Γιάννης Χρήστου: Ένας σημαντικός έλληνας συνθέτης

Ο Γιάννης Χρήστου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες, με διεθνή αναγνώριση.

Κύριο χαρακτηριστικό της ζωής και του έργου του ήταν οι έντονες φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες…

Μια νύχτα σαν απόψε, οκτώ προς εννιά Ιανουαρίου του 1970, ακριβώς 50 χρόνια πριν, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, μαζί με τη γυναίκα του, ο σημαντικός μουσικοσυνθέτης Γιάννης Χρήστου. Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, που συνδεόταν μαζί του και οικογενειακά, αφηγείται ακόμη άγνωστες πλευρές μιας εξέχουσας προσωπικής και καλλιτεχνικής διαδρομής. Η 1η δημοσίευση αυτής της παρουσίασης ήταν στο περιοδικό «Το Τέταρτο» – Μηνιαίο περιοδικό πολιτικής και τέχνης, που διηύθυνε ο Μάνος Χατζηδάκις  (τ.3, Ιούλιος 1985)

  • Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου

Έχει γίνει θεσμός σχεδόν, κάθε τόσο να εμφανίζεται σε κάποια εφημερίδα μια είδηση για τον Χρήστου· μισή βιογραφία του, λίγη εργογραφία του, μια γνώριμη φωτογραφία του -ο Χρήστου με τα μαύρα του γυαλιά- κι όλα αυτά κάτω από μεγάλους τίτλους· άλλοτε σπαραχτικούς κι άλλοτε κραυγαλέους. Κι όσοι διαβάζουν λένε: «Ο Χρήστου… Α βέβαια· ο Χρήστου…» Πολλοί λίγοι όμως γνωρίζουν ποιος ήταν ο Χρήστου κι ακόμα πολλοί, μα πολλοί λιγότεροι, αυτοί που ξέρουν τι πράγματι έφτιαξε· φυσικό άλλωστε, αφού τα έργα του δεν έχουν εκδοθεί σε δίσκους ακόμα.

Ο μικρός Γιάννης λοιπόν έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια με αγγλίδα γκουβερνάντα στην καρδιά τής Ελληνικής παροικίας τής κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας… Αφήνοντας για τους ειδικούς μουσικολόγους τα υπόλοιπα, θα προσπαθήσουμε με λόγια απλά να δώσουμε μια συνοπτική κι όσο γίνεται πιο πλήρη εικόνα τής ζωή του, πιστεύοντας πως από ’κει πρέπει να ξεκινήσουμε για να κατανοήσουμε το έργο τού δημιουργού που χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους τής χώρας και γνώρισε στη σύντομη ζωή του διεθνή θαυμασμό και αναγνώριση.

Ας τα πάρουμε πάλι από την αρχή: Ας φανταστούμε -δεν είναι δύσκολο- την πλούσια παροικία των Ελλήνων τής Αιγύπτου γύρω στα 1920. Ας φανταστούμε ένα μεγάλο όμορφο σπίτι όπου ζει ο [Ηπειρώτικης καταγωγής] έμπορος Ελευθέριος Χρήστου, παντρεμένος με την Λιλίκα Ταβερνάρη· νεαρή όμορφη, φιλόδοξη, και φιλότεχνη Κύπρια, που είναι και ολίγον Λογοτέχνις. Το 1922 αποκτούν το πρώτο τους παιδί, τον Ευάγγελο. Στις 8/1/1926 γεννιέται και το δεύτερο. Είναι ο Γιάννης Χρήστου.

Ο μικρός Γιάννης λοιπόν έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια με αγγλίδα γκουβερνάντα στην καρδιά τής Ελληνικής παροικίας τής κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας, ανάμεσα σε τραπεζίτες, βιομηχάνους, εμπόρους και λογής λογής καλλιτέχνες· σ’ έναν περίγυρο που εμπνεόταν από τη Δυτική Ευρώπη· ιδιαίτερα από τη Γαλλία και την Αγγλία, ζώντας μια πολύ άνετη ζωή.

