Αγροτική Αιτωλοακαρνανία 1977


...

Λευτέρης Τηλιγάδας

Αγροτική Αιτωλοακαρνανία 1977

Συνεχίζουμε την παρουσίαση της μελέτης
του Συνδέσμου Επιστημόνων της Αιτωλοακαρνανίας (1977),
εστιάζοντας στα αγροτικά και βιομηχανικά δεδομένα του νομού
και στη σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση


Στην ανάρτηση της 22ας Σεπτεμβρίου 2025 με τίτλο «Αιτωλοακαρνανία | Μισός αιώνας πριν… όπως σήμερα», παρουσιάσαμε το πρώτη ενότητα της μελέτης του Συνδέσμου Επιστημόνων της Αιτωλοακαρνανίας, όπως αποτυπώθηκε αυτή σε υπόμνημα που τυπώθηκε το 1977 και διανεμήθηκε στους φορείς του νομού εκείνη την εποχή.

Σήμερα συνεχίζουμε με το πρώτο μέρος της δεύτερης ενότητας, που αφορά στην Αγροτική και βιομηχανική Ανάπτυξη.

Αγροτική και Βιομηχανική Ανάπτυξη

«Όλοι ξέρουμε ότι η χώρα μας είναι η χώρα των αγροτών. Η απογραφή του 1971 έδειξε, σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε., ότι το 47,6% του πληθυσμού είναι αγρότες.

»Οι εξαγωγές της χώρας μας στηρίζονται κατά μεγάλο μέρος σε αγροτικά προϊόντα. Το 55% της αξίας των εξαγωγών μας, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας υπηρεσίας, είναι αγροτικά προϊόντα — και κύρια καπνός, βαμβάκι, λάδι, κρασί, εσπεριδοειδή. Από αυτά τα στατιστικά δεδομένα φαίνεται ότι οι αγρότες μας πρέπει να τυχαίνουν καλής μεταχείρισης. Όμως, παρ’ όλα αυτά —παρ’ ότι πάνω από το μισό των Ελλήνων περίπου είναι αγρότες και παρ’ ότι συμμετέχει η αγροτική μας οικονομία κατά 17% στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (συνυπολογιζομένων βέβαια σ’ αυτό και των υπηρεσιών, που συμμετέχουν κατά 47,5%)— η χώρα μας γεωργικά είναι υπανάπτυκτη, και η μοίρα των αγροτών μας κάθε άλλο παρά αυτή που διαγράφεται από τα στατιστικά στοιχεία είναι.

»Στον χώρο της αγροτικής ανάπτυξης και παραγωγής, τα προβλήματα του νομού μας δεν είναι ξέχωρα από τα αγροτικά προβλήματα όλης της χώρας.

»Βασικός δείκτης ανάπτυξης της οικονομίας μιας χώρας θεωρείται η συμμετοχή των διαφόρων κλάδων αγροτικής παραγωγής στη σύνθεση του αγροτικού εισοδήματος, και ειδικότερα: όσο μεγαλύτερος είναι ο συντελεστής συμμετοχής της κτηνοτροφίας, τόσο πιο ανεπτυγμένη είναι η αγροτική οικονομία.
Θα δώσουμε ορισμένα στοιχεία του δείκτη συμμετοχής της κτηνοτροφίας στο συνολικό ακαθάριστο αγροτικό εισόδημα διαφόρων χωρών και της δικής μας.

»Σύμφωνα με στοιχεία του FAO (Οργανισμός Γεωργίας και Τροφίμων), το 1966 η συμμετοχή της κτηνοτροφίας στο ακαθάριστο αγροτικό εισόδημα ήταν:

    • Δυτική Γερμανία 80%,
    • Βέλγιο 67,4%,
    • Γαλλία 56%,
    • Ανατολική Γερμανία 60%,
    • Τσεχοσλοβακία 60%,
    • Ελλάδα, το 1974 (ΕΣΥΕ), μόλις 35%.

»Καταλαβαίνουμε τη διαφορά.

»Άλλος δείκτης που μας λέει ότι η αγροτική μας οικονομία δεν βαδίζει καλά είναι ο ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου γεωργικού εισοδήματος.

»Σύμφωνα με στοιχεία που δίνουν η Ε.Σ.Υ.Ε. και οι εθνικοί λογαριασμοί του Κράτους, στην περίοδο 1961–1974, ο ρυθμός αύξησης κατά κλάδους παραγωγής ήταν οι παρακάτω:

    1. Πρωτογενής παραγωγή (γεωργία, αλιεία, δάση): από 28.400 δισ. έφτασε στις 39.200 δισ. — ρυθμός αύξησης 2,9% ετησίως.
    2. Δευτερογενής παραγωγή (μεταποίηση, βιομηχανία κ.λπ.): από 25.100 δισ. σε 82.600 δισ. — συνολική αύξηση 229,8%, ρυθμός 17,6%.
    3. Υπηρεσίες: από 43.200 δισ. σε 110.500 δισ., ρυθμός 12%.

»Μεγάλη λοιπόν διαφορά στους ρυθμούς αύξησης των τριών κλάδων. Αυτό ερμηνεύεται ως εξής: ή η αγροτική μας οικονομία έχει αναπτυχθεί τόσο που δεν επιδέχεται παραπέρα βελτίωση, ή έχει εγκαταλειφθεί.

»Δίνουμε μερικά στοιχεία παραγωγικότητας σε διάφορες χώρες για να συγκρίνουμε και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

»Η μέση παραγωγή γάλακτος κατά αγελάδα το 1972 στην Ολλανδία ήταν 4.520 κιλά, στην Αμερική 4.659 κιλά, στην δυτική Γερμανία 3.906 κιλά, ενώ στην Ελλάδα το 1974 ήταν 1.200 κιλά FAO.

»Όπως αναφέραμε στην αρχή, η αγροτική ανάπτυξη και παραγωγή τού νομού μας δεν διαφέρει από αυτήν της υπόλοιπης χώρας.

»Η απογραφή του 1971 έδειξε ότι ο αγροτικός πληθυσμός του νομού ανερχόταν σε 119.763 άτομα (52,3% του συνολικού πληθυσμού). Ακόμη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Γεωργίας, το εισόδημα του αγροτικού τομέα ανερχόταν σε 3,318 δισ. δραχμές (38,5%), ενώ της δευτερογενούς παραγωγής σε 5,292 δισ. δραχμές (61,5%). Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα του αγρότη του νομού μας είναι 27.500 δραχμές. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι ο μέσος γεωργικός κλήρος είναι 28,5 στρέμματα, και όπως προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα, το 71,4% των 38.860 γεωργικών εκμεταλλεύσεων που υπάρχουν στο νομό είναι κάτω του μέσου όρου, με έκταση 0,29 στρέμματα, εύκολα συμπεραίνουμε ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα για τους περισσότερους αγρότες είναι 18.500 δραχμές, και όχι 27.500.

»Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο που πρέπει να ανησυχεί κάθε άνθρωπο, τη στιγμή που μιλάμε για ένταξη στην Ε.Ο.Κ., γνωρίζοντας ότι το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες της Ε.Ο.Κ. υπερβαίνει τα 3.000 δολάρια. Οι ανησυχίες μας μεγαλώνουν αν ρίξουμε μια ματιά στη διάρθρωση των καλλιεργειών του νομού. Το 1976, 1.245.000.000 δραχμές, δηλαδή το 37,5% του συνολικού αγροτικού εισοδήματος, προερχόταν από την καλλιέργεια του καπνού. Μια αλλαγή στο καθεστώς της καπνικής πολιτικής του κράτους — και δείγματα τέτοια αρχίσαμε να έχουμε πριν από τρία χρόνια περίπου — θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή του νομού.

»Εδώ πρέπει να αναφερθούν και οι αδυναμίες των φορέων της αγροτικής ανάπτυξης (Υπουργείο Γεωργίας, Α.Τ.Ε., συνεταιρισμοί), που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη του τόπου.

»Στο νομό υπάρχουν πέντε Γραφεία Γεωργικής Ανάπτυξης, επιφορτισμένα με τη μετάδοση και εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων στους αγρότες, καθώς και με την παρακολούθηση των καλλιεργειών. Στα γραφεία αυτά, που υπάγονται σε τέσσερις Δήμους, 229 Κοινότητες και πάνω από 150 συνοικισμούς, υπηρετούν 17 γεωπόνοι. Όπως καταλαβαίνουμε, η δυνατότητα των γεωπόνων στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της γεωργίας είναι περιορισμένη, αφού μπορούν να επισκέπτονται κάθε χωριό μόνο μία φορά στους τέσσερις μήνες. Όσον αφορά την κτηνιατρική υπηρεσία, οι δέκα κτηνίατροι του νομού δεν επαρκούν, και γι’ αυτό είναι αδύνατο να προσφέρουν πλήρως τις υπηρεσίες τους, όσο κι αν εργάζονται με υπεράνθρωπο ζήλο. Όσον αφορά τη χρηματοδότηση μέσω της Α.Τ.Ε., το 70% των δανείων εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμες ανάγκες της γεωργίας, ενώ η χρηματοδότηση έργων υποδομής είναι ελάχιστη. Ο ρόλος των συνεταιρισμών στο νομό είναι περιορισμένος. Από τους 248 συνεταιρισμούς, οι 187 (75%) είναι πιστωτικοί, δηλαδή δεν ασχολούνται με τίποτε άλλο πέρα από τη μεσολάβηση για την προώθηση δανείων στην Α.Τ.Ε. Οι υπόλοιποι 63 δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς, χωρίς όμως να είναι παραγωγικοί με την έννοια της κοινής παραγωγής και διάθεσης προϊόντων.

»Η εκπαίδευση των αγροτών σε θέματα που τους αφορούν είναι σχεδόν ανύπαρκτη: μόλις το 0,2% του αγροτικού πληθυσμού εκπαιδεύτηκε σε διάφορα θέματα από το ΚΕΓΕ το 1976.»

Συγκρίνοντας την αγροτική κατάσταση στην Αιτωλοακαρνανία του 1977 με τη σημερινή, εύκολα κάποιος μπορεί να διαπιστώσει ότι τα προβλήματα (μικρός κλήρος, μεγαλύτερη έλλειψη αγροτικών χεριών, προβλήματα άρδευσης) μεγιστοποιούνται από το γεγονός της μεγαλύτερης εξάρτησης της παραγωγής από την τεχνολογία, τις ασταθείς και βίαιες εναλλαγές των καιρικών συνθηκών, την εκτεταμένη βιομηχανοποίηση της γης στο όνομα της «πράσινης ενέργειας» και τις σκανδαλώδεις πολιτικές των επιδοτήσεων, με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτών να εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλους τομείς και η τοπική προστιθέμενη αξία να περιορίζεται από την έλλειψη μονάδων μεταποίησης.

Διαβάστε περισσότερα στο link που ακολουθεί:
Επισήμανση των γενικότερων προβλημάτων
του νομού Αιτωλοακαρνανίας | Μια μελέτη του 1977

Φωτογραφία: Αρμάθιασμα
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν