Αυτό είναι παν ό,τι γνωρίζομεν από τούς συγγραφείς– άλλα δια τους νεωτέρους ερευνητάς της αιτωλικής τοπογραφίας εγεννήθη το ζήτημα της τοποθετήσεως της αρχαίας πόλεως ή, μάλλον, της ταυτίσεως ταύτης προς τινά των γνωστών εις τα μέρη εκείνα ερειπίων.

Πρώτος ο Bazin (Missions Scient. II, 1, 314) ταυτίζει το Αγρίνιον προς τα ερείπια κάστρου παρά το χωρίον Σπολάϊτα, έπί ορεινού τόπου κειμένου αρκετά χιλιόμετρα προς Β. του σημερινού Αγρίνιου και έναντι σχεδόν της Στρατού, ανατολικώς βεβαίως τού Αχελώου. Τούτον ακολουθεί και ο Woodhouse (Aetolia, 169 κ. έξ.) φρονών ότι ουδεμία αμφιβολία δύναται να ύπαρξη διά την ταύτισιν ταύτην. Είναι πρόδηλος επίμονος επιθυμία των ερευνητών — εύλογος άλλωστε — να στηριχθούν εις τας μνημειακάς ενδείξεις. Εν τούτοις η προσκόλλησις αύτη απεδείχθη ότι δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική. Δεν λαμβάνεται ενίοτε υπ’ όψει ότι πολλαί δευτερεύουσαι πόλεις, όπως και εις την προκειμένην περίστασιν, δυνατόν να κατεστράφησαν εντελώς χωρίς αφήσουν υπέρ την επιφάνειαν της γης ούτε ίχνος μνημείου ως μαρτυρικήν κραυγήν της υπάρξεως των, ενώ, εξ άλλου, δυνατόν υπάρχοντα ερείπια  ανήκουν  εις άγνωστα πολίσματα, των οποίων δεν διεσώθησαν τα ονόματα.

Ούτω F. Noack (Arch. Anz. 1916, 220,3) αμφισβητεί την ταύτισιν Σπολάιτας-Αγρίνιου δια την μικρότητα του τείχους εκείνου, μόλις 4 σταδίων και ισχυρά αύτη αμφισβήτησις φέρει εις σοβαράς σκέψεις καί οξυτάτας παρατηρήσεις τον ημέτερον ερευνητήν της Αιτωλίας, τέως έφορον της περιφέρειας ταύτης, καθηγητήν Ρωμαΐον (Α. Δ. 1922 – 25 σ. 7 παρ. ), όστις το τείχος τής Σπολάϊτας, καθώς και άλλα τινά κατά τα μέρη εκείνα, δέχεται ως ακριτικά φρούρια της περιοχής του αρχαίου Αγρίνιου, του οποίου όμως τήν θέσιν δεν ηδύνατο και αυτός, φυσικά, επακριβώς νά ορίση εφόσον τα σήμερον ανασκαπτόμενα ερείπια ήσαν αφανή και άγνωστα.

 Χαρακτηριστικόν είναι ότι ο παλαιός Λήκ, αγνοών τα ερείπια της Σπολάιτας, όσον και τά σήμερον ανασκαπτόμενα και στηριζόμενος εις τούς σοβαρούς συλλογισμούς του μόνον και την γενικήν παρατήρησιν της χώρας, ετοποθέτησε το Αγρίνιον (North. Gr. I, 155) εις πεδινόν μέρος, κατά τό σημερινόν Ζαπάντι, τόπον ελάχιστα απέχοντα τού σήμερον ανασκαπτομένου. τοποθέτησις αύτη, κρινομένη ως άστοχος υπό του Woodhouse δια το πεδινόν του τόπου, απεδείχθη πλησιεστέρα προς την αλήθειαν νυν, ότε αποτελεσματικωτέρα τύχη έστρεψε και την έρευναν προς το μέρος της σημερινής ανασκαφής.

Το μεγαλύτερον κέρδος το όποιον είχομεν μέχρι σήμερον εκ της ανασκαφής ταύτης είναι κυρίως τοπογραφικόν, διότι ανακάλυψις είς το μέρος τούτο μιας πλήρους πόλεως με τα πυκνά ερείπιά της και με τα τείχη της, τα όποια έχουν περίπου την έκτασιν των τειχών της Καλυδώνος, μάς έξασφαλίζει την τοποθέτησιν εδώ του αρχαίου Αγρίνιου, αv και δεν διεπιστώθη τούτο, δυστυχώς, επιγραφικώς ακόμη. Η ασφαλής δε αυτή τοποθέτησις δεν είναι άμοιρος γενικωτέρας σημασίας δια την τοπογραφίαν της κεντρικής Αιτωλίας. Επί τούτοις οι σημερινοί Αγρινιώται δύνανται να μένουν ήσυχοι ότι δικαίως φέρουν το αρχαίον όνομα και ότι δεν σφετερίζονται ξένην ονομασίαν, όπως συμβαίνει με τον εις Αμφιλοχίαν μετονομασθέντα Κραβασαράν.

Βεβαίως τό πεδινόν της θέσεως του αρχαίου Αγρίνιου ξενίζει κατ’ αρχάς, προκειμένου περί πόλεως πολύ παλαιάς πιθανώς και δη υποκειμένης ευκόλως εις τας ακαρνανικάς επιδρομάς. Αλλά πλέον του εκ των ανθρώπων κίνδυνου έλογίσθη παντοδύναμος οικονομική σημασία του τόπου. Πράγματι πεδιάς του Αγρίνιου, όπου και σήμερον αυξάνεται πλουτοφόρος ξανθή βοτάνη, ήτο ανέκαθεν ευφορωτάτη και εις πλήρη αντίθεσιν προς την λοιπήν ορεινήν Αιτωλίαν, προκαλούσα παλαιόθεν προς αυτήν τον καλλιεργητήν κάτοικον. Ασφαλώς δε θα ήτο πρόξενος αντιζηλιών και θα υπέθαλπε ζωηρούς πόθους διανομής μεταξύ των γειτόνων, αλλά βεβαίως εν αυτή εγκατεστημένος θα εξησφάλιζε δι’ εαυτόν την μερίδα του λέοντος. Αλλ’ αι σκέψεις αίτινες γεννώνται αναφορικώς με την θέσιν της πόλεως, την παλαιότητά της και τούς οικιστάς αυτής, καθώς και τας σχέσεις της προς τας γειτονικός πόλεις προς τας οποίας κυρίως στρέφεται και το φρουριακόν της συγκρότημα, δέον ν’ άναπτυχθώσιν αλλού ανετώτερον και μετά την συμπλήρωσιν της έρευνης της πόλεως και των πέριξ.

 

Δείτε όλες τις δημοσιευμένες ενότητες
στο link που ακολουθεί: ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΗΛΙΑΔΗ

 

Ιωάννης Μηλιάδης: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1895. Γιος του Νικολάου Μηλιάδη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού, και της Καλλιόπης το γένος Κουφογιάννη, σπούδασε στη Φιλοσοφική της Αθήνας, αλλά παρακολούθησε και μαθήματα Νομικής. Έκανε μεταπτυχιακά στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Το 1919 συμμετείχε στην Καλλιτεχνική Συντροφιά, μαζί με τους Τέλλο Αγρα, Δημοσθένη Βουτυρά, Αγγελο Δόξα, Δημήτρη Μυράτ και άλλους. Ήταν δημοτικιστής, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Δημοκρατικής Νεολαίας του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1919 και έγινε Έφορος Αρχαιοτήτων το  1925. Διενήργησε ανασκαφές σε Αγρίνιο, Αμβρακία, Νικόπολη και αλλού. Ήταν διευθυντής του Μουσείου Ακροπόλεως για περίπου είκοσι χρόνια και πρωτεργάτης, μαζί με τους αρχαιολόγους Χρήστο Καρούζο και Σέμνη Παπασπυρίδη-Καρούζου, της σωτηρίας των ελληνικών αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συμμετείχε στο Εθνικό Συμβούλιο ως εθνοσύμβουλος Αθηνών. Θα συλληφθεί στα Δεκεμβριανά και θα σταλεί στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ΕΛΔ και πρόεδρος της επιτροπής της για την επεξεργασία του προγράμματός της. Θα διαφωνήσει με την ΕΛΔ και το 1946 θα ενταχθεί στην «Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Ομάδα» και μετέπειτα στο Κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων. Τη δεκαετία του 1960 διορίστηκε γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο με πρόεδρο τον Γιώργο Θεοτοκά. Πέθανε στην Αθήνα το 1975 από ανακοπή καρδιάς.
Πηγή: Πρακτικά τής ‘Αρχαιολογικής Εταιρείας 1928
Φωτογραφία: Το επί του ανατολικού λόφου, όπισθεν των τειχών οικοδόμημα
Φωτογραφία: Το επί του ανατολικού λόφου, όπισθεν των τειχών οικοδόμημα