.
Aθανάσιος Παλιούρας
Για ένα καρβέλι ψωμί
Μια ιστορία της Κατοχής στην Ντούτσαγα
Με το Ζαχαρία και τον Τάκη ήμασταν πρώτα ξαδέρφια. Ζούσαμε μαζί καθώς τα πετρόχτιστα σπίτια και των τριών οικογενειών μας ήταν κοντινά, δίπλα-δίπλα του Ζαχαρία και του Τάκη, στην απέναντι μεριά του δρόμου το δικό μας. Το Ζαχαρία, που είχε το όνομα του παππού μας, τον φωνάζαμε όλοι Ράκια και ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον Τάκη κι εμένα. Με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε όλοι μαζί, πότε στην αυλή με το πηγάδι, τα κυπαρίσσια και τη μεγάλη σκαμνιά, πότε έξω στο χωματόδρομο. Τα καλοκαίρια όμως τα κοντινά καπνοτόπια τα μετατρέπαμε σε ποδοσφαιρικά γήπεδα όταν τέλειωνε το μάζεμα του καπνού.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στη χώρα μας και στην πόλη μας έφτασαν κι ως τη γειτονιά μας. Μια μικρή φάλαγγα με δύο φορτηγά και μία τρίκυκλη μοτοσικλέτα μετέφεραν δέκα πάνοπλους Γερμαναράδες. Σταμάτησαν μπροστά στο μαντρότοιχο της αυλής με το πηγάδι, κατέβηκαν και πέρασαν από την μεγάλη ανοιχτή πόρτα που την χρησιμοποιούσε ο παππούς μας, ο μπάρμπα Ζάχος, όταν ήθελε να βάλει μέσα το κάρο για να κουβαλήσει δέματα καπνού ή τις καλάθες με τα κρασοστάφυλα το καλοκαίρι. Στην άκρη, κάθετα προς την αυλή, από την άλλη μεριά των σπιτιών, απλωνόταν χαμηλό στενόμακρο κτίριο, πετρόχτιστο και κεραμοσκέπαστο, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη για τα καπνά, τα καλαμπόκια και τα στάρια. Στη μια άκρη δυτικά της αποθήκης, ο παππούς μας, είχε ξεχωρίσει ένα μεγάλο δωμάτιο κι εκεί ήταν το πατητήρι. Μια τεράστια καδοπούλα στην μέση κι απάνω το πατητήρι, όπου κάθε Σεπτέμβρη με τον τρυγητό κουβαλούσαν όλοι, κι εμείς τα παιδιά, καλάθες και καλαθά-κια με τα σταφύλια για να τα πατήσουμε και να βγει ο μούστος. Ο μεγάλος μας καημός ήταν που ο παππούς ο Ζάχος, αυστηρός και επιβλητικός, δεν μας άφηνε να ανεβούμε στο πατητήρι και να πατήσουμε κι εμείς λιγάκι τα σταφύλια. Αυτός έπαιρνε τις προφυλάξεις του, να μην ανεβούμε και πέσουμε από τόσο ψηλά, αλλά εμείς τότε δεν καταλαβαίναμε. Κολλούσαμε σαν τσιμπούρια στις μανάδες μας για να μεσολαβήσουν στον παππού, αλλά αυτές θέλεις από σεβασμό θέλεις από φόβο μας παρέπεμπαν συνέχεια σ’ αυτόν. Συνέβη λοιπόν κι’ αυτό: Μια χρονιά αφού εξαντλήσαμε όλα μας τα παρακάλια ο παππούς μας έστησε μπροστά του και τους τρεις μας, μας κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο και μας έδωσε την χαριστική βολή.
«Δεν μπορείτε να πατήσετε τα σταφύλια, είναι άπλυτα τα πόδια σας…»
Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι του 1942 οι Γερμανοί «επίταξαν» την αποθήκη του παππού. Έφεραν κρεβάτια, ξύλινες καρέκλες, ένα γραφείο, ρούχα, τα πράγματά τους κι εγκαταστάθηκαν «σα στο σπίτι τους ». Όλη μέρα κουβέντιαζαν, έπαιζαν με μια μπάλα στην αυλή κάτω από τη σκαμνιά και άκουγαν γερμανικά τραγούδια από ένα γραμμόφωνο που είχαν με πολλές «πλάκες» 78 στροφών. Μόνο το πρωί είχαν απασχόληση. Κάθε μέρα δύο μεγάλα φορτηγά ξεφόρτωναν ψωμιά, πολλά ψωμιά και τα τοποθετούσαν στη μεγάλη αποθήκη μέσα σε κοφίνια. Όταν έφευγαν άδεια τα φορτηγά τότε άρχιζε ένα αδιάκοπο πήγαινε έλα. Τρίκυκλες μοτοσικλέτες, η μια κοντά στην άλλη, έρχονταν, έμπαιναν στη μεγάλη αυλή και οι Γερμανοί, μόνιμοι κάτοικοι της αποθήκης, αφού συμβουλεύονταν χαρτιά με καταστάσεις, νούμερα και ονόματα, μετρούσαν τα καρβέλια και τα τοποθετούσαν σε κάθε μοτοσικλέτα αφού έπαιρναν υπογραφή α-πό τον υπεύθυνο μοτοσικλετιστή. Είκοσι καρβέλια, εικοσιπέντε, τριάντα, γέμιζαν το «κασόνι- σκάφος» της μοτοσικλέτας. Έτσι τροφοδοτούσαν, σε καθημερινή βάση τους στρατιωτικούς τους σταθμούς στην πόλη και στα περίχωρα. Εμείς, βόμπιρες τότε, έξι χρονών ο Ράκιας και πέντε ο Τάκης κι εγώ, συχνά και με άλλα παιδιά καθόμασταν στο πεζούλι και παρακολουθούσαμε την ιεροτελεστία. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Τα ζεστά, αχνιστά καρβέλια φάνταζαν σαν να ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου, τα μάτια μας είχαν γουρλώσει και η άδεια κοιλιά γουργούριζε καθώς οι Γερμανοί τα περνούσαν μπροστά μας μεγαλώνοντας τη λαχτάρα μας…
Έτσι αποφασίσαμε να δράσουμε. Το βράδυ καταστρώσαμε το σχέδιο και το άλλο πρωί ήμασταν έτοιμοι να το εφαρμόσουμε. Ήρθε το πρώτο φορτηγό και φρέναρε μπροστά στη μεγάλη πόρτα της αυλής. Αμέσως βγήκε από την αποθήκη ο Γερμανός στρατιώτης με το όπλο του. Κάθε μέρα στεκόταν στο πίσω μέρος του φορτηγού σκοπός για να μην ανοίξει η όρεξη κανενός πεινασμένου νεοέλληνα και τολμήσει και αρπάξει ένα ή περισσότερα ψωμιά.
Ήμασταν ξυπόλυτοι και ακροπερπατούσαμε. Κινηθήκαμε σαν αστραπή έτσι όπως είχαμε καταστρώσει το σχέδιο. Κάποια στιγμή που ο φρουρός κουβέντιαζε με τον οδηγό του φορτηγού και οι άλλοι Γερμανοί που κουβαλούσαν τα ψωμιά μπήκαν στην αποθήκη βρεθήκαμε και οι τρεις πίσω από το φορτηγό. Ο Τάκης κοίταζε το σκοπό μη μας αντιληφθεί, ο Ράκιας έσκυψε κι εγώ πάτησα στην πλάτη του κι έφτασα ένα καρβέλι και το τράβηξα με το χέρι μου. Έλα όμως που καθώς το έσυρα προς το μέρος μου κουνήθηκαν μαζί του και άλλα τέσσερα-πέντε, έπεσαν κάτω και κύλισαν στον χωματόδρομο έτσι στρογγυλά που ήταν. Τα καρβέλια μας πρόδωσαν…Ο Γερμανός φρουρός αμέσως στράφηκε προς το μέρος μας φωνάζοντας δυνατά και τους άλλους. «Πάμε!», μπόρεσα και φώναξα και τραβήξαμε και οι τρεις τρέμοντας και τρέχοντας προς την α-ντίθετη κατεύθυνση. Αλλά δυστυχώς δε μπορέσαμε να ξεφύγουμε. Όλοι μαζί οι Γερμαναράδες μας κυνήγησαν και ουρλιάζοντας μας έπιασαν. Σπαρταρούσαμε στα σιδερένια τους χέρια, «ρεκάζαμε» από το κλάμα, αλλά εις μάτην. Μας έμπασαν στην μεγάλη αυλή κι εκεί ο Φρίτς έδωσε τις εντολές του. Ήταν ψηλός ο Φρίτς, κατάξανθος και κατακόκκινος, φόβος και τρόμος για μας. Συχνά, καθώς καθόμασταν όλα τα παιδιά στο πεζούλι, συνήθιζε να στέκεται από πάνω μας και τα κατακόκκινα μάτια του έβγαζαν σπίθες μόλις έμπηχνε τις αγριοφωνάρες του:
-«Ράους….»
Σιγά-σιγά όλοι εμείς σηκωνόμασταν στα νύχια, κάναμε στην αρχή μερικά δειλά βήματα κι ύστερα το βάζαμε στα πόδια χωρίς να κοιτάξουμε πίσω μας, όπου ακούγαμε τις βαριές μπότες του Φρίτς να χτυπούν δυνατά με ποδοβολητό στο χώμα και συνάμα την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά στο στήθος μας.
