Γεώργιος Σουρής: Ο μεγάλος σατιρικός

Ο Γεώργιος Σουρής ήταν Έλληνας λόγιος και σατιρικός ποιητής,
από τους κορυφαίους, όχι μόνο για το έργο του,
-άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κολοσσιαίο-,
αλλά και για το βίο του που υπήρξεν εξίσου υποδειγματικός
αλλά και παρόμοια σατιρικός όπως κι αυτό

Κανείς δεν είχε να του προσάψει κάτι -πλην ίσως μερικών από τους… σατιρισμένους- κι όχι άδικα, καθώς δεν πείραξε ποτέ κανέναν, αγάπησε με πάθος τη σύζυγό του -μία γνώρισε, μία πήρε κι έκλεισε- σατίρισε αλλά δεν κράτησε ούτε του κρατηθήκανε κακίες και γενικά, μιας κι η σάτιρά του ήτανε τόσον εύστοχη και τόσο κωμική και πετυχημένη, κατέληξε να τονε λατρεύουν όλοι. Ο πατέρας του ήτανε γεννημένος στα Κύθηρα, η μητέρα του στη Χίο -τονε προόριζε για ιερέα- ενώ ο ίδιος είχε γεννηθεί στη Σύρο. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Νέο Φάληρο όπου και πέθανε το έτος 1919.

 

Ελαιογραφία φιλοτεχνημένη το 1889 από τον Τρ. Καλογερόπουλο.

 

Γεννήθηκε τη 2η Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη Σύρου. Τις γυμνασιακές σπουδές του τις τέλειωσε στην Αθήνα. Προοριζόμενος για τον ιερατικό κλάδο αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, στα 17 του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, κοντά σ’ ένα θείο του σιταρέμπορα για να εντρυφήσει στα μυστικά του …εμπορίου. Όμως (ευτυχώς) αποδείχτηκεν ακατάλληλος μέσα στο δίμηνο κι επέστρεψεν άρον-άρον στη πρωτεύουσα, που εργάστηκε σαν αντιγραφέας συμβολαίων, στο συμβολαιογραφείο του Γρυπάρη, πατέρα του μετέπειτα επιφανούς πολιτικού και διπλωμάτη. Κι η εργασία που προσέφερε εκεί ήτανε στην ουσία κείνη του αντιγραφέα, δηλαδή του γραφέα που αναπαρήγαγε αντίγραφα από το πρωτότυπο συμβόλαιο. Πήρε μέρος και σ’ ερασιτεχνικές παραστάσεις, ενώ παράλληλα φοιτούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε καθώς απέτυχε στο μάθημα της μετρικής! Τότε ήταν που αποφάσισε την έκδοση του δικού του σατιρικού περιοδικού του Ρωμηού το οποίο ήταν εξ ολοκλήρου γραμμένο με μέτρο. Εκείνος που κρίθηκε ως ακατάλληλος στο μάθημα αυτό.

Συνεργάστηκε με ποικίλα πεζά κι έμμετρα, στα τότε περιοδικά της εποχής: ΡΑΜΠΑΓΑ, ΑΣΜΟΔΑΙΟ, ΑΣΤΥ & ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ. Το 1882 εξέδωσε δική του σατιρική εφημερίδα, το ΡΩΜΗΟ, που όμως τον σταμάτησε για ένα χρόνο, για να δώσει πτυχιακές εξετάσεις. Η απόρριψη του (επίσης ευτυχώς) απ’ αυτές τον έκαμε να εγκαταλείψει οριστικά κάθε βλέψη για πτυχίο και ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σάτιρα. Ξανάβγαλε το Ρωμηό στις 2 Απρίλη 1883, όταν ο ποιητής ήταν 30 ετών και τον κυκλοφορούσε τακτικά μέχρι λίγο πριν το θάνατό του, ως τις 17 Νοέμβρη 1918 -36 χρόνια κι 8 μήνες και για 1444 συνολικά τεύχη. Έγραψεν επίσης κι εύθυμα μονόπρακτα, που γνώρισαν μεγάλην επιτυχία.

 

 

Διέκοπτε την έκδοση του περιοδικού αυτού για 2 μήνες το χρόνο στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς ήθελε να απολαμβάνει το Νέο Φάληρο. Ωστόσο είχε τη βεβαιότητα πως η φήμη του κάποτε θα απογειωνότανε κι ότι θα αναγνωριζόταν η ποιητική του ικανότητα. Αυτή την αίσθηση την επαναλάμβανε διαρκώς στη σύζυγό του Μαρία. Και πραγματικά έτσι συνέβη, καθώς η δημοτικότητά του γρήγορα απογειώθηκε. Ο μόνος στην εποχή του, στο ίδιο είδος ποίησης, που μπορούσε να τον πλησιάσει σε δημοτικότητα ήταν ο Αχιλλέας Παράσχος. Η μορφή του έγινε γρήγορα αναγνωρίσιμη. Όταν το 1908 ανέβηκε σ’ ένα μπαλκόνι στην οδό Ερμού για να παρακολουθήσει τον Επιτάφιο -ήταν Μεγάλη Παρασκευή- δύο χωρικοί από το Μενίδι, φορώντας τη τοπική τους ενδυμασία, στέκονταν κάτω από το μπαλκόνι κι αντί να κοιτάνε τον Επιτάφιο, δείχναν ο ένας στον άλλο το μπαλκόνι και φώναζαν “Να ο Σουρής”. Σχετικά με τη διακοπή τα καλοκαίρια, την ανήγγειλε με στίχο:

Μαζί με τα κοψίματα που φέρνει κάθε φρούτο
θα πάψει πάλι κι ο Ρωμηός από το φύλλο τούτο
θα πάψει κάμποσον καιρό, όπως το συνηθίζει
κι όπου παρά θιν’ αλός πηγαίνει και καθίζει.
Με άλλους λόγους δηλαδή πάει στον Φαληρέα του
μαζί με την παρέα του.

     Το 1873 γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου -από τη Πόλη-, την ερωτεύτηκε και παρά τις αντίξοες -αρχικά- συνθήκες τη παντρεύτηκε το 1881. Ζήσανε μια θαυμάσια οικογενειακή κι ευτυχισμένη ζωή, αποκτήσανε 5 παιδιά, πράγμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, -κι όχι άδικα- ιδεώδες. Τύπος δειλός, μελαγχολικός, αφηρημένος, μετριόφρων, μύωψ, αλλά ευφυέστατος και λογιώτατος, άφησε πίσω του πολλά και θαυμάσια “ανέκδοτα”. Παροιμιώδεις ήτανε οι καλλιτεχνικές του συγκεντρώσεις, στο σπίτι του, της Οδού Πινακωτών 15 (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) και πολλάκις οι εφημερίδες της τότε εποχής, κάμανε στην άκρη σημαντικά γεγονότα, για να αφιερώσουνε πεντάστηλα, καλύπτοντας τέτοια… δρώμενα. Εδώ υπάρχουνε 2 ιστορίες για το πως γνώρισε και νυμφεύθηκε τη Μαρί του -όπως την έλεγε- κι είμαι υππχρεωμένος να τις παραθέσω και τις δυο.

Ανοίγω τη 1η παρένθεση της ζωής του για τη γυναίκα της ζωής του:

Α. Τη περίοδο εκείνη της ζωής του, γνώρισε από συνοικέσιο τη μετέπειτα σύζυγό του Μαρία Κωνσταντινίδη (που όλοι θα γνωρίζουνε στη συνέχεια ως Μαρία Σουρή). Οι περισσότεροι γάμοι την εποχή εκείνη, γίνονταν συνεπεία συνοικεσίου, στο οποίο μάλιστα εκφράζανε γνώμη όχι μόνον οι γονείς, αλλά κι οι γνωστοί της κάθε οικογένειας. Έτσι ο φίλος της οικογένειας Κωνσταντινίδη, ο Ανδρέας Συγγρός, είχε αντιταχθεί στο συγκεκριμένο συνοικέσιο, καθώς δεν θεωρούσε τον Σουρή αντάξιο της Μαρίας. Αντιθέτως ένας άλλος σπουδαίος φίλος της οικογενείας Κωνσταντινίδη, ο Μιχαήλ Μελάς, μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων, όχι μόνο είχε εγκρίνει αυτό το συνοικέσιο, αλλά ανέθεσε και στη μεγαλύτερη κόρη του να στεφανώσει το νεαρό ζευγάρι.

 

 

Β. Η Μαρία με τη μητέρα της έφτασαν απ’ τη Πόλη για να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα κι έπειτα, -προσυμφωνημένο με τη μητέρα και τον προστάτη τους Εμμανουήλ Ροδοκανάκη-, να μεταβούνe στο Μάντσεστερ της Αγγλίας για περαιτέρω σπουδές. Στην Αθήνα μένανε σε κάποιο σπίτι που είχε μια κάμαρη κι ο νεαρός 20άχρονος φοιτητής τότε, Σουρής. Εκείνος ανέλαβε να προγυμνάσει στα μαθήματα, τη μικρή 14χρόνη Μαρία. Γρήγορα μεταξύ τους αναπτύχθηκεν αίσθημα και μια μέρα ο Σουρής έγραψε πάνω σε τετράδιό της: “Σ’ αγαπώ”, έλαβε από κάτω την απάντησή της: “Κι εγώ”! Ευτυχώς το αίσθημα έχαιρε της εγκρίσεως της μητρός της που συμπαθούσε το νεαρό. Όταν όμως τέλειωσεν η μικρή το γυμνάσιο κι έπρεπε να γίνουνε τα προσυμφωνημένα, τα πράματα είχαν αλλάξει κι όταν πληροφορήσανε τον Ευεργέτη, εκείνος θύμωσε κι απέσυρε την αρωγή του.

Η μικρή δεν αποκαρδιώθηκε. Παραδίδει μαθήματα γαλλικής κι ελληνικής στα κορίτσια φιλικών σπιτιών, ενώ η μητέρα της διορίζεται προϊσταμένη στο τμήμα πωλήσεων των Απόρων Γυναικών. Ο δειλός Σουρής παρηγορεί την αγαπημένη του λέγοντας: “Μη μου στεναχωριέσαι Μαρί μου” -έτσι την έλεγε πάντα-, “έχε μου εμπιστοσύνη και κάτι θα γίνω κι εγώ μια μέρα”. Τελικά τελέσανε το μυστήριο μετά λίγα έτη -στις 30 Γενάρη 1881- και μια διαρκής τρυφερότητα, μια βαθύτατη εκτίμηση κι αγάπη, τους συνέδεσε. Εκείνη του στάθηκε πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου-συντρόφου, προστάτις και μούσα του. Είχε μεγάλου βαθμού ανεπτυγμένο αίσθημα κοινωνικής και ψυχικής αξιοπρέπειας. Ήτανε μητέρα αυστηρή και μαζί στοργική, οικοδέσποινα εκλεκτή προσιτή και συγκαταβατική. Αγαπούσε τον άντρα της σα μεγάλο παιδί -ο Στρατήγης έγραψε κάποτε πως η Μαρί μεγάλωσεν 6 παιδιά- κι ο θάνατός του υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής της. Έζησεν έκτοτε σε μιαν αξιοπρεπή μόνωση. Λιγοστοί άνθρωποι της τέχνης, απο κείνους που άλλοτε φαίδρυναν το φιλολογικό τους σαλόνι, περνούσαν κάποτε να τη δούνε.

Η ίδια δε, ζούσε με τις αναμνήσεις της εποχής της, ώσπου πέθανε στις 23 Απρίλη 1934. Λίγο πριν το θάνατό της, είχε την τύχη να παραστεί η ίδια με τον γιο της και τις κόρες της στα αποκαλυπτήρια της προτομής του άντρα της στο Ζάππειο. Ήταν Ιούνιος του 1932 όταν ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός έκανε τα αποκαλυπτήρια της προτομής του ποιητή παρουσία επισήμων και κόσμου.  Ο Παύλος Νιρβάνας έγραψε την επομένη του θανάτου της:

“Ο Σουρής, θα ήτο ως χθες εις τον παράδεισον των ποιητών, ως ένα χαμένο αποπλανημένο παιδί… θα τη ζητούσε διαρκώς ‘που είσαι Μαρί, Μαρί μου που είσαι;’ όπως κι εις την ζωήν του. Τώρα δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να πενθήση δια τον θάνατόν της ή να χαρή δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η Μαρί του είναι πάλι κοντά του”!

Κι εδώ κλείνω τη 1η παρένθεση και για το τί τελικά ισχύει, το αφήνω στη κρίση σας ή σε τυχόν νέα μελλοντικά, στοιχεία.

Την εποχή που ο Σουρής γνώρισε τη Μαρία ήδη είχε ξεκινήσει τη συγγραφή στίχων, τους οποίους όμως αργότερα δεν θεωρούσε καλούς και διαρκώς παρώτρυνε τη σύζυγό του να τους καταστρέψει. Παράλληλα συμμετείχε και σε θεατρικούς ερασιτεχνικούς θιάσους, τους οποίους όμως σύντομα διέκοψε. Στράφηκε στη σατιρική ποίηση γράφοντας σε ανάλογα έντυπα της εποχής όπως “Αριστοφάνης” του Πηγαδιώτη, “Ασμοδαίον”, “Ραμπαγάς” και το “Μη χάνεσαι” του Γαβριηλίδη. Ο σατιρικός ποιητής σε όλη του τη ζωή, ήτανε δοσμένος εξ ολοκλήρου στη ποίηση σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο μόνος του. Ο Σουρής έλεγαν, γράφει ποίηση κι όλα τα υπόλοιπα είναι ευθύνη της Μαρίας. Ακόμα και τα γυαλιά του, από τη σύζυγό του τα ζητούσε. Υπήρξανε φορές, που ο ποιητής έγραφε για μέρες σκυμμένος πάνω από το επόμενο φύλλο του Ρωμηού του, αρνούμενος να πάει οπουδήποτε ακόμα και για κούρεμα! Τότε η Μαρία αναλάμβανε και χρέη κουρέα.

 

 

Στην έπαυλή του στο Ν. Φάληρο συγκεντρώνονταν όλοι οι θαυμαστές κι οι φίλοι του για να απολαύσουνε το περίφημο λογοτεχνικό σαλόνι του Σουρή που ήταν και συνάμα παράξενο καθώς οι βραδυές σε αυτό δεν είχαν μόνο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Όλος αυτός ο κόσμος που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι του, ερχότανε για τα πάντα σε επαφή με τη Μαρία. Ο ποιητής ή έγραφε ή αναπαυόταν. Το κουδούνι χτυπούσε από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ. Πότε ο τυπογράφος, πότε ο ταχυδρόμος, πότε ο εκδότης. Όλοι κανόνιζανε την εργασία τους με τη Μαρία. Ακόμα και δουλειές που απαιτούσανε σωματική εργασία και καταπόνηση, έρχονταν εις πέρας από κείνη. Με τη βοήθεια ενός μικρού βοηθού του Νίκου, που είχε το παρατσούκλι “Νίκος ο Πράσινος”, ετοιμάζανε τα δέματα για την αποστολή του Ρωμηού στην επαρχία.

Σχετικά με τη κατοικία του στο Νέο Φάληρο, επίσης υπάρχει μπόλικο ενδαφέρον, οπότε ανοίγω μια 2η παρένθεση για να τη πω:

Στο Νέο Φάληρο ο Γ. Σουρής έμενε αρχικά με ενοίκιο στην επί της οδού Σουρή 1 οικία Αντωνιάδη. Έγινε δε Φαληριώτης κι ιδιοκτήτης της μοναδικής οικίας, που κατόρθωσε ν΄ αποκτήσει σε ολόκληρο τον βίο του, χάρη σε φίλους και θαυμαστές του! Συγκεκριμένα οικοδομική εταιρεία, την οποία είχε ιδρύσει η Πιστωτική Τράπεζα, Πρόεδρος της οποίας ήταν ο Δημήτριος Σγούρος, φίλος του Σουρή, ανέλαβε το 1891 να κτίσει θερινή οικία για τον ποιητή, με πολύ καλούς για αυτόν όρους.  Η εν λόγω οικοδομική εταιρεία, είχε στη κατοχή της μια περιοχή που παλαιότερα ονομάζονταν Μαδάρα ή Μάντρα του Χαϊμαντά, έκταση 32.607 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων. Η οικία Σουρή κτίσθηκε επί οικοπέδου 644 τεκτονικών πήχεων, επί της οδού Ζαΐμη 9 (σημερινός αριθμός 18) σε απόσταση 18 μέτρων από τη παλαιά γραμμή του σιδηροδρόμου, με πρόσοψη 19,56 μέτρων και συνόρευε ανατολικά με οικόπεδο της Εταιρείας “Νέον Φάληρον” (18 μέτρα), με οικία Θ. Στεφανοπούλου με πλευρά 16,25 μέτρα και με το οικόπεδο του Μηνά Κορωναίου με πλευρά 24 μέτρα. Κτίσθηκε από τον εργολάβο Δηλαβέρη, κατοίκου Νέου Φαλήρου.

Η οικία αυτή πωλήθηκε στον ποιητή αντί του ποσού των 12.545 δραχμών, αλλά με την υποχρέωση να καταβάλλει μόνο 339,40 δρχ. τον μήνα, με πρώτη δόση αρχομένη από την 1η Απριλίου του 1892. Έτσι τον Ιούλιο του 1891 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος της οικίας σε ειδική εορτή. Το γεγονός της αποκτήσεως οικίας εξέπληξε όχι μόνο τους γνωστούς του ποιητού αλλά κι αυτόν τον ίδιον γιαυτό κι ο Σουρής, ως Φασουλής Φιλόσοφος έγραψε στο Ρωμηό:

Να με φτύσεις Περικλή, αν έχω ως τώρα νοιώσει
πως έγινε, ποιος το ‘κτισε και ποιος θα το πληρώσει.

Η νέα οικοδομική εκείνη εταιρεία
που αγαθά στο Φάληρο προσέφερε μυρία
διά του προεδρεύοντος του Σγούρου αναλαμβάνει
να κτίσει ένα Μέλαθρον ιδία της δαπάνη
με δυο γερά πατώματα και τ’ αναγκαία όλα
εις τον ιππότην Φασουλήν όπου του πρέπει φόλα.

Υποχρεούται δε κι αυτός το σπίτι να πληρώνει
με την εν χρήσει μέθοδον την χρεωλυτικήν
και πριν περάσουν συν Θεό δέκα και πέντε χρόνοι
να μην οφείλει τίποτα στην οικοδομικήν;
Συμφώνως δε προς τας ρητάς κι εγγράφους συμφωνίας
να προπληρώνει στην αρχήν εκάστης τριμηνίας.

Αν δ’ ο δεσπότης Φασουλής εις την ροήν των χρόνων
καθυστερήσει έξαφνα και μιαν δύσην μόνον
συνισταμένη εις δραχμάς υπερτριακοσίας
εκτίθεται το σπίτι του επί δημοπρασίας
και μένει ως και πρότερου φιλόσοφος ακτήμων
μη έχων που την κεφαλήν να κλίνει ο παντλήμων.

Ο θεμέλιος λίθος της οικίας Γ. Σουρή στο Νέο Φάληρο τέθηκε τον Ιούλιο του 1891 σε πανηγυρική τελετή. Περιγράφοντας τη τελετή των θεμελίων ο ποιητής γράφει:

Ψαλέντων δ’ ως έγγιστα τριών ευαγγελίων
ηκούσθη σύγχυσις πολλή και θόρυβος κι αντάρα
κι ο Φασουλής κατέριψεν επί των θεμελίων
μια σφάτζικα του Όθωνος και μια χρυσή πεντάρα
κι αρπάξας ως φρενόπληκτος το πιο μικρό μωρό του
το έβαλ’ έτσι για καλό να κάνει το νερό του
και κάθε πνεύμα πονηρόν επήγε κατά κράτος
κι εσφάγη κόκορας παχύς και νυχοποδαράτος.

Τα εγκαίνια της θερινής οικίας του Φασουλή Φιλοσόφου τελέσθησαν παρουσία όλων των φίλων του, λογοτεχνών της τότε εποχής την 12η Ιανουαρίου 1892 ημέρα Κυριακή και ώρα 03.00 μ.μ.  Για την τελετή των εγκαινίων ο αλησμόνητος ποιητής έστειλε εμμέτρως τη κάτωθι πρόσκληση προς τους φίλους του:

Ο Φασουλής τα κάτωθι αγγέλει ταπεινώς
την δωδεκάτην δηλαδή του τρέχοντος μηνός
την προσεχή Κυριακή στας 3 το μεσημέρι
κάτω στο Νέο Φάληρο στο νέο μου λιμέρι
τελούνται τα εγκαίνια τα τρομερά και γαύρα
κι ελπίζω να περάσετε κακά ψυχρά και μαύρα.

Τα εγκαίνια της πρώτης και τελευταίας ιδιόκτητης κατοικίας του ποιητού λάμπρυναν δια της παρουσίας των εκλεκτοί εκπρόσωποι των γραμμάτων, φίλοι του ποιητού με πρώτο τον Άγγελο Βλάχο να απαγγέλλει σατυρικό πεζογράφημα. Τον ακολουθεί ο Γερμανός Μύλλερ που μίλησε στα γερμανικά. Κατόπιν τον λόγο λαμβάνει ο Κωστής Παλαμάς που απήγγειλλε ποίημα που άρχιζε έτσι:

Τον ίσκιο του ένα σπίτι ρίχνει
στην ακρογιαλιά χτιστό
στα μάτια εκείνων που περνούν και το θωρούν
δεν δείχνει τίποτα ξεχωριστό….

Κατόπιν απαγγέλλουν ποιήματα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης κι ο Κωνσταντίνος Σκόκος, ο δε Ευάγγελος Κουσουλάκος (εκδότης της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ) παραδίδει γραπτώς τους στίχους του. Ακολούθως απαγγέλλει ο Φιλοποιμήν Παρασκευαΐδης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Αχιλλεύς Παράσχος ο οποίος λέει:

Υψούνται τόσα μέγαρα
στο Φάληρον ωραία
κι άλλα θέλουν εγερθή
κι άλλα  έτι νέα
αλλά εις τον οικίσκον σου
τον ταπεινόν τοσούτον
ουδέν θα έχη πιστευτόν
το ύψος και τον πλούτον.

Έτσι ο Σουρής έγινε ιδιοκτήτης έπαυλης στο Νέο Φάληρο που συνήθιζε να διέρχεται το θέρος του, μαζί με όλη τη παρέα του, κι όπου έκλεισε για πάντα εκεί τα μάτια του στις 26 Αυγούστου του 1919.

 

 

Το 1969 οι δύο κόρες του (η μια εκ των οποίων ήρθε από την Αγλλία για τον σκοπό αυτό), μαζί με την εγγονή του, επισκέφθηκαν για τελευταία φορά το σπίτι της οδού Ζαΐμη 18. Έντονα συγκινημένες θυμήθηκαν ακόμα και για την μηλιά που υπήρχε άλλοτε στον κήπο, ενώ η μεγαλύτερη κόρη με δάκρυα στα μάτια έδειξε και είπε “εδώ σ΄ αυτό το μέρος του κήπου ήταν η μηλιά που ο μπαμπάς καθόταν κι έπινε τον καφέ του”. Στην άλλοτε οικία του Σουρή κατοικούσε εσχάτως η οικογένεια Ξύδη, η οποία υποδέχονταν ευχάριστα κάθε φορά τους επισκέπτες που πήγαιναν να δούνε την οικία του Σουρή.

Κι εδώ κλείνω κι αυτή τη 2η παρένθεση και συνεχίζω:

Ο Σουρής για τη συγγραφή του Ρωμηού είχε καθορίσει ένα πρόγραμμα το οποίο τηρούσε σε κάθε περίπτωση. Κάθε εβδομάδα, τις ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, τα πρωινά, κλεινότανε σ’ ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου του σπιτιού του. Σε αυτό υπήρχε μόνον ένα τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονταν αραδιασμένες όλες οι εφημερίδες της εποχής. Από αυτές ο Σουρής μάθαινε τα γεγονότα τα οποία καλούνταν στη συνέχεια να αποδώσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Μέχρι τη Πέμπτη το απόγευμα έπρεπε η συγγραφή του τεύχους του Ρωμηού να έχει τελειώσει. Τη Πέμπτη το βράδυ ο ποιητής κατέβαινε στο σαλόνι του σπιτιού του όπου παρουσία της Μαρίας και φίλων, διάβαζε τα όσα είχε γράψει. Από αυτή την ανάγνωση, εισέπραττε τις πρώτες εντυπώσεις κι έκανε τις τελευταίες μικροδιορθώσεις πριν αποστείλει την εφημερίδα στο τυπογραφείο.

Η Μαρία είχε δώσει αυστηρά εντολή στον τυπογράφο, μετά την εκτύπωση της εφημερίδας, να της επιστρέφει τα χειρόγραφα. Είχε δημιουργήσει έτσι, ένα αρχείο χειρογράφων του ποιητή, χρονικής διάρκειας 36 ετών. Όλοι ανέμεναν με πραγματικήν αγωνία να διαβάσουν το Σαββατοκύριακο το νέο τεύχος που έθιγε όλα τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε. Ο Ρωμηός ήταν ο καθρέπτης της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάζοντας όλα τα προτερήματα κι ελαττώματά της. Ο Σουρής δεν ήταν απλώς ένας σατιρικός ποιητής. Ήταν ένας φιλόσοφος! Υπήρξε δε κι άριστος μεταφραστής αρχαίων κειμένων, όπως είχε πράξει με τις Νεφέλες του Αριστοφάνη.

Κάθε βράδυ, όλες τις ημέρες της εβδομάδας στο σαλόνι του σπιτιού τους γίνονταν συγκεντρώσεις, που πάντα ξεκινούσαν με παιχνίδια τράπουλας (του Σουρή του άρεσε να παίζει μάους ή πόκερ). Μετά τα χαρτιά συνήθως απήγγειλαν ποιήματα και στη συνέχεια επιδίδονταν σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις για τις οποίες πολλά έχουν γραφτεί. Η απήχηση του Σουρή οφειλόταν στο γεγονός ότι ο χαρακτήρας του ίδιου του ποιητή κι η ακεραιότητά του, περνούσαν μέσα από τις στήλες του Ρωμηού στους αναγνώστες, εκφράζοντας τον μέσο άνθρωπο της εποχής έναντι των διαφόρων γεγονότων κοινωνικού ή πολιτικού χαρακτήρα. Ο Σουρής έκανε για πολλά χρόνια τους Έλληνες να ευθυμούν παρότι ο ίδιος ήταν ολιγόλογος και στην όψη μελαγχολικός. Αποτελούσε πρότυπο χριστιανού και καλού οικογενειάρχη. Στο Νέο Φάληρο συνήθιζε να εμφανίζεται πάντα με τη σύζυγό του. Γρήγορα στο τραπέζι στο οποίο κάθονταν, συμπληρώνονταν διαρκώς με άτομα και γρήγορα το τραπέζι του Σουρή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του καταστήματος όπου εκείνος τύχαινε να βρεθεί.

 

Φωτογραφία που ανήκει στην Μυρτώ Λουμπιώτη, 2τοκο κόρη του Σουρή. Το θέμα της είναι φυσικά το “Φιλολογικό Σαλόνι του Σουρή”. Σε μια και μόνο φωτογραφία καταγράφονται: Ι. Δαμβέργης, Μπάμπης Άννινος, Γεώργιος Ροϊλός, Άδωνις Κύρου, Κρίτων Σουρής (γιος του Σουρή), Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Στρατήγης, Ιωάννης Πολέμης, Περικλής Γιαννόπουλος, ο ίδιος ο ποιητής, η κόρη του Έλλη Σουρή Μοσχονά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Γεώργιος Πωπ, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (γνωστός ως Ζαν Μωρεάς), η Δέσποινα Κωνσταντινίδου (πεθερά του Γεωργίου Σουρή) κι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας.

 

Εδώ θα πρέπει να ανοίξω μια 3η παρένθεση για μερικά ευτράπελα τεκταινόμενα στο Σαλόνι Του Σουρή αλλά κι εκτός του σαλονιού του:

Κάθε μέρα σχεδόν δέχονταν στο σπίτι τους, όλη την αφρόκρεμα του τότε φιλολογικού χώρου. Μέσα λοιπόν σε τούτο το σαλόνι, -αλλά κι αλλού- συχνά συνέβαιναν διάφορα και μερικά εκ των οποίων θα τα μεταφέρω εδώ γιατί πραγματικά πιστεύω πως αξίζουνε τον κόπο.

1. πνευματιστικές συνεδριάσεις: Αφορμή για να ξεκινήσουνε στάθηκε η απώλεια ενός μάρσιπου περιέχοντος επιτραπέζια σκεύη, γεγονός μάλιστα που ο Σουρής τραγούδησε σε στίχους:

Ω τεθλιμένη σύζυγος και τέκνα προσφιλή
του ταλαιπώρου Έλληνος και βλάμη Φασουλή
ο δυστυχής μας μάρσιπος εχάθη δια πάντα
και τόσα επροκάλεσε περίεργα συμβάντα
και τώρα σας πληροφορώ πως από ‘δω και πέρα
σερβίτσια πια δε θα ‘χωμε να κάνουμε βεγγέρα.
ούτε σαν πριν θα δίνουμε στο σπιτικό μας μπάλους
στα σερκλ-Ανγκλαί, στα ντιστεγκέ και σ’ όλους τους μεγάλους.

Αποφάσισε λοιπόν να καταφύγει στις μαντικές επινεύσεις των …πνευμάτων. Η συντροφιά τοποθετήθηκε γύρω από το μαγικό τραπεζάκι, σκοτεινά κι ακούμπησε τα δάχτυλά της, περιμένοντας το πνεύμα του …του Βίκτωρος Ουγκώ, που από συναδελφική αλληλεγγύη θ’ αποκάλυπτε τον κλέφτη του μάρσιπου. Αλλά ο Γάλλος ρομαντικός -πιθανώς γιατί ο Σουρής δεν ήτο κατάλληλα προετοιμασμένος και καθαρμένος-, δε φάνηκεν αντάξιος των … προσδοκιών.

…………………………… αρχίζω να βογγώ
κι εξαίφνης εμφανίζεται ο ποιητής Ουγκώ.
Περί μαρσίπου τον ρωτώ εν πάση ψυχραιμία,
αλλ’ ου φωνή κι ακρόασις κι απάντηση καμμία.
Τον ερωτώ και δεύτερον με βλέμμα σκυθρωπόν
κι εκείνος αλά Γαλλικά το στρίβει σιωπών.

Ξαναβογγώ λοιπόν κι εγώ και νάσου ο Σαιξπήρος,
μου λέγει δε, πως ένδοξος ως ποιητής θα γίνω,
και μετά θάνατον κι εγώ αθάνατος θα μείνω
κι ουδέ να χάνομαι ποσώς για μία παλιοτσάντα,
αφού θα στήσει κι εις εμέ το Έθνος ανδριάντα.

Αλλ’ ο Σουρής επέμενε για τα χαμένα μαχαιροπήρουνα κι ο μεγάλος δραματουργός ερεθίστηκε και …

Δίχως καν μια λέξη να προφέρει
σηκώνει κατεπάνω μου το φοβερό του χέρι
κι ενώ αργά εσήμαινε το εκκρεμές τρισήμισυ,
μου έδωσ’ ένα φάσκελο να το ‘χω για ενθύμηση.

Το “τραπεζάκι” έγινεν από τότε η τακτική τους απασχόληση. Προσπάθησαν μάλιστα να επαναλάβουνε τα πειράματά τους και με το …μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Οι κρότοι ήτανε τόσο δυνατοί που ακουγόντανε στο δρόμο. Η γειτονιά είχεν αναστατωθεί κι ονόμασε το σπίτι, “σπίτι των φαντασμάτων”!

Μια φορά, το πνεύμα του… Τολστόϊ τους ανήγγειλε πως σε ορισμένο σπίτι της οδού Καποδιστρίου, πέθαινε κείνη την ώρα, Ρώσος ιερέας, που ‘χεν ανάγκη βοηθείας. Μερικοί τρέξαν εκεί κι όντως εξακρίβωσαν πως υπήρχε Ρώσος παπάς, που όμως ήτο θαυμάσια στην υγεία του και μάλιστα τους κυνήγησεν άσχημα, γιατί του χαλάσανε τον ύπνο.

Ο Κωνσταντίνος Μάνος, καλούσεν επί πολλήν ώρα τα πνεύματα των συγγενών του, Φαναριωτών. Αλλά κι ο Στρατήγης ανυπομονούσε να μάθει για κάποιο θείο του Σωτήρη, που πνίγηκε και θυμωμένος από την ανυπομονησία, στράφηκε στον Μάνο με τραχύτητα: “Εξαντλήσατε, τέλος πάντων, το γενεαλογικόν σας δένδρον για να ρωτήσουμε κι εμείς τους συγγενείς μας”; Αν δεν παρέμβαινε ο Δαμβέργης, μ’ ένα λογοπαίγνιο που ‘φερε γέλια, θα μπορούσανε και να ‘χανε μαλlώσει σοβαρά.

Αλλοι πίστευαν με φανατισμό κι άλλοι, όπως ο Σουρής, απλά διασκεδάζανε και φυσικά, γινόντουσαν πολλές πλάκες σκηνοθετημένες και μη. Πάντως η φήμη των συγκεντρώσεων αυτών ήτανε τέτοια, που κάποτε, ήρθε ειδικώς από τη Κόρινθο κι ένας δικολάβος που ‘χε τη μονομανία ν’ αναζητά χαμένους θησαυρούς. Το “τραπεζάκι” του υπέδειξεν ένα υπόγειο στα Γαυγάμηλα της… Ασσυρίας.

Τελικά είχανε πάρει τέτοιαν έκταση που όπως προείπα, οι εφημερίδες παρέκαμπταν τα κοσμικά, για να καταγράφουνε τα δρώμενα στο σαλόνι του Σουρή. Το …κακό σταμάτησεν αργότερα, όταν με τη παρέμβαση γιατρών τρομάξανε πως θα καταλήξουνε στο Δρομοκαΐτειο.

2. Ανέκδοτά του: Η μυωπία του ήταν μια από τις αιτίες της φυσικής του δειλίας. Δε τολμούσε να μπει σε καφενείο με κόσμο, δίσταζε να διασχίσει τον δρόμο, τρόμαζε να περάσει ανάμεσα από καρέκλες και πάγκους. Στο στρατό απαλλάχτηκε, γιατί κάνοντας μεταβολή, λίγον έλειψε να βγάλει το μάτι του αξιωματικού του με τη ξιφολόγχη. Συχνά χαιρετούσε στ’ ανοιχτά παράθυρα, αιγινήτικα κανάτια, που τα νόμιζε για γειτόνισσές του.
Κάποτε τονε γρατζούνισεν άσχημα η γάτα του, κοιμισμένη στον καναπέ, γιατί τηνε πέρασε για …εφημερίδα και την άρπαξε να τη …διαβάσει. Εξ ίσου συχνά νόμιζε τους ρασοφόρους σπουδαστές της Ριζαρείου, για μαυροφορεμένα κορίτσια του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου κι έψαχνε κάτω από το ράσο με τα μάτια του να δει λιγάκι γάμπα, που ήταν η αδυναμία του.

Στη γιορτή του, αγαπούσε να δέχεται για δώρα, γλυκά, αντίθετα τον εκνεύριζε να του στέλνουνε λουλούδια: “Για πριμαντόνα με περάσανε” θύμωνε!

Κάποτε αποφάσισε να πάει για λουτρά στη Κυλλήνη. Κουβάλησεν ένα τεράστιο μπαούλο, στο οποίον όμως είχε βάλει μέσα μόνον ένα νυχτικό και μια …τσατσάρα. Στο γυρισμό μάλιστα, ξέχασε το νυχτικό και επέστρεψε κουβαλώντας τη …μπαουλάρα με τη τσατσάρα μόνο μέσα της!

Κάποτε ο Σκουλούδης είπε στον Σουρή, έχοντας υπ’ όψη του την ευρύτατη κυκλοφορία του Ρωμηού που όμως πουλιότανε φτηνά: “Αν είχατε γεννηθεί Γάλλος, θα ήσαστε εκατομμυριούχος”. Κι ο Σουρής απάντησεν ετοιμόλογα: “Καλλίτερα θα ήταν αν οι Γάλλοι είχανε γεννηθεί …Έλληνες”.

Εδώ κλείνω τη 3η και τελευταία παρένθεση, και συνεχίζω με το φινάλε…

Κι αν το σπίτι του Σουρή ήταν ανοιχτό για όλους, ο ίδιος σύχναζε και διατηρούσε φιλία με τον ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό ο οποίος είχε διαμορφώσει το ένα πυργόσπιτο της Καστέλλας σε ατελιέ. Εκτός από το Σουρή στο ατελιέ του Ροϊλού στη Καστέλλα σύχναζε κι ο τρίτος φίλος της παρέας ο Παύλος Νιρβάνας που όπως έγραψε ο ίδιος στο περιοδικό Νέα Εστία πήγαινε για να δει από κοντά τον Ροϊλό να εργάζεται. Από αυτή τη γνωριμία ο Ροϊλός εμπνεύστηκε έναν από τους ομορφότερους πίνακές του στον οποίο απεικονίζει τόσο το Σουρή όσο και τον Νιρβάνα. Πρόκειται για το έργο του με τίτλο Ποιηταί ο οποίος έχει ως κεντρικό του θέμα τον Αριστομένη Προβελέγγιο να διαβάζει ένα ποίημα σε συγκέντρωση ποιητών.

 

Από αριστερά της ελαιογραφίας προς τα δεξιά απεικονίζεται ο επίσης Πειραιώτης Γεώργιος Στρατήγης, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Σουρής και τέλος ο Προβελέγγιος που κρατά στο χέρι του ένα χαρτί από το οποίο απαγγέλλει το ποίημά του. Χαρακτηριστικό της διαθέσεως του Σουρή να σατιρίζει τη καθημερινότητα, είναι και ο τρόπος με τον οποίο ανήγγειλε αύξηση της τιμής πωλήσεως του φύλλου του:

 

Μες στων φόρων την αντάρα
ο ’Ρωμηός’ μας μια δεκάρα