 

Ο Γιάννης Χρήστου στο Αρχαίο Θέατρο των Δελφών το 1964, για τα γυρίσματα εκπομπής για την αμερικανική τηλεόραση με τίτλο «The Inner World» και αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή. Αφηγητής και σχολιαστής ήταν ο γνωστός Βρετανός λογοτέχνης Ρόμπερτ Γκρέιβς.

 

Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως όσο κι αν η Αλεξάνδρεια τής εποχής εκείνης έμοιαζε με την Ευρώπη, δεν ήταν Ευρώπη. Υπήρχαν πάντα γύρω όλα τα ερεθίσματα, τα χρώματα, τ’ αρώματα, η ιστορία τής Ανατολής. Από το κλίμα και τον καθημερινό τρόπο ζωής, μέχρι τους πανάρχαιους μύθους και τις πυραμίδες. Όλα τούτα μαζί· δυτική κουλτούρα, ανατολικές επιδράσεις και κάποια μητέρα πατρίδα, λιγάκι άγνωστη, πολύ εξιδανικευμένη ίσως [Ο πατέρας Ελευθέριος είχε πολεμήσει και τραυματιστεί στους Βαλκανικούς πολέμους], μα πάντοτε παρούσα, επηρέασαν τον Γιάννη Χρήστου σε όλη του τη ζωή. Ιδιαίτερα μάλιστα η Ανατολή συντέλεσε μέχρις ένα βαθμό στον κατοπινό προσανατολισμό του προς τη μεταφυσική και στα ‘μετά θάνατον’. Άλλωστε το μεγάλο Ορατόριό του, το «Μυστήριον» δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ασχολείται με αυτό ακριβώς το θέμα, βασισμένο σε αρχαία νεκρικά αιγυπτιακά κείμενα.

Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ο Γιάννης Χρήστου, αφού μιλά κιόλας ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά και είναι εξοικειωμένος με τα αιγυπτιακά που ακούει γύρω του, πηγαίνει σχολείο στο «Victoria College» στην Αλεξάνδρεια. Είναι πολύ έξυπνο ευαίσθητο και ζωηρό παιδί. Άλλοτε σιωπηρό και σκεφτικό, άλλοτε εκρηκτικό και χαρούμενο. Άλλοτε τραβιέται μόνο σε μια γωνιά, άλλοτε γίνεται το κέντρο τής συντροφιάς. [Φίλοι και συγγενείς] θυμούνται ακόμα την εβδομαδιαία «Οικογενειακή Εφημερίδα» του, όπου σάρκαζε τον πατέρα, τη μητέρα, τη γιαγιά του κι όλο του το σόι με ιδιαίτερη εξυπνάδα και αίσθηση τού χιούμορ. Εκεί όμως που ήταν ασυναγώνιστος ήταν η μουσική. Από πολύ μικρός άρχισε να παίζει πιάνο και έφηβος πια, γίνεται ο αγαπημένος μαθητής τής Gina Bachauer. Λέει ο ίδιος: «Ήμουν δεν ήμουν 5 χρονών όταν αιστάνθηκα την εκπληκτική έλξη που ασκούσε πάνω μου η μουσική. Τότε άρχισα να μελετώ πιάνο· είχα ήδη αποφασίσει ν’ αφιερωθώ στη μουσική και να γίνω συνθέτης. Γύρω στα 13 με 14 μου η Gina Bachauer με μύησε στη γενική θεωρία τής μουσικής. Η ατμόσφαιρα που βασίλευε σπίτι της συντέλεσε στη μουσική μου παιδεία. Θα προσθέσω όμως πως μέχρι τα 17 μου υπήρξα ένας αυτοδίδακτος, με την έννοια ότι την αληθινή δουλειά την έκανα δίχως τον δάσκαλό μου. Εξηγούμαι: έπαιζα τα κομμάτια προσπαθώντας να καταλάβω τη γραφή και τα μυστικά τους. Ήταν απαραίτητο· για να βυθιστώ μέσα τους και να τα ερμηνεύσω καλύτερα, έχοντας οδηγό το μουσικό μου ένστικτο.» (Συνέντευξη τού ίδιου, ‘Lejournaldel’ Egypte’ 3/2/1956)

