Λευτέρης Τηλιγάδας
Η Αιτωλοακαρνανία την εποχή του Δεσποτάτου
Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων και χωριών της περιοχής,
έβλεπαν το μικρό και ασήμαντο βιος τους να καταστρέφεται,
τις μικρές περιουσίες τους να χάνονται και τη ζωή να βουλιάζει
Εισαγωγή
Το ότι η ιστορία αποτελεί αφήγημα της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης δεν είναι απλώς ένα διαπιστωμένο συμπέρασμα ή ένας κοινός τόπος. Είναι μια διαχρονική και παγκόσμια, καθημαγμένη κατακόμβη· ένα εφιαλτικό σύστημα φανερών και υπόγειων διαδρομών, όπου συγκρούονται τα κυρίαρχα συμφέροντα, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας τις στιγμές ισορροπίας και ανισορροπίας της εξουσίας. Ένα σύστημα που επιβάλλει και περιγράφει την κυριαρχία με τρόπο απολυταρχικό.
Η ιστορική αφήγηση τεμαχίζει τον χρόνο με μοναδικό κριτήριο τις νίκες ή τις ήττες των ηγεμονικών ομάδων και των συμμάχων τους, αγνοώντας πλήρως την καθημερινότητα όσων, είτε με τη βία είτε μέσω «κατασκευασμένης συναίνεσης», χρησιμοποιούνται ως μαζικοποιημένη δύναμη κρούσης για την επίτευξη των στόχων αυτών των ελίτ. «Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το μέλλον», διακηρύσσουν οι κυρίαρχοι στο ολοκληρωτικό καθεστώς του μυθιστορήματος 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Το αποτελεσματικότερο εργαλείο αυτού του ελέγχου είναι η διαχείριση της ιστορικής αλήθειας. Η καταγραφή και η διδασκαλία της ιστορίας διαμορφώνονται έτσι, ώστε να υποστηρίζουν την αντίληψη πως ο κόσμος και η πραγματικότητα εντάσσονται στο αξιακό σύστημα μιας φυλετικά προσδιορισμένης κοινωνικής ομάδας.
Αυτή η εθνοκεντρική αντίληψη της ιστορίας υιοθετήθηκε πλήρως από τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που αναδείχθηκαν μετά την Επανάσταση του 1821. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, αμέσως μετά τη συγκρότηση της διοικητικής υπόστασης του ελληνικού κράτους και την οριοθέτηση των πολιτικών συμφερόντων της ανερχόμενης αστικής τάξης, η συγγραφή και η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο συσκότισαν, αποσιώπησαν ή και αλλοίωσαν σημαντικές παραμέτρους της εξέλιξης των τοπικών κοινωνιών που οργανώθηκαν, αναπτύχθηκαν και χάθηκαν στον ελλαδικό χώρο. Η διερεύνηση και η ανάδειξή τους θα υπονόμευαν τον «εθνικό φρονηματισμό», στον οποίο στόχευε κατά κύριο λόγο η εκπαιδευτική πολιτική μέχρι και πρόσφατα.
«Η εικόνα που έχουμε για άλλους λαούς, αλλά και για τον ίδιο μας τον εαυτό, συνδέεται με την ιστορία που μας αφηγήθηκαν όταν ήμασταν παιδιά. Αυτή η ιστορία μας σημαδεύει σε όλη μας τη ζωή», γράφει ο Μαρκ Φερό[1]. Και είναι βέβαιο πως ο τρόπος με τον οποίο διδαχθήκαμε την ιστορία της χώρας —όσοι τουλάχιστον την διδαχθήκαμε— απέχει πολύ από την αλήθεια.
Η Αιτωλοακαρνανία
την εποχή του Δεσποτάτου
Κυριότερες πόλεις του Δεσποτάτου στην περιοχή μας υπήρξαν το Αγγελόκαστρο, το Αιτωλικό και η Ναύπακτος, την οποία ο Μιχαήλ Κομνηνός, αφού την κατέλαβε, «κατέστησε πολεμικόν έρεισμα της χώρας του». Μετά την άλωση της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204 από τις ορδές των Σταυροφόρων —που, στο όνομα του ιδρυτή της θρησκείας τους, ξεκίνησαν από τα πέρατα του τότε καθολικού κόσμου για να λεηλατήσουν και να πυρπολήσουν τις περιουσίες των «απίστων», εμποδίζοντας την πρόσβασή τους στους Άγιους Τόπους του Χριστιανισμού— ο Μιχαήλ Κομνηνός Δούκας, νόθος γιος του σεβαστοκράτορα[2] Ιωάννη Δούκα και πρώτος εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, εγκατέλειψε τα Μύλασσα της Μικράς Ασίας. και αφού προσέφερε για σύντομο διάστημα τις υπηρεσίες του στον Λατίνο άρχοντα της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, επιχείρησε να επιβληθεί στην Πελοπόννησο, συμμετέχοντας στην προσπάθεια αναχαίτισης των Φράγκων ιπποτών του Γουλιέλμου Σαμπλίτη, οι οποίοι επιχειρούσαν να καταλάβουν τον Μοριά. Στην τελική μάχη που δόθηκε στον ελαιώνα του Κουντουρά την άνοιξη του 1205, οι ιππότες επικράτησαν των Βυζαντινών και ίδρυσαν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Μετά την ήττα αυτή, ο Μιχαήλ Κομνηνός μετέβη στο Θέμα της Νικόπολης —διοικητική επαρχία του Βυζαντίου που περιλάμβανε την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο— και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα, διαλύοντας τη συμμαχία του με τον Βονιφάτιο. Κυριότερες πόλεις του Δεσποτάτου στην Αιτωλία εκείνη την εποχή ήταν το Αγγελόκαστρο, το Αιτωλικό και η Ναύπακτος· την τελευταία ο Μιχαήλ κατέλαβε από τους Ενετούς, την οχύρωσε και την «κατέστησε πολεμικόν έρεισμα της χώρας του»[3]. Ηγεμόνας με ισχυρές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, ο Μιχαήλ, φρόντισε να εδραιώσει την εξουσία του και να επεκτείνει την κυριαρχία του. Δημιούργησε πιστό στρατό με τον οποίο απέτρεψε την εγκατάσταση των Ενετών στα παράλια και κατέλαβε την Κέρκυρα. Δεν πρόλαβε όμως να επεκταθεί προς τον νότο, όπως επιθυμούσε, καθώς το 1215 δολοφονήθηκε από έναν υπηρέτη του.
Τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος, ως επίτροπος του ανήλικου γιου του Μιχαήλ, Μιχαήλ Β΄. Η φιλοδοξία και η δίψα για εξουσία ώθησαν τον Θεόδωρο σε εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις. Κατατρόπωσε Φράγκους, Αλβανούς, Σέρβους, Βούλγαρους και Λομβαρδούς και, ως αποκορύφωμα των επιτυχιών του, διέλυσε το λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης και ίδρυσε την Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης το 1227. Στα δυτικά, η Άρτα παρέμεινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, με διοικητή τον υπερσέβαστο δούκα Ευθύμιο.
Το 1230, στην εκστρατεία του για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο Θεόδωρος ηττήθηκε από τους Βούλγαρους, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον τύφλωσαν. Ο αδελφός του, Εμμανουήλ, κατάφερε μέσω διπλωματίας να σταματήσει την κάθοδο των Βουλγάρων στη Θεσσαλία και αναγνωρίστηκε ως αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης. Στο μεταξύ, ο νόμιμος διάδοχος, Μιχαήλ Β΄ —του οποίου τα δικαιώματα είχε καταπατήσει ο Θεόδωρος— ενηλικιώθηκε και κατέφυγε στους Ιταλούς ηγεμόνες που κατείχαν τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επιζητώντας τη στήριξή τους για να ανακτήσει την εξουσία. Ωστόσο, στρατηγικό λάθος του Μιχαήλ Β΄ υπήρξε η ρήξη του με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας, με συνέπεια να απολέσει σημαντικά εδάφη. Στα δυτικά, έχασε την Κέρκυρα και την Αυλώνα από τον βασιλιά των δύο Σικελιών, Κάρολο τον Ανδεγαυό, και το Δεσποτάτο συρρικνώθηκε περαιτέρω.
Λίγο πριν τον θάνατό του, ο Μιχαήλ Β΄ μοίρασε την επικράτειά του στους δύο γιους του: στον Νικηφόρο Α΄ παραχώρησε την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, ενώ στον νόθο του γιο, τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη, έδωσε τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, όταν πέθανε το 1271, άφησε στον Νικηφόρο Α΄ μια χώρα με «ανοιχτές πληγές» από ανατολή και δύση, τις οποίες εκείνος δεν κατάφερε να κλείσει, παρά τις έντονες —κυρίως διπλωματικές— προσπάθειες έως τον θάνατό του, το 1296.
Τον Νικηφόρο διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Θωμάς, υπό την επιτροπεία της μητέρας του Άννας Παλαιολογίνας Καντακουζηνής. Η αποκατάσταση των σχέσεών της με την Κωνσταντινούπολη την έφερε σε ρήξη με τους Ανδεγαυούς της Δύσης, τους οποίους και αντιμετώπισε στρατιωτικά με επιτυχία. Το 1318, ο Θωμάς δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του, κόμη της Κεφαλονιάς, Νικόλαο Orsini, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία. Ο Νικόλαος δολοφονήθηκε το 1323 από τον αδελφό του Ιωάννη Β΄, ο οποίος κυβέρνησε ως «δούλος του αυτοκράτορα», αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης. Για να ενισχύσει τη νομιμότητα της εξουσίας του, ασπάστηκε την Ορθοδοξία, οικειοποιήθηκε τα ονόματα Άγγελος, Κομνηνός και Δούκας, και νυμφεύθηκε άλλη μία Άννα Παλαιολογίνα, κόρη βυζαντινού αξιωματούχου.
Το 1337, η Άννα τον δολοφόνησε και τοποθέτησε στον θρόνο τον ανήλικο γιο της, Νικηφόρο Β΄ Ορσίνι ή Άγγελο Κομνηνό, κυβερνώντας ουσιαστικά η ίδια ως αντιβασίλισσα. Οι λανθασμένοι διπλωματικοί της χειρισμοί αποδυνάμωσαν το Δεσποτάτο και έδωσαν την ευκαιρία στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο να το προσαρτήσει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 1338 διόρισε στην Άρτα τον πρωτοστράτορα Θεόδωρο Συναδηνό και, το 1340, τον Ιωάννη Άγγελο Πιγκέρνη.
«Όταν τσακώνονται οι ελέφαντες,
την πληρώνει το χορτάρι»
«Όταν τσακώνονται οι ελέφαντες, την πληρώνει το χορτάρι», λέει μια παροιμία, και φαίνεται να επιβεβαιώνεται πλήρως. Μέσα σε αυτή τη διαρκή και αιματηρή εναλλαγή δεσποτών, ηγεμόνων και παραδυναστών, που με εμφύλιες συγκρούσεις, δολοπλοκίες και κάθε λογής ενδοδυναστικές μικρότητες υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους, εκείνοι που πλήρωναν το τίμημα —όπως πάντοτε στην ιστορία— ήταν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου. Οι φτωχοί, που έβλεπαν το ελάχιστο βιος τους να καταστρέφεται, τις μικρές περιουσίες τους να χάνονται, και τις ζωές τους να βυθίζονται όλο και περισσότερο στον βούρκο της ματαιοδοξίας των ισχυρών.
Η καθημερινότητα των φτωχών υπηκόων σε ολόκληρη την επικράτεια του Δεσποτάτου ελάχιστα διέφερε από την κατάσταση που επικρατούσε στην μακρινή και κατακερματισμένη πια Κωνσταντινούπολη. «Είναι να κλαίει κανείς τους γεωργούς και τους απόρους· γιατί ενώ οι άρχοντες όφειλαν να τους ανακουφίζουν από τις συμφορές, τους αφανίζουν με τη φορολογική πίεση και φθονούν ακόμη και την ίδια τη ζωή τους, σαν να ήθελαν να τους έχουν για δείπνο τις σάρκες τους», γράφει ο λόγιος Δημήτριος Κυδώνης σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο[4].
Αν αυτά συνέβαιναν στις πόλεις, μπορεί εύκολα κανείς να φανταστεί ποια ήταν η κατάσταση στην ύπαιθρο και τι βάρη φόρτωναν στους ώμους των γεωργών. «Κατά τας αψευδείς μαρτυρίας των συγγραφέων του 14ου αιώνος», γράφει ο βυζαντινολόγος και μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης στις Βυζαντινές Μελέτες (Αθήνα 1941, σ. 66), «η τάξις των γεωργών ευρίσκετο εις οικτράν κατάστασιν». Δεν ήταν μόνο οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί δεσπότες. Ήταν και οι εκκλησιαστικοί. «Οι περί τας μονάς οικούντες χωρικοί πληθυσμοί, όσοι μη θεοφοβούμενοι δεν υπέκυπταν στην Εκκλησία και δεν πίστευαν ότι για τη σωτηρία της ψυχής τους έπρεπε να χάσουν το κτήμα τους, αντιστέκονταν σθεναρά στα δίκαιά τους και στην υπόστασή τους. Την αυτοτέλειά τους δεν την έχασαν δίχως μάχη».
Τελικά, ανάμεσα στη σωτηρία της ψυχής και την αχαλίνωτη φιλοδοξία των ηγεμόνων, οι μικροϊδιοκτήτες, οι κολλίγοι και οι επίμορτοι καλλιεργητές οδηγήθηκαν στην εξαθλίωση. Όσοι είχαν μικρό κλήρο τον έχασαν λόγω υπερχρέωσης, ενώ την ίδια στιγμή οι τιμαριούχοι και οι αυλές τους αύξαναν συνεχώς τα πλούτη τους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεγαλογαιοκτήμονα Ιωάννη Τσάφα Ουρσίνου Δούκα, ο οποίος, με επικυρωμένους δεσποτικούς χρυσόβουλους, κατείχε τεράστια έκταση γης: ακίνητα και κτήματα μέσα κι έξω από την Άρτα, το κάστρο των Ρωγών με ολόκληρη την περιφέρειά του, όλη τη Λευκάδα, τρία χωριά στο Ξηρόμερο (Περατιά, Παρδείσι, Ζαβέρδα), οκτώ χωριά στο Θέμα των Ιωαννίνων και δεκαοκτώ χωριά στη Βαγενετία (Θεσπρωτία). Όλα αυτά του είχαν παραχωρηθεί «ανενόχλητα από πάσης επηρείας και συζητήσεως, από τε αγγαρείας, παραγκαρείας, βιολογίας, καπνολογίας, πρηβένδας, ζημίας…», όπως σημειώνει ο Γεράσιμος Παπατρέχας (1991)[5].
——————————————————————————————————————————————————————–
Υποσημείωση: Οι χρονολογίες που καταγράφονται πριν την 16η Φεβρουαρίου 1923 είναι σύμφωνες με την χρονολόγηση των πηγών. Για την αντιστοίχιση με τη σημερινή χρονολόγηση πρέπει στην αντίστοιχη χρονολογία να προστεθούν 13 μέρες.
Παραπομπές: 1. Mark Ferro, «Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο», Μεταίχμιο, 2001, σ. 9. | 2. Σεβαστοκράτορας: ανώτερος τίτλος της αυλής της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιήθηκε επίσης και από άλλους ηγεμόνες, τα κράτη των οποίων συνόρευαν με την Αυτοκρατορία ή ήταν εντός της σφαίρας επιρ-ροής της (Βουλγαρική και Σερβική Αυτοκρατορία). Η λέξη προέρχεται από σύνθεση των λέξεων σεβαστός (αντίστοιχο του λατινικού Augustus) και αυτοκράτωρ. | 3. Θ. Μ. Πολίτης, «Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην επανάσταση του 1821», Νομαρχία Αιτωλίας και Ακαρνανίας, 1973, σ. 19. | 4. Κατσούλη – Νικολινάκου – Φίλια, «Οι-κονομική ιστορία νεότερης Ελλάδας», τ. Α. σελ. 24 | 5. Γεράσιμου Ηρ. Παπατρέχα «Ιστορία του Αγρινίου», Δήμος Αγρινίου, 1991, σελ., 75
Φωτογραφία: Ο πύργος στο Αγγελόκαστρο
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


