.
Η ύδρευση του Αγρινίου στις αρχές του 20ου αιώνα
– του Λευτέρη Τηλιγάδα –
Η ύδρευση της πόλης εκείνη την εποχή γινόταν από συνοικιακά πηγάδια
Δοκιμαστική άντληση νερού από την Ερμίτσα
Ο υδραυλικός μηχανικός Μεταξάς βεβαίωσε ότι μπορεί να αναλάβει
να επιλύσει το πρόβλημα του πόσιμου νερού
Το Αγρίνιο, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ήταν η πιο εμπορική και η πιο πλούσια πόλη του νομού της Αιτωλοακαρνανίας. Παρότι όμως είχε όλα τα πλεονεκτήματα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και της πλούσιας παραγωγής σε δημητριακά, κρασί, καπνό και λάδι του εύφορου κάμπου, που απλωνόταν μπροστά της, εξακολουθούσε να μην είναι ελκυστική, για τους κατοίκους των γύρω φτωχότερων επαρχιών εξαιτίας της κακής ποιότητας του πόσιμου νερού που διέθετε. Η ύδρευση της πόλης εκείνη την εποχή γινόταν ακόμα από συνοικιακά πηγάδια, το νερό των οποίων «δεν πληροί τας συνθήκας της υγιεινής», όπως έγραψε ο περιοδεύων συντάκτης της αθηναϊκής εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 8ης Οκτωβρίου του 1911.
Δεν ήταν όμως μόνο το πόσιμο νερό που έκανε μη ελκυστική την πόλη. Ήταν και η ελονοσία που μάστιζε την πόλη, όχι μόνο εξαιτίας του έλους που βρισκόταν μεταξύ των δύο μεγάλων λιμνών της περιοχής (Λυσιμαχίας και Τριχωνίδας), αλλά και λόγω των ρεμάτων, που διέρχονταν μέσα από αυτή και υποδέχονταν τους βόθρους που χύνονταν σ’ αυτά. Αυτά τα ρέματα από πηγή δροσιάς που ήταν τα παλιότερα χρόνια, μετατρέπονταν κατά τους θερινούς μήνες σε θύλακες κουνουπιών.
Για την επίλυση αυτού του τόσο σημαντικού προβλήματος έγιναν κατά καιρούς από τη σύσταση του Δήμου πάρα πολλές μελέτες και συνεχή πειραματικά έργα από υδραυλικούς, οι οποίοι μετακλήθηκαν για το λόγο αυτό και απορρόφησαν πάρα πολλά χρήματα από το δημοτικό ταμείο χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Όλοι οι δήμαρχοι της πόλης πρωταρχικό και κύριο μέλημά τους είχαν την εξεύρεση ικανής ποσότητας και αρίστης ποιότητας νερού, αλλά όλες οι προσπάθειές τους μέχρι εκείνη τη χρονιά δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα.
Ο Μπέλλος σε όλη την προηγούμενη τετραετία της Δημαρχίας του, με επιμονή και χωρίς να αποθαρρύνεται από τις δαπανηρές πειραματικές εργασίες, τις οποίες είχε επιχειρήσει, δεν είχε καθόλου πτοηθεί από τις μέχρι τότε αποτυχίες και στις 2 Ιουνίου του 1911 έφερε προς συζήτηση στην 9η συνεδρίαση του οργάνου το θέμα «Περί μετακλήσεως του υδραυλικού κ. Μεταξά» όπως έχει στο βιβλίο των πρακτικών εκείνης της χρονικής περιόδου.
Στην εισήγησή του είπε, πως ο υδραυλικός μηχανικός κ. Μεταξάς με επιστολή την οποία του απέστειλε, τον πληροφόρησε ότι μπορεί να αναλάβει να επιλύσει το πρόβλημα του πόσιμου νερού με την προϋπόθεση να αναλάβει ο Δήμος τα έξοδα της μετακίνησής του και της παραμονής τους στην πόλη του Αγρινίου, τα οποία όρισε σε 200 δρχ.
Παρόντα μέλη σε κείνη τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν ο Χρήστος Σουμέλης, ο Νιούτσικος και ο Γ. Σακογιάννης, που ασκούσε και τα καθήκοντα του προέδρου. Με ομόφωνη απόφασή τους οι τρεις παραπάνω ενέκριναν την πίστωση των 200 δρχ, σε βάρος των εσόδων εκείνης της χρονιάς και κατόπιν αυτής ο κ. Μεταξάς ξεκίνησε τις έρευνές του.
Μετά από δύο μήνες περίπου, στις 12 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς το Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούσαν οι Δ. Μπουκογιάννης (πρόεδρος), Π. Νιούτσικος, Κώστας Δημάδης, Γ. Μουστακόπουλος, Μ. Κασάρας, Ι. Σακογιάννης, Χρ. Σουμέλης και Ι.Κουτσονίκας αποφάσισε να διαθέσει πίστωση μέχρι 2.000 δρχ. για να γίνει δοκιμαστική άντληση νερού στη θέση Σπηλιά ή Λογγά κοντά στην όχθη του χειμάρρου Ερμίτσα με όποιον τρόπο υποδείξει ο μετακληθείς υδραυλικός-μηχανικός Μεταξάς.
Δυόμιση μήνες μετά την παραπάνω συνεδρίαση, η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, η οποία εκδιδόταν στην Αθήνα από το Δ. Καλαποθάκη έγραφε για το γεγονός αυτό: «Αι εν τη θέση ταύτη γενόμεναι δοκιμαστικαί εργασίαι διά την ανεύρεσιν ύδατος επί τη βάσει των υπό του υδραυλικού κ. Σούλη, επίτηδες μετακληθέντος, γενομένων μελετών εστέφθησαν υπό πλήρους επιτυχίας. Η σκαπάνη του εργάτου έφερεν εις το φως αρκετήν ποσότητα διαυγούς και αρίστης ποιότητας ύδατος όπερ προωρίσται να καταστήση εύδαιμον το Αγρίνιον και απαλλάξη τούτο εκ των μαστιζόντων τους κατοίκους του ελωδών πυρετών. Εκ της επί τόπου μεταβάσεως του τέως Νομάρχου Αιτωλοακαρνανίας κ. Δασίου, του νομομηχανικού κ. Σχινά και του μηχανικού κ. Μεταξά και της παρά τούτων γενομένης καταμετρήσεως της ποσότητας του ύδατος εβεβαιώθη επισήμως ότι τούτο ανέρχεται εις επτά οκάδας και είναι αρίστης ποιότητας. Αι εργασίαι αύται εξακολουθούν υπό την επίβλεψιν του μηχανικού Τριχωνίας κ. Παναγιωτόπουλου. Η όλη δαπάνη της εγκαταστάσεως και διοχευτεύσεως εις την πόλιν του ύδατος τούτου θα υπερβεί τας 320.000 κατά τας σχετικάς μελέτας του κ. Σούλη, το ποσό δε τούτον θα εξευρεθή διά συνάψεως δανείου διά την εξασφάλισιν του οποίου θα διατεθεί ορισμένη πρόσοδος εκ του Δημοτικού προϋπολογισμού». [1]
Στο σημείο αυτό αξίζει, να δούμε και μία άλλη παράμετρο, η οποία είχε άμεση σχέση με την επίλυση του προβλήματος της ποσότητας και της καθαρότητας του νερού, που έπρεπε να διαθέτει η πόλη.
Από την άνοιξη του 1911 υπήρχε η πρόθεση από το τότε υπουργείο στρατιωτικών να εγκαταστήσει στην περιοχή του Αγρινίου μια ολόκληρη μοίρα πυροβολικού την οποία αποτελούσαν τρεις πυροβολαρχίες με τον ανάλογο αριθμό αντρών και ίππων. Την εγκατάσταση αυτή τα δημοσιεύματα στον αθηναϊκό τύπο της εποχής δεν την «έβλεπαν με καλό μάτι», γιατί πέρα από τα άλλα προβλήματα, τα οποία διέβλεπαν σε αυτή επιχειρηματολογούσαν εναντίον της και με την πραγματικότητα της μικρής ποσότητας και κακής ποιότητας του πόσιμου νερού που η περιοχή διέθετε.
Στις 30 Μαΐου του 1911 ο στρατηγός της γαλλικής αποστολής στη χώρα Εϋντού με το επιτελείο του, το οποίο αποτελούνταν από το Μέραρχο Δαμιανό και το λοχαγό κ. Σπυράκη, έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αγρινίου ερχόμενος από το Μεσολόγγι και κατευθυνόμενος στην Άρτα, για να επιθεωρήσει τα φυλάκια των συνόρων και τα στρατεύματα, τα οποία βρίσκονταν στα σύνορα.
