Η μάχη της Γουρίτσας | Η πληροφορία – Η ενέδρα



Λευτέρης Τηλιγάδας

Η μάχη της Γουρίτσας

Αμέσως μετά τη λήψη της πληροφορίας και την έγκριση της επιχείρησης
το Τάγμα κινήθηκε και καταυλίστηκε στο γνωστό μοναστήρι της Μυρτιάς


Η αντίσταση κατά των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών στην Αιτωλοακαρνανία εκδηλώθηκε από τις πρώτες ημέρες του 1941 με ενέργειες όπως: κλοπή οπλισμού, απόκρυψη ραδιοφώνων, διανομή προκηρύξεων και αντιστασιακού Τύπου, συνθήματα σε τοίχους κ.λπ. Η Αντίσταση, ούτε πτοήθηκε ούτε μειώθηκε από τις βιαιοπραγίες των κατακτητών και των συνεργατών τους ταγματασφαλιτών αργότερα, ούτε από τις μαζικές εκτελέσεις και τους απαγχονισμούς. Σχεδόν καθημερινά και με τρόπο μυστικό, οι κάτοικοι των πόλεων εγκατέλειπαν τις αστικές περιοχές και κατατάσσονταν στον μόνιμο ή τον εφεδρικό ΕΛΑΣ.

Το καλοκαίρι του 1944, ο ΕΛΑΣ είχε σε όλη την Ελλάδα δύναμη 80.000 ανταρτών και 50.000 εφέδρων οπλιτών. Αυτοί οι αριθμοί υποχρέωσαν τους Γερμανούς να διατηρούν στην Ελλάδα 13 Μεραρχίες, οι οποίες κατέγραφαν καθημερινά σημαντικές απώλειες. Για τα γερμανικά στρατεύματα, οι απώλειες αυτές ανέρχονταν σε 6.000 νεκρούς, 6.500 τραυματίες και 1.680 αιχμαλώτους· για τα ιταλικά σε 1.200 νεκρούς, 750 τραυματίες και 1.110 αιχμαλώτους, ενώ για τους Βούλγαρους σε 1.300 νεκρούς, 8.275 τραυματίες και 5.150 αιχμαλώτους. Με την κάμψη των Γερμανών, ο ΕΛΑΣ είχε υπό τον έλεγχό του σχεδόν το σύνολο της υπαίθρου (εκτός από περιοχές της Ηπείρου, που ελέγχονταν από τον ΕΔΕΣ) και σε μεγάλο βαθμό τα αστικά συγκροτήματα της χώρας.[1]

 

 

Η συμμετοχή των Αγρινιωτών στην Εθνική Αντίσταση, μαζί με τους κατοίκους του προσφυγικού συνοικισμού του Αγίου Κωνσταντίνου, υπήρξε μαζική. Υπολογίζεται ότι 5.000 κάτοικοι του Αγρινίου και της ευρύτερης περιοχής είχαν κάποια, μικρότερη ή μεγαλύτερη, συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ενώ οι αντάρτες του μόνιμου και του εφεδρικού ΕΛΑΣ με καταγωγή από το Αγρίνιο και την περιοχή του ξεπερνούσαν τους 2.000 άνδρες.[2]

Όλοι αυτοί οι αντάρτες έδωσαν σκληρές μάχες τα δύο τελευταία χρόνια της Κατοχής γύρω από το Αγρίνιο, έστησαν ενέδρες και πραγματοποίησαν τρία δυναμικά σαμποτάζ κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Κρυονερίου – Αγρινίου, δύο εκ των οποίων οδήγησαν σε σκληρότατα εγκλήματα πολέμου σε βάρος του άμαχου πληθυσμού της περιοχής, καθώς και σε ένα ολοκαύτωμα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ιούλιος -και του 1943 και του 1944- ήταν οι πιο αντιστασιακοί μήνες των χρόνων της κατοχής για την περιοχή μας, αφού –όπως είναι γνωστό– η μνήμη των ημερών τους είναι φορτωμένη με τη μάχη στη Γουρίτσα, στις 10 Ιουλίου 1943, το ολοκαύτωμα της Μακρυνείας, δεκαοκτώ μέρες αργότερα, την κατάληψη της Αμφιλοχίας, στις 12 και 13 Ιουλίου 1944 από το 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, το σαμποτάζ του τρένου στα Καλύβια Αγρινίου, στις 29 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, καθώς και την ομαδική εκτέλεση που ακολούθησε.

Στις 7 Ιουλίου 1943, έφτασε από την οργάνωση του ΕΑΜ Αγρινίου στο αρχηγείο του 2ου Τάγματος του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ Τριχωνίδας, που είχε έδρα τον Άγιο Βλάση, το παρακάτω σήμα: «Πληροφορία εξακριβωμένη: εντός των ημερών τμήμα του κατοχικού στρατού θα μεταβεί στο Θέρμο για εγκατάσταση στρατιωτικής βάσεως. Παρακαλούμε όπως καταβληθεί κάθε προσπάθεια για ματαίωσή της».[3] Η «διαρροή» αυτή προερχόταν από τη διερμηνέα των Γερμανών στο Αγρίνιο, Μαρία Δημάδη. Έπρεπε πάση θυσία, λοιπόν, να αποτραπούν τα σχέδια των κατακτητών, καθώς η εγκατάσταση των Γερμανών στο Θέρμο θα σήμαινε την αποκοπή του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που βρισκόταν στον Δρυμώνα, από τις βάσεις ανεφοδιασμού – κυρίως τα πλούσια καμποχώρια του Αγρινίου. Το γερμανοκρατούμενο Θέρμο θα παρεμβαλλόταν στην καρδιά των ανταρτών της περιοχής, κόβοντας στα δύο την ορεινή Τριχωνίδα και δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στη συνοχή των αντάρτικων ομάδων του Παναιτωλικού με εκείνες της Μακρυνείας και της Ναυπάκτου.

Το 2ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, το οποίο –όπως προαναφέρθηκε– ήταν στρατοπεδευμένο στον Άγιο Βλάση, είχε στη διοίκηση των τμημάτων του τους καπεταναίους: Βασίλη Σκιαδά (Καπετάν Επαμεινώντα), Θ. Αλεφάντη (Καπετάν Θρύλο), Θανάση Ζήκο (Καπετάν Ακρίτα), Αντώνη Παπαϊωάννου (Καπετάν Δία), Απόστολο Τσιαπούρη (Καπετάν Βάκχο), Θωμά Μποκώρο (Καπετάν Μίλιο), Πάνο Παπουτσή (Καπετάν Σφίκα), Βασίλη Νικολακόπουλο (Καπετάν Βράχο), Κώστα Σταυρόπουλο (Καπετάν Κλεομένη), Γιάννη Κωστόπουλο (Καπετάν Ακαρνάνα), Θόδωρο Πολιτόπουλο και Φώτη Πατσιαλό.[4]

Αμέσως μετά τη λήψη της πληροφορίας και την έγκριση της επιχείρησης από τη διοίκηση του 2/39 Συντάγματος, το Τάγμα κινήθηκε και καταυλίστηκε στο γνωστό μοναστήρι της Μυρτιάς, πιάνοντας θέσεις πάνω στις στροφές του δρόμου που ενώνει το Αγρίνιο με το Θέρμο.

Επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε ο Καπετάν Επαμεινώνδας (Βασίλης Σκιαδάς) από τον Άγιο Βλάση, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υπίλαρχος στο Αλβανικό Μέτωπο. Το σχέδιο της μάχης καταρτίστηκε από τον Επαμεινώνδα, σε συνεργασία με τους Θέρμιους Θ. Ζήκο, Γ. Παπαθανασόπουλο και Θ. Χαρώνη. Οι τρεις αυτοί μαχητές του Λαϊκού Στρατού αξιοποίησαν την πολύ καλή γνώση της περιοχής τους και τη σημαντική τους στρατιωτική εμπειρία, ο μεν πρώτος ως αξιωματικός πολυβόλων στο Αλβανικό Μέτωπο, ο δε δεύτερος, ως σχεδιαστής πολεμικών ασκήσεων το 1935 στο Μεσολόγγι και ο τρίτος, ως αξιωματικός του πυροβολικού στο μέτωπο της Μακεδονίας.

Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι ο Βασίλης Σκιαδάς γεννήθηκε το 1912 στον Άι-Βλάση Τριχωνίδας, τελείωσε τη Σχολή Ιππικού Χαλκίδας και στο Αλβανικό Μέτωπο υπηρέτησε σε έφιππη ομάδα αναγνώρισης, η οποία μπήκε πρώτη στην πόλη της Κορυτσάς. Παρασημοφορήθηκε με το Αριστείο Ανδρείας και προήχθη σε ίλαρχο. Από το 1938 ήταν μέλος του ΚΚΕ και στην Κατοχή «βγήκε στο βουνό» με τις πρώτες ανταρτοομάδες του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Επαμεινώνδας». Αργότερα του ανατέθηκε η διοίκηση του 3ου Τάγματος του 2/39 Συντάγματος και πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις που οργανώθηκαν στην περιοχή, καθώς και στις δύο σημαντικές μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ σε Γουρίτσα και Αμφιλοχία. Την περίοδο του εμφυλίου προσπαθώντας να ξαναβγεί στο βουνό από την πόλη του Αγρινίου, σκοτώθηκε σε ενέδρα της Χωροφυλακής και κάποιος άγνωστος σύντροφός του τον έθαψε στο Παναιτωλικό.

Το πρώτο πράγμα με το οποίο καταπιάστηκαν οι αντάρτες του τάγματος από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν στο σημείο που είχε επιλεγεί για την ενέδρα ήταν να διαμορφώσουν κατάλληλα το χώρο. Κατασκευάστηκαν πέτρινοι αυτοσχέδιοι ημικυκλικοί προμαχώνες και άλλα υποτυπώδη οχυρωματικά έργα, τα οποία καλύφθηκαν με φρεσκοκομμένα κλαδιά, ώστε να μην είναι ορατά από τον δρόμο. Στήθηκαν τρία παρατηρητήρια με τηλεφωνικές συνδέσεις στο Αφράτο, στην Ανάληψη του Θέρμου και στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Μυρτιά και πραγματοποιήθηκαν δύο ασκήσεις ετοιμότητας, ώστε κάθε αντάρτης να γνωρίζει επακριβώς τη θέση του.

——————————————————————————————————————————————————————–
Παραπομπές: 1. Αυγερινού Ανδρέου, Η μάχη της Αμφιλοχίας: η πιο μεγάλη του ΕΛΑΣ, Ηλ. Εφημ.: Το άρθρο (https://www.toarthro.com), 25/6/2016 | 2. Θ. Μ. Πολίτη, Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση, Ηλ. Εφημ. Νέα Εποχή (http://www.epoxi.gr/scriptum88.htm). | 3. Φίλιππας Γελαδόπουλος, Μαρία Δημάδη, Νέστορας, 1982. | 4. Κώστα Δ. Μαραγιάννη, Η Εθνική Αντισταση στο Θέρμο, Μυρτιά, 2005.
Φωτογραφία:
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *