Η Αγία Τριάδα που κοίταζε κείνη την ώρα;


...

Γιάννα Σμανή

| Η Αγία Τριάδα που κοίταζε κείνη την ώρα; |

«Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωξε… Εκτόπισε… Πλησίασε…
Εκατό περίπου μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα»


|Στο κοντινό χωριό Αβώρανη, αχάραγα ακόμα, μια μάνα, χωμένη στις στάχτες του τζακιού πάλευε ν’ ανάψει τη φωτιά. Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, κι όπως το καλεί ο χαρακτήρας της μέρας, ήταν θλιμμένη. Ψιλόβρεχε. Ξάφνου ριπές όπλων έσκισαν την ησυχία της αυγής κι έφτασαν ως τ’ αυτιά της κι ακόμα πέρα.

Πετάχτηκε όρθια αλαφιασμένη κι έπιασε το κεφαλομάντηλο που ‘χε γλιστρήσει στους ώμους της. Μια σκοτεινιά την κατέκλυσε, μια στιγμιαία ζάλη την ανάγκασε να στηριχτεί στην προεξοχή του τζακιού. Η καρδιά αναπήδησε, το στομάχι δέθηκε κόμπος. Κείνη την ίδια στιγμή ήξερε… Ο πρωτότοκός της, ο Γιάννης της, που έλειπε από τις 17 Μαρτίου διέτρεχε κίνδυνο. Έδεσε σφιχτά κάτω απ’ το σαγόνι της το λυμένο κεφαλομάντηλο και ξεχύθηκε τρέχοντας έξω απ ΄ το μικρό χωριατόσπιτο.

Άρχισε να τρέχει προς τις ριπές. Ανά πέντε, ίσως και δέκα λεπτά οι ριπές επαναλαμβάνονταν πάλι και πάλι… Εκείνη έτρεχε, μόνο έτρεχε και ζύγωνε. Να προλάβει… Αλήθεια, τί;

Τρεις Έλληνες ήταν εκείνοι που ήρθαν και τον έψαχναν στο σπίτι τους. Δεν ήταν εκεί. Του την έστησαν και τον έπιασαν. Η κατηγορία: «αντεθνική Δράση». Δεν την κατάλαβε ποτέ αυτή την κατηγορία. Το παιδί της αγαπούσε την Ελλάδα και πάλευε για τη Λευτεριά της. Έτσι της είχε πει, και το πίστευε το παιδί της. «Λάθος θα έκαναν», είπε μέσα της, «σύντομα θα τον αφήσουν». Τα ίδια της είχε πει κι εκείνος, τη μια φορά, που της επέτρεψαν να τον δει στις φυλακές της Αγίας Τριάδας όπου τον κρατούσαν, μαζί με πολλούς άλλους.

Είχε όνειρα για το πρωτότοκο αρσενικό παιδί της. Να σπουδάσει, να γίνει γραμματιζούμενος, χρήσιμος άνθρωπος. Και τα ‘παιρνε τα γράμματα. Ο πόλεμος ανέκοψε τα όνειρά του. Θα συνέχιζε μόλις λευτερωνόταν η πατρίδα. Από κοντά έρχονταν άλλα δυο μικρότερα αρσενικά που ήταν σίγουρη πως θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Να τελειώσουν το Σχολειό, να σπουδάσουν, να ζήσουν καλύτερα.

Στο σπίτι, σαν έσμιγε όλη η υπόλοιπη οικογένεια, γύρω απ’ το σοφρά, κάτω απ’ το φως του λύχνου που ήταν κρεμασμένος ψηλά στο τζάκι, δεν συζητούσαν την απουσία του μεγάλου τους. Τι να πουν, άλλωστε, μπροστά στα μικρά; Μουγγαμάρα απ’ όλους. Κάποιο απρόσμενο δάκρυ που έφτανε στα βλέφαρά της το σκούπιζε άτσαλα, αποδίδοντάς το στον καπνό που έβγαινε απ’ το τζάκι γιατί, τάχα, ο αέρας φυσούσε ανάποδα και τον γύριζε προς τα μέσα.

Οι μέρες περνούσαν, κι εκείνη περίμενε με λαχτάρα. Πρόσμενε. Άφηνε το βλέμμα της να χαθεί στο βάθος του δρόμου και πάλευε να διακρίνει την λεβεντόκορμη φιγούρα του να προβάλει, να την πλησιάζει κι άνοιγε τα χέρια της να κλείσει μέσα τους τα είκοσι χρόνια του.

Δεν ήρθε όμως αυτή η στιγμή που ονειρευόταν. Και τώρα πλησίαζε… Αλήθεια πού;… Τί την περίμενε εκεί;… Πέρασε την Αγία Βαρβάρα χωρίς να έχει σταθεί λεπτό. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, μια τελευταία, απελπισμένη προσευχή: «Βόηθα τον Παναγία μου». Πλησίαζε στο Βωμό…

Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωξε… Εκτόπισε… Πλησίασε… Εκατό περίπου μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα. Έκανε να προχωρήσει, μια ξιφολόγχη ακούμπησε απειλητικά το στήθος της. Έφραξε με την παλάμη το στόμα της κι άκουσε γύρω της το θρήνο που ξεσηκωνόταν απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος, και τις καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα… Ήταν, άραγε, ανάμεσα στους σκοτωμένους και το δικό της παιδί; Μια σειρά από οπλισμένους γερμανοτσολιάδες, με προτεταμένα τα όπλα τους προς το πλήθος, δημιούργησαν ένα αδιαπέραστο τείχος και την εμπόδιζε να πλησιάσει, να ψάξει μέσα στο φρεσκοσκαμμένο λάκκο το βλαστάρι της.

Κάποιος ανιψιός της, που την ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα, έφυγε για την πλατεία να δει, να αναγνωρίσει τους κρεμασμένους. Τρεις ήταν, λέει… Δεν ήταν ο Γιάννης ανάμεσά τους. Μέχρι να πάει και να ‘ρθει ένας απ’ τους συνεργάτες των εκτελεστών ανεβασμένος σ΄ ένα πεζούλι, ν’ ακούγεται καθαρά, διάβαζε με βροντερή φωνή, (πάσκιζε να σκεπάσει το θρήνο, τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, ή μήπως και τη συνείδησή του;) τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Έκανε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένα προσκλητήριο νεκρών. Το πρώτο προσκλητήριο νεκρών, όπου κανείς δεν φώναξε «Αθάνατοι!!!», όπως τους άρμοζε! Με σκισμένη την καρδιά στα δύο, άκουγε – άκουγε – άκουγε…

«Παπανίκος Γιάννης»…  Ο Γιάννης της!!!

Δεν της τον έδωσαν, να αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του, να τον πλύνει, να τον ντύσει, να τον χτενίσει. Να τον στολίσει γαμπρό, πριν τον παραδώσει στη γη. Να χαϊδέψει τα μαύρα του μαλλιά, να ασπαστεί το πρόσωπό του! Να του βάλει στο πέτο ένα από κείνα τα τριανταφυλλάκια της αυλής τους, που τόσο του άρεσαν! Της στέρησαν το νυχτέρι του!

Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους, εκεί πίσω απ’ την Αγία Τριάδα.

 

Φωτογραφίες: Γιάννης Παπανίκος
Οι φωτογραφίες δεν είναι οι αυθεντικές
αλλά αποτέλεσμα επεξεργασίας και καθαρισμού της πρωτότυπης
————————————————————