Εκτός από το επιτελείο του μαζί του έφτασε στο Αγρίνιο και ο αντισυνταγματάρχης Καμπάνης, καθώς επίσης και ο διευθυντής των Σιδηροδρόμων Βορειοδυτικής Ελλάδας Οικονόμου. Η Δημοτική Αρχή της πόλης μετά τα παραπάνω δημοσιεύματα του Απριλίου, καθώς και το σύνολο της τοπικής κοινωνίας επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή στο στρατηγό και ο Δήμαρχος Αγρινίου παρέθεσε προς τιμή του επίσημο γεύμα στο εστιατόριο των αδελφών Σταθόπουλου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Εϋντού αναφέρθηκε στις εξαίρετες εντυπώσεις του για την στρατιωτική θέση της πόλης. Τις εντυπώσεις του αυτές η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, στο φύλλο της 13ης Οκτωβρίου του 1911, τις συνδύασε με τη λύση της ύδρευσης της πόλης, δημοσιεύοντας το παρακάτω σχόλιο: «Επί την επίβλεψιν του κ. Νομάρχου και του νομομηχανικού ήρχισαν χθες αι προκαταρκτικαί εργασίαι επί του στρατοπέδου “Άγιος Κωνσταντίνος”, προς ανεύρεσιν πηγών ύδατος παρά το υδραγωγείον, όπερ υπήρχεν επί Τουρκοκρατίας εις το μέρος τούτο. Κατά την γνώμην των ειδικών τούτων ελπίζεται ότι και αι δοκιμαστικαί αύται εργασίαι θα στεφθώσιν υπό πλήρους επιτυχίας καθόσον ελπίζεται ότι θα ανευρεθεί ύδωρ επαρκές διά την ύδρευσιν στρατιωτικού σώματος. Η έλλειψις ύδατος και μόνον αποκλείει την ανέγερσιν ενταύθα-στρατώνων, καίτοι το Αγρίνιον εχαρακτηρίσθη υπό του στρατηγού Εϋντού ως στρατηγική πόλις υπό πάσαν έποψιν.»[2]
Στις 20 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς η εφημερίδα επανήλθε στο θέμα με δημοσίευμα που είχε τον τίτλο «Το Αγρίνιον ως στρατιωτικόν κέντρον» στο οποίο ο συντάκτης έγραφε για το θέμα: «Λυομένου του της υδρεύσεως της πόλεως ζητήματος λύεται και έτερον ζήτημα επίσης ζωτικωτάτου του της υδρεύσεως της πόλεως ζητήματος, ον διά τον τόπον και όπερ εξ ίσου ενδιαφέρει και την Πολιτείαν. Είναι γνωστόν, ότι εάν το Αγρίνιον δεν κατέστη εισέτι στρατιωτικόν κέντρον, παρά την εκπεφρασμένην γνώμην των αρμοδίων, ην επεδοκίμασε πληρέστατα και επεκρότησε κατά την κατά το παρελθόν θέρος εντεύθεν διέλευσίν του ο στρατηγός της γαλλικής αποστολής κ. Εϋντού, αιτίαν υπήρξεν η έλλειψις ύδατος. Το Αγρίνιον και λόγω πλησιεστέρας γειτνιάσεως προς την Ήπειρον και λόγω των πολλαπλών φυσικών πλεονεκτημάτων του από εδαφικής και γεωγραφικής απόψεως εχρησίμευσε ως στρατιωτικόν κέντρον και δύναται να χρησιμεύση ως τοιούτον, καθόσον προς τοις άλλοις το δημόσιον κέκτηται απέραντον έκτασιν πεδιάδος εκ 2.500 χιλιάδων στρεμμάτων, κοινώς ονομαζομένη «το στρατόπεδον του Αγίου Κωνσταντίνου». Εις το στρατόπεδον τούτο κατά τα έτη 1878 και 1879 εστρατοπέδευσε στρατός εξ αρκετών χιλιάδων και διαφόρων όπλων, λόγω δε της ποικιλίας του εδάφους δύνανται να ελίσσωνται απροσκόπτως πεζά τε και έφιππα σώματα, ως επίσης δύνανται ν’ αναφερθώσιν ενταύθα στρατώνες υπό πάσαν έποψιν πληρούντες τους στρατιωτικούς όρους και συνθήκας τοσούτω μάλλον καθ’ όσον και υδροφόρα στρώματα επί διαφόρων σημείων παρατηρούνται και ιδία του υδραγωγείου όπερ υπήρχεν επί τουρκοκρατίας και εφ ου γίνονται δοκιμαστικαί εργασίαι προς ανεύρεσιν ύδατος».[3]
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες όλων των δημοτικών αρχών που ακολούθησαν τη Δημαρχία Μπέλλου, το πρόβλημα της υδροδότησης της πόλης δεν κατάφερε να λυθεί επαρκώς τα χρόνια που ακολούθησαν. Η λύση τελικά ήταν το φράγμα στο Καστράκι. Κι αυτή λύση όμως πέρα απ΄ το ότι άργησε σχεδόν μισό αιώνα από την εποχή που μιλάμε, παρουσιάζει ακόμα και μέχρι σήμερα αρκετά προβλήματα, όχι φυσικά επάρκειας, κυρίως πίεσης λόγω της προχειρότητας του σχεδιασμού και της μεγάλης οικιστικής