Μπήκαν λοιπόν στην αποθήκη δύο Γερμανοί και σε λίγο βγήκαν έξω κρατώντας στα χέρια τους τριχιές. Φωνάζοντας και χειρονομώντας μας έδεσαν από τη μέση ένα-ένα, πέταξαν την υπόλοιπη τριχιά ψηλά σε κάποιο κλωνάρι της σκαμνιάς και τραβώντας την άλλη άκρη μας ανέβασαν ένα μέτρο και περισσότερο πάνω από τη γη. Έδεσαν τις τριχιές από τον κορμό του δέντρου, έβαλαν ύστερα τα χέρια τους στη μέση και κου-βεντιάζανε ζωηρά μεταξύ τους απολαμβάνοντας το έργο τους. Εμείς κρεμόμασταν από τρία κλωνάρια της σκαμνιάς και όπως κλαίγαμε και φωνάζαμε κουνώντας χέρια και πόδια εκλιπαρούσαμε να μας ξεκρεμάσουν. Φαίνεται όμως πως γι’ αυτούς αποτελούσαμε ανεπάντεχο θέαμα, γι’ αυτό, πότε μας απειλούσαν με τις αγριοφωνάρες τους και τις απότομες χειρονομίες τους και πότε ξεσπούσαν σε τρανταχτά γέλια καθώς έβλεπαν τα γεμάτα δάκρυα μάτια μας να τους ικετεύουν.
Δεν άργησε να το πάρει είδηση η γειτονιά. Πρώτα εμφανίστηκαν τρέχοντας και τρέμοντας οι μανάδες μας. Η θεία η Βενατσιάνα η μάνα του Ράκια, η θεία η Κασσάντρα η μάνα του Τάκη και η «κυρά Μαρία» η μάνα μου. Μαζί μαζεύτηκαν και οι γυναίκες της γειτονιάς, η Μανιακού με την κόρη της Κατίνα, η θείτσα Μήτρου με τον άντρα της τον μπάρμπα Γιώργο τον καροτσέρη, η κυρά Πέτραινα, η κουμπάρα η Βαΐτσου, η κυρά Λενιώ η Σερέτη, η Κωστάντου και η Λουκία οι αδερφές Κοντογρουνέισες. Έτρεχαν γύρω-γύρω κλαίγοντας με τα χέρια υψωμένα, τα άπλωναν ικετευτικά προς τους Γερμανούς παρακαλώντας, έκαναν πίσω καθώς ξαφνικά έρχονταν απάνω τους εκείνοι απειλώντας, ξανάρχονταν μπροστά κλαίγοντας και παρακαλώντας, πότε όλες μαζί αγκαλιασμένες, πότε μια-μια γονατιστές ικετεύοντας.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο παππούς μου, ο μπάρμπα Ζάχος. Με τα σμιχτά μεγάλα φρύδια και τα μουστάκια που κρέμονταν πάνω στο στόμα, με την αετίσια ματιά και το πλατύ χαμόγελο, με την ίσια κορμοστασιά παρά τα χρόνια του, άρχοντας και πρώτος, σεβαστός σ’ όλη την Ντούτσαγα κι ακόμα παραπέρα.
Μέσα από τα δάκρυα σήκωσα το κεφάλι και τον είδα. Η καρδιά μου σκίρτησε και η ελπίδα για τη σωτηρία μας αστραπιαία μπήκε μέσα μου. Τον είδα λίγο σαστισμένο, λίγο προβληματισμένο καθώς με αργό, αλλά σταθερό βήμα πέρασε μέσα από τις γυναίκες ολόισα προς τους Γερμανούς. Στάθηκε μπροστά στο Φρίτς, ακούμπησε τα γόνατά του στο χώ-μα, έβγαλε την τραγιάσκα και χτύπησε με δύναμη τα στήθια του με τις γροθιές του. «Εμένα βαράτε », είπε με βροντερή φωνή, « αυτά είναι πίκουλα, ψυχούλες, μωρά, δεν τα λυπάστε;»
Οι Γερμανοί σταμάτησαν απότομα τις φωνές και κοιταζόντουσαν αμήχανοι. Ο Φρίτς όμως πήγε ως το πεζούλι, πήρε το όπλο του και ξα-ναγυρίζοντας απότομα, κρατώντας το από την κάννη το σήκωσε ψηλά και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη σημαδεύοντας τα στήθια του παππού μου. Ένας κρότος κι ένα δυνατό τράνταγμα έκανε τις γυναίκες να χάσουν τη μιλιά τους προς στιγμήν. Ο παππούς μου έπεσε πίσω, καθώς ήταν γονατιστός, σωριάστηκε και το κορμί του απλώθηκε στο χώμα καθώς αίματα άρχισαν να τρέχουν από το πρόσωπο και τα χέρια. Και ξαφνικά, μέ-σα από την απόλυτη σιωπή, άρχισαν φωνές και αλαλαγμοί, κραυγές και κατάρες απ όλο μαζί το χορό των γυναικών που βάζοντας τα δυνατά τους πλησίαζαν με αποκοτιά και τόλμη τους Γερμανούς. Ο Φρίτς και η παρέα του έκαναν πίσω ως το πεζούλι. Η μάνα μου και οι θειάδες μου μάζεψαν τον παππού μας, ο οποίος μέσα στα αίματα μπόρεσε και στήθηκε όρθιος καθώς τον ανακρατούσαν η κόρη του και οι νύφες του. Γύρισε κατά το μέρος των Γερμανών και μια αστραπή έφυγε από την κοφτερή ματιά του. Τους φώναξε:
«Κακούργοι, φονιάδες, διαόλου ράτσα…»
Οι γυναίκες τον τράβηξαν κατά το κατώι για να τον περιποιηθούν. Εμείς μείναμε κρεμασμένοι… Ποτέ στην ζωή μου δεν μπόρεσα να υπολογίσω το χρόνο. Μία ώρα, δύο, τρεις; Οι γυναίκες της γειτονιάς και πολλοί περαστικοί που έμειναν άφωνοι στην άκρη, απόκαμαν και περίμεναν καρτερικά. Εμείς και οι τρεις ήμασταν μισοπεθαμένοι, χωρίς δυνάμεις πλέον, χωρίς φωνή, δίχως δάκρυα, ξεπνεμένοι. Περιμέναμε κρεμασμένοι, ακίνητοι, βουβοί…
Κάποια ώρα οι Γερμανοί αποφάσισαν να βάλουν τέλος στο γλέντι. Ο Φρίτς έδωσε τη λύση. Τον είδαμε να βγαίνει από την αποθήκη με μια τεράστια ψαλίδα, από αυτές που είχαν οι τσομπάνηδες για να κουρεύουν τα πρόβατα και οι αγρότες για να περιποιούνται τη χαίτη και την ουρά των αλόγων. Ήρθε κοντά μας μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο κατευχαριστημένος για την τελευταία του εφεύρεση. Σήκωσε το ψαλίδι κρατώντας το και με τα δυο του χέρια κι άρχισε να κόβει την τριχιά.
Γκάπ… Τα σώματά μας, ένα-ένα έπεφταν στο χώμα κι έσκαγαν. Παρόλα αυτά μπορέσαμε να σταθούμε όρθιοι, να περπατήσουμε μέχρι τις μανάδες μας και να χαθούμε στην αγκαλιά τους. Με ανέβασαν στο σπίτι και με ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Στη μέση, στο τρυφερό κορμάκι, είχε σχηματιστεί γύρω-γύρω ένα βαθύ κατακόκκινο αυλάκι με αίμα που με πονούσε.
Στη γειτονιά μας, κοντά στο Γηροκομείο, έμενε η Σκουμάντζου η μαντζανού. Όλοι την έλεγαν «γιάτρισσα» γιατί ήξερε να παρασκευάζει διά-φορα «μαντζούνια» και καθώς έλεγε η ίδια θεράπευε πληγές, σταματούσε τους πυρετούς, έκοβε τις ανορεξίες και με τα βοτάνια της έπειθε τις γυναίκες ότι θα κάνουν «παιδιά», όχι κορίτσια.
Ήρθε η Σκουμάντζου και ζήτησε από τη μάνα μου να βράσει πατάτες και κρεμμύδια. Έβαλε μέσα και λίγο λάδι ελιάς, το ανακάτεψε κι έκανε μια αλοιφή, «κατάπλασμα» την έλεγε. Την έβαλε στην πληγή ολόγυρα προσεκτικά-προσεκτικά ενώ μου έλεγε πόσο γενναίος ήμουνα και πως αύριο θα είμαι καλά. Η μάνα μου έσκισε ένα άσπρο, καθαρό πουκάμισο του πατέρα μου και δέσανε γύρω-γύρω την πληγή. Πονούσα, φοβόμουνα, έσβηνα καθώς συνέχεια μπροστά μου ερχότανε το κατακόκκινο πρόσωπο του Φρίτς. Με τις γυναίκες να κουβεντιάζουν γύρω μου, με τα μάτια βουρκωμένα, δεν κατάλαβα πως αποκοιμήθηκα.
Στον ύπνο μου, όλη τη νύχτα, έβλεπα ψαλίδια.
Φωτογραφία: Πιτσιρικάς με ψωμιά
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν