H «δομική» φτώχεια ενός προβληματικού καπιταλισμού

Συνηθίσαμε στη φτώχεια, φτωχοποιήθηκε η κοινωνία,
χάσαμε προνόμια που είχαν κατακτηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες,
ακόμα και μέσα στον προβληματικό,
κοινωνικά ρατσιστικό, αστικό καπιταλισμό.

  • του Δημήτρη Ραπίδη

Η ελληνική κοινωνία ήδη από το 2008 ξεκίνησε να νιώθει ότι κάτι αλλάζει στην καθημερινότητά της, στο κόστος ζωής, στην αγοραστική της δύναμη, στην οικονομία ευρύτερα. Τα μνημόνια ήρθαν να καταβαραθρώσουν τις αντοχές μας, να βγάλουν στην επιφάνεια τις πρώτες «άμυνες», τη ρευστοποίηση δηλαδή περιουσιακών στοιχείων ως αποτέλεσμα της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης του εισοδήματος, των συνεχών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, με πολλές οικογένειες να «ξεπουλάνε» και να καταφεύγουν σε ενεχυροδανειστήρια για να υποθηκεύσουν κοσμήματα για κάποιες εκατοντάδες ευρώ, για να βγει ο μήνας.

Η κατάσταση κορυφώθηκε το 2012-14, συνεχίστηκε το 2015-16 και σταδιακά από το 2017 και μετά, μέχρι και την νέα οικονομική κρίση το φθινόπωρο-χειμώνα του 2021, η πλειοψηφία των πολιτών ζούσε σε μία κατάσταση «δομικής φτώχειας» θα την ονομάζαμε, σε μία κατάσταση δηλαδή όπου η ανεργία μειωνόταν, χωρίς όμως να ενισχύονται οι μισθοί, η εργασιακή ανασφάλεια δεν βάθαινε, αλλά παγιωνόταν, η αγοραστική δύναμη δεν μειωνόταν περαιτέρω, αλλά αποκτούσε σχεδόν μόνιμα χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια, συνηθίσαμε στη φτώχεια, φτωχοποιήθηκε η κοινωνία, χάσαμε προνόμια που είχαν κατακτηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, ακόμα και μέσα στον προβληματικό, κοινωνικά ρατσιστικό, αστικό καπιταλισμό. Το μεγαλύτερο, όμως, θέμα που παγιώθηκε αυτά τα χρόνια ήταν οι ανισότητες και μία αίσθηση που καλλιεργήθηκε στην πράξη από όλες τις πολιτικές ηγεσίες ότι η «κατάσταση δεν αλλάζει, αυτή είναι, καλό είναι να συνηθίσουμε».

Συνηθίσαμε έτσι στη δομική φτώχεια, χαμηλώσαμε τον πήχη και τις φιλοδοξίες μας, ωστόσο μέσα μας συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ρε φίλε, κάπως θα αλλάξει η κατάσταση, κάπως θα ανεβούμε ψηλότερα. Αυτό δεν έγινε για την πλειοψηφία της κοινωνίας, αντίθετα μπήκαμε σε έναν νέο κύκλο φτώχειας κι εξαθλίωσης για πολλούς, με την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και μία ανερμάτιστη πολιτική ηγεσία να «μπετονάρουν» το χαμηλό ταβάνι που έχουμε από πάνω μας. Το 2014 λέγαμε «δεν έχουμε να φάμε», το 2018 «λέγαμε τουλάχιστον έχουμε μία δουλίτσα», σήμερα το 2022 λέμε «φίλε, δεν βγαίνει καθόλου η φάση, είμαι σε αδιέξοδο». Μπαίνουμε δηλαδή σε έναν κύκλο που δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσει, παρότι με την εμπειρία των μνημονίων και της βαθιάς κρίσης, νομίζαμε ότι είχαμε μία κάποια κατεύθυνση. Τίποτα τελικά δεν έχουμε και, το κυριότερο, δεν καταφέραμε να μάθουμε από τις επιλογές μας και τα λάθη μας.

Μπορεί να περάσαμε και να περνάμε μία κρίση, αλλά την κρίση συνείδησης δεν την περάσαμε και συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε εκλογικά, πολιτικά και κοινωνικά με τον ίδιο τρόπο που κάναμε πριν μπούμε στην περιπέτεια και τρικυμία των μνημονίων. Το γιατί δεν ωριμάσαμε σαν πολιτικά όντα, είναι μία άλλη ιστορία που μπορούν να την ερμηνεύσουν καλύτερα άλλοι, πιο ειδικοί, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε βήματα μπροστά, ούτε αποκτήσαμε μεγαλύτερη, καθαρότερη αντίληψη της κατάστασης, τους πώς λειτουργεί το «σύστημα», πώς μας εκμεταλλεύεται και πώς θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε κάποιες άμυνες αντίστασης κι επιβίωσης για να διεκδικήσουμε το αύριο όπως το θέλουμε και το φανταζόμαστε εμείς.

Οι επόμενες εκλογές, μέσα στο κλίμα που θα γίνουν και με όσα βιώνουμε στην καθημερινότητα και την τσέπη μας, δεν αναμένεται να ρίξουν φως στο ερώτημα «πού βαδίζουμε». Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις πολιτικές ηγεσίες να κάνουν αυτή τη δουλειά, τη δουλειά της πνευματικής κι προσωπικής ζύμωσης. Είναι δική μας δουλειά, προσωπική και συλλογική, με τον εαυτό μας, με το περιβάλλον μας και τους δικούς μας ανθρώπους, τους ανθρώπους που μοιραζόμαστε τις ίδιες σκέψεις και τους ίδιους προβληματισμούς. Πρέπει όμως κάποια στιγμή να γίνει αυτή η δουλειά, όσο επίπονη κι απαιτητική κι αν είναι, διαφορετικά θα συνεχίζουμε να βλέπουμε το δέντρο μπροστά μας, αλλά να χάνουμε το δάσος.

 

Πηγή


AgrinioStories