Οι γονείς του είχαν χωρίσει και ο έμπορος πατέρας του δεν βλέπει με καλό μάτι τις μουσικές σπουδές του: Ο μεγάλος γιος ψυχίατρος και ο μικρός μουσικός! Είναι κάτι που δεν επιτρέπει ο αυστηρός Ελευθέριος. Αντίθετα η μητέρα του -παντρεμένη τώρα μ’ έναν πολύ μορφωμένο και φιλότεχνο Αιγύπτιο διπλωμάτη, ερασιτέχνη ζωγράφο και φίλο πολλών Γάλλων κυβιστών [ιδιαίτερα τού André Lohte]- τον ενθαρρύνει να συνεχίσει. Το 1944 πηγαίνει στο Λονδίνο και γράφεται στα Οικονομικά. Σύντομα όμως, ύστερα από έντονη αλληλογραφία με τον πατέρα του, τα παρατάει, χαρίζοντας μάλιστα όλα τα σχετικά βιβλία σ’ έναν παιδικό του φίλο από την Κύπρο.

Στο King’s College τού Cambridge σπουδάζει φιλοσοφία με τον L. Wittgenstein και τον B. Russel, ενώ παράλληλα μελετά αρμονία, αντίστιξη και σύνθεση με τον Hans Ferdinand Redlich (μαθητή και σχολιαστή του Alban Berg).

Υπάρχουν πολλές διηγήσεις από εκείνη την εποχή, όπου ο Γιάννης Χρήστου μαζί με τον αδελφό του ζει αμέριμνα στο Λονδίνο. «…Είχε κομψότητα, σιγουριά και αέρα… Για εμάς τους άλλους από την Ελλάδα που κουβαλούσαμε μαζί μας τις πρόσφατες αναμνήσεις και τα αισθήματα από τον πόλεμο, την Κατοχή, τον αλληλοσπαραγμό, αυτά τα Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο ήσαν κάτι ξένο… Τα βλέπαμε με αισθήματα μεικτά, με διάθεση κριτική, ανακατεμένη με κάποια ίσως ζήλεια και θαυμασμό» (αφήγηση Δ. Κοπανίτσα) Για πρώτη φορά είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά φοιτητές απ’ την Ελλάδα (Δ. Κοπανίτσας, Στ. Τριάντης, Γιάννης Γουλανδρής, Γιάγκος Πεσμαζόγλου) μα κυρίως είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει τη μουσική του κυρίως παιδεία, ακούγοντας συναυλίες, ρεσιτάλ, μεγάλες ορχήστρες, μεγάλους μαέστρους, δίσκους· εκατοντάδες δίσκους, που αγόραζε ή δανειζόταν από παντού. Τότε πρωτοάκουσε συστηματικά και ενδιαφέρθηκε για την τζαζ, γνώρισε -φευγαλέα- τον Barbirolli και δημιούργησε πολλές φιλίες. Εκεί, τον Γενάρη τού 1950, είδε να παίζεται στο Royal Opera House με τη New London Orchestra που τη διηύθυνε ο Alec Sherman [ο άντρας τής Gina Bahauer] για πρώτη φορά η Μουσική του Φοίνικα: (Εκείνο το βράδυ κάποιοι φίλοι του παρατηρούσαν με περιέργεια στην άκρη τής αίθουσας έναν αυστηρό ηλικιωμένο κύριο, λουσμένο στον ιδρώτα, να σταυροκοπιέται συνέχεια· κι όταν στο τέλος το κοινό χειροκροτούσε, αυτός σκουπιζόταν μ’ ένα μαντίλι κι όλο σταυροκοπιόταν. Ήταν ο Ελευθέριος Χρήστου που είχε έρθει από την Αλεξάνδρεια για να δει αν ο γιός του, αφού έκανε πια αυτό που ήθελε, το έκανε τουλάχιστον σωστά…)

Το 1949 πηγαίνει στην Ιταλία. Στη Μουσική ακαδημία Chigiana τής Σιέννα συνεχίζει τις σπουδές του. Γνωρίζεται με τον μαέστρο και συνθέτη Francesco Lavagnino, με τον οποίο κάνει μαθήματα σύνθεσης. Παράλληλα, επηρεασμένος από τον αδελφό του που έχει σπουδάσει και είναι από το 1948 εγκατεστημένος στη Ζυρίχη μελετώντας κοντά στον Jung, ενδιαφέρεται για την ψυχανάλυση και την ψυχολογία τού βάθους, παρακολουθώντας μάλιστα μαθήματα σαν ελεύθερος ακροατής. Πρέπει να τονίσουμε πως η ενασχόλησή του με την ψυχολογία δεν ήταν απλώς ένα εγκεφαλικό παιχνίδι ή ένα συμπλήρωμα τής ήδη μεγάλης του παιδείας, μα μια βασανιστική τριβή με τον βαθύτερο κόσμο τής ψυχής του. Φαίνεται άλλωστε καθαρά αυτό από τον τρόπο που κρατούσε τις σημειώσεις του και κατέγραφε τα όνειρά του. Είναι βέβαιο πως τότε γνώρισε τον James Hillman (διευθυντή σπουδών, κατόπιν, τού C.G. Jung Institute) με τον οποίον έκανε ψυχανάλυση και συνδέθηκε στενά μαζί του, διατηρώντας πολύ φιλικές σχέσεις μέχρι το τέλος τής ζωή του.

Το 1953 γυρίζει στην Αλεξάνδρεια προσπαθώντας απ’ τη μια μεριά να απομονωθεί και να δημιουργήσει κι απ’ την άλλη να δημιουργήσει μιαν απόσταση ασφαλείας από τον πατέρα του, που πάντα τον θέλει διάδοχό τους στις επιχειρήσεις του. (Είναι ενδεικτικό πως ο Ελευθέριος βλέποντας ότι ο γιός του είναι πια μουσικός, προσπαθεί να τον τραβήξει από άλλο δρόμο κοντά του, προτείνοντάς του να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο· εξασφαλίζοντας του άμεση επιτυχία αφού έχει ήδη στήσει ο ίδιος μια σειρά κινηματογράφων στην Αλεξάνδρεια, σε στενή συνεργασία με όλα τα διεθνή πρακτορεία Αμερικής και Αγγλίας. Ο Γιάννης Χρήστου δεν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο.) Ζει μόνος του, ταξιδεύει συχνά στην Ιταλία και την Κύπρο. Έχει αρχίσει να λειτουργεί έντονα μέσα του η ιδέα ότι πρέπει να γνωρίσει την Ελλάδα και να εγκατασταθεί οριστικά εκεί.

Την ίδια χρονιά σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο αδελφός του. Αυτό το γεγονός τού κόστισε τρομακτικά γιατί ο Έβης, γνωρίζοντας κι ο ίδιος μουσική, υπήρξε ο πνευματικός του πατέρας.
Το 1956 παντρεύεται την παιδική του φίλη Θηρεσία Γεωργίου Χωρέμη, που είχε σπουδάσει ζωγραφική και υποσχόταν ένα λαμπρό έργο· έργο που τελικά δεν έδωσε, γιατί συνειδητά εγκατέλειψε την τέχνη της για ν’ αφοσιωθεί σ’ εκείνη τού άντρα της. Απέκτησαν τρία παιδιά και όπως έλεγε συχνά η ίδια «με τέσσερα μωρά είναι δύσκολο να ζωγραφίζεις». Την ίδια χρονιά σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο αδελφός του. Αυτό το γεγονός τού κόστισε τρομακτικά γιατί ο Έβης, γνωρίζοντας κι ο ίδιος μουσική, υπήρξε ο πνευματικός του πατέρας. Για πολύ καιρό δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα πως ο Έβης χάθηκε: «…ήταν πολύ όμορφα. Ο Έβης ήταν μαζί μας, γιατί ΔΕΝ υπάρχει αυτό που λέμε θάνατος· μόνο διαφορετικές καταστάσεις ύπαρξης.» (γράμμα τού ίδιου στη μητέρα του) Μαζεύει τις σημειώσεις τού αδελφού του και τα γραπτά του για το βιβλίο που ετοίμαζε (The Logos of the Soul και τελικά το εκδίδει ο ίδιος, μαζί με τον James Hillman, στη Ζυρίχη.

Δεν θέλει και δεν μπορεί πια να μείνει στην Αλεξάνδρεια. Εξ άλλου και το γενικότερο κλίμα έχει πολύ αλλάξει. Η Αίγυπτος τού Νάσερ σε λίγα χρόνια δεν θα θυμίζει διόλου τον παράδεισο των αποικιοκρατών και θα γίνει για όλους τους Έλληνες που έζησαν εκεί ένα μακρινό παρελθόν.

Το 1960, μόνιμα εγκατεστημένος πια στην Ελλάδα, περνάει τον μισό του χρόνο στην Αθήνα και τον άλλο μισό στη Χίο, στο πατρικό τής Θηρεσίας: Ένα σπίτι απομονωμένο από τη Χώρα, τριγυρισμένο από μια πολύ μεγάλη έκταση, με γιγαντιαία δέντρα, που ήταν για τον Χρήστου ταυτόχρονα ο τόπος τής πιο απόλυτης σιωπής, τής πιο δημιουργικής απομόνωσης αλλά -πού και πού- και των πιο κοσμικών δεξιώσεων.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του: Ο Χρήστου πάντα και παντού ένιωθε άνετα με όλον τον κόσμο· ακόμα και μέσα σε διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις, χωρίς να υποκρίνεται, διατηρώντας με τον πιο φυσικό τρόπο στο ακέραιο τον εαυτό του. Αν και βαθιά μέσα του αγαπούσε τη φύση, τη μοναξιά και ήταν πολύ απλός με όλους, προτιμώντας ένα ήσυχο ταβερνάκι μιαν έρημη ακρογιαλιά και τις περισσότερες φορές στοχαστικούς περιπάτους μέσα στο μεγάλο χτήμα του (ή συνεχή πήγαιν’ έλα στη βεράντα του, αν ήταν στην Αθήνα)δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι έκανε παρέα και με ανθρώπους με τελείως διαφορετικά ενδιαφέροντα από τα δικά του, κρατώντας όμως πάντα στεγανά και μη θέλοντας να αναμειγνύει διαφορετικούς κόσμους.

Τι έκανε στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια τής ζωής του είναι λίγο πολύ γνωστό: Συνδέθηκε στενά με όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείψει τη βαθύτατη μοναξιά του και χωρίς να επιδιώξει ποτέ κάποιαν επίσημη θέση ή αρμοδιότητα. Τριγυρισμένος από χιλιάδες βιβλία ιστορίας, φιλοσοφίας, ψυχολογίας, θρησκειολογίας, πνευματισμού, λογοτεχνίας, τέχνης και μουσικής, ανάμεσα στο υπερπλήρες για την εποχή studio που είχεν εγκαταστήσει στο σπίτι του, δούλευε κάθε μέρα πάρα πολύ, αφού πριν έκανε με τελετουργικήν αυστηρότητα, μια σειρά ασκήσεων αυτοσυγκέντρωσης.

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτός ο άνθρωπος που μπορούσε να δημιουργεί χάος με τους ήχους, αγαπούσε υπερβολικά την τάξη γύρω του, κι ενώ είχε απόλυτη συνείδηση τού μεγαλείου του έλεγε συχνά: « Music has failed, man has failed» (Η μουσική ξαστόχησε ο άνθρωπος ξαστόχησε)

 

4 «Αnaparastasis». Στιγμιότυπο από τον «Επίκυκλο», μια δράση του 1968 στην Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής.

 

Έγραψε μουσική για το Εθνικό Θέατρο και για το Θέατρο Τέχνης. Παίχτηκαν έργα του· εδώ από την Κ.Ο.Α κι από μικρά σύνολα, μα και από ξένες ορχήστρες. Ήτανε ο πόλος έλξης στις «Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής». Τον απασχολούσε πάντα πάρα πολύ, η ποιότητα τής εκτέλεσης των έργων του. Πολλοί γνωρίζουν ότι προτιμούσε ένα έργο να μείνει άπαιχτο μες στα συρτάρια του, παρά να μην εκτελεστεί σωστά.

Ταξίδεψε πολύ· στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία. Επέβλεψε ο ίδιος τις πρόβες και είδε να ανεβάζονται άψογα παρουσιασμένα στην Κοπεγχάγη, στο Μόναχο και στο Λονδίνο, το «Μυστήριον» οι «Πύρινες Γλώσσες» και οι «Αναπαραστάσεις I και III». Στις ΗΠΑ τέλος, όπου έκανε τεράστια εντύπωση, είδε να παίζεται η «Εναντιοδρομία» του, το ίδιο βράδυ μαζί με το 2ο κοντσέρτο τού Λιστ με τον Claudio Arrau στο πιάνο. Τότε ήταν που ο γνωστός μουσικοκριτικός Nicolas Slonimsky χαρακτήρισε τις «Πύρινες Γλώσσες» ως «ένα από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα του 2ου μισού τού αιώνα μας».

Από το 1969 ετοίμαζε την «Ορέστεια» που θα παιζόταν στο Τόκυο. Δεν έμελλε. Έμεινε ασύνδετο ηχητικό υλικό, δίχως κανένα κώδικα που να μας επιτρέπει να βάλουμε κάποια σειρά.

Εκείνο που δεν είναι ευρύτερα γνωστό, είναι η ιδέα που τον απασχολούσε από το 1967, να δημιουργήσει ένα τεράστιο πνευματικό πολιτιστικό κέντρο σε μια παραθαλάσσια έκταση στη Χίο, όπου παράλληλα με τον τουρισμό που -μοιραία- θα αναπτυσσόταν, είχε κατά νου να οργανώνει συνέδρια ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και ιδιαίτερα να παρουσιάζει ‘πολύτεχνα’ έργα· όλα παρουσιασμένα με τον δικό του, μοναδικό θυελλώδη και ζωντανό τρόπο, που συμπαρέσυρε στη δίνη του και τον πιο υποτονικό, τον πιο αδιάφορο, τον πιο αντικαλλιτεχνικό άνθρωπο. Πολλοί το χαρακτήρισαν τότε έργο ‘Εθνικό’, που θα αποτελούσε παγκόσμιο πόλο έλξης, αλλά και μια μοναδική ευκαιρία προβολής της Ελλάδος -επιτέλους!- με κάτι σύγχρονο. Όλα ήσαν έτοιμα. Ακόμη και τα σχέδια του ‘περίεργου’ για την εποχή θεάτρου. Όλα· όπως και η «Ορέστεια». Το βράδυ 8 προς 9 Ιανουαρίου 1970, μαζί με τη γυναίκα του, σκοτώθηκε -ακριβώς όπως ο αδελφός του- σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ήταν 44 ετών.

 

 

 


AgrinioStories