...
| Λευτέρης Τηλιγάδας |
Η Αμφιλοχία των εμπόρων το 1911
| Ζωηρό εμπόριο, πυκνή συγκοινωνία, ανύπαρκτη κρατική στήριξη
και μια χρόνια δίψα που μόλις τότε έμπαινε σε τροχιά λύσης |
Τον Δεκέμβριο του 1911 η Αμφιλοχία έδινε την εικόνα μιας μικρής αλλά ανήσυχης επαρχιακής πόλης, που βρισκόταν σε συνεχή κίνηση. Το λιμάνι της έσφυζε από δραστηριότητα, καθώς το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο εξελισσόταν σε βασικό μοχλό της τοπικής οικονομίας. Η καθημερινή ατμοπλοϊκή συγκοινωνία στον Αμβρακικό κόλπο λειτουργούσε ως αρτηρία ζωής, συνδέοντας την πόλη με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και ανοίγοντας δρόμους επικοινωνίας με την ευρωπαϊκή αγορά. Σε αυτό το περιβάλλον, οι έμποροι της Αμφιλοχίας είχαν αναλάβει ρόλο πρωταγωνιστικό: με δικά τους κεφάλαια, με ρίσκο και επιμονή, κατάφεραν να εισάγουν προϊόντα από την Ευρώπη και να εξάγουν εγχώρια αγαθά, μετατρέποντας την πόλη σε σημείο αναφοράς για τον Βάλτο και την ευρύτερη περιοχή. Η εμπορική κίνηση δεν ήταν απλώς αριθμοί και φορτία· ήταν ένδειξη μιας κοινωνίας που προσπαθούσε να βγει από τη στενότητα της επαρχίας και να ενταχθεί στους ρυθμούς της εποχής.
Η πρόοδος αυτή, ωστόσο, δεν στηριζόταν σε κάποιο κρατικό σχέδιο ή σε θεσμική μέριμνα. Η πολιτεία απουσίαζε σχεδόν πλήρως από τη διαδικασία της ανάπτυξης. Δεν υπήρξε κρατική προστασία, ούτε οργανωμένη ενίσχυση από πιστωτικά ιδρύματα. Το εμπόριο, όπως και η γεωργία και η κτηνοτροφία της περιοχής, αναπτύχθηκαν μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων του τόπου. Οι παραγωγικοί κλάδοι του Βάλτου δεν ευνοήθηκαν από πολιτικές αποφάσεις «άνωθεν», αλλά από τη συσσωρευμένη εμπειρία, την ανάγκη επιβίωσης και την ικανότητα προσαρμογής των τοπικών κοινωνιών. Η εικόνα αυτή ανέδειξε μια γνώριμη αντίφαση της ελληνικής πραγματικότητας των αρχών του 20ού αιώνα: οι επαρχίες παρήγαν, ρίσκαραν και προχωρούσαν, ενώ το κράτος περιοριζόταν συχνά στον ρόλο του θεατή.

Η Αμφιλοχία του 1900
Παρά τη ζωντάνια της οικονομικής δραστηριότητας, η Αμφιλοχία στερούνταν ένα βασικό εργαλείο ανάπτυξης: την άμεση πρόσβαση σε πιστώσεις. Όλες οι εμπορικές και ιδιωτικές συναλλαγές διεκπεραιώνονταν μέσω του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στο Αγρίνιο, γεγονός που επιβάρυνε τους εμπόρους και καθυστερούσε τις συναλλαγές. Στην ίδια την πόλη δεν είχε ιδρυθεί υποκατάστημα κανενός πιστωτικού ιδρύματος, παρότι επρόκειτο για μια επαρχία με δυναμικό εμπόριο και παραγωγή ικανή να κατατάξει τον Βάλτο μεταξύ των ευπορότερων περιοχών του βασιλείου. Η ανάγκη για τραπεζική παρουσία είχε μετατραπεί σε κοινό αίτημα της τοπικής κοινωνίας και είχε λάβει σχεδόν χαρακτήρα συλλογικής διεκδίκησης. Δεν επρόκειτο απλώς για ευκολία συναλλαγών, αλλά για προϋπόθεση περαιτέρω ανάπτυξης, για τη δυνατότητα επένδυσης και επέκτασης των δραστηριοτήτων.
Ο Εμπορικός Σύλλογος της Αμφιλοχίας είχε επανειλημμένως απευθυνθεί στη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, καταθέτοντας διαβήματα και τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης του εμπορίου, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Παρ’ όλα αυτά, οι παρεμβάσεις δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας παρέμενε αμετακίνητο, χωρίς να παρέχει σαφή αιτιολόγηση για την άρνησή του. Η στάση αυτή προκαλούσε εύλογα ερωτήματα, καθώς ήταν κοινή η πεποίθηση ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θα ωφελούσε τόσο τον τόπο όσο και την ίδια την τράπεζα, οδηγώντας σε ταχεία αύξηση των διατιθέμενων κεφαλαίων. Η επιμονή της άρνησης ανέδειξε το χάσμα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια και ενίσχυσε την αίσθηση ότι οι ανάγκες των επαρχιών δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για τους κεντρικούς θεσμούς.
Στο πεδίο των υποδομών, η Αμφιλοχία παρουσίαζε μια πιο σύνθετη εικόνα. Η καθημερινή θαλάσσια συγκοινωνία μέσω του Αμβρακικού και η ολοκλήρωση της νέας προκυμαίας είχαν καταστήσει το λιμάνι ασφαλές και λειτουργικό, διευκολύνοντας τις φορτώσεις και εκφορτώσεις και ενισχύοντας τον ρόλο της πόλης ως εμπορικού κόμβου. Η χερσαία και ταχυδρομική σύνδεση με το Αγρίνιο και την Άρτα εξασφάλιζε ταχεία επικοινωνία, ενώ οι αθηναϊκές εφημερίδες έφθαναν μέσα σε 24 ώρες, στοιχείο που έφερνε την επαρχία πιο κοντά στο κέντρο. Την ίδια στιγμή, όμως, η πόλη αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Το πόσιμο νερό δεν επαρκούσε και οι ανάγκες των κατοίκων παρέμεναν ακάλυπτες. Η απόφαση για την κατασκευή υδραγωγείου κοντά στη λίμνη Αμβρακία, με κόστος 220.000 δραχμές από τοπικούς πόρους, έδειχνε ότι ακόμη και τα πιο βασικά ζητήματα λύνονταν με ίδιες δυνάμεις. Έτσι, στο τέλος του 1911, η Αμφιλοχία παρουσιαζόταν ως μια πόλη που προχωρούσε, παρήγε και συνδεόταν με τον έξω κόσμο, αλλά κουβαλούσε ταυτόχρονα το βάρος μιας ανάπτυξης χωρίς θεσμική στήριξη, στηριγμένης κυρίως στην αντοχή και την επιμονή των ανθρώπων της.
Φωτογραφία: Η Αμφιλοχία του 1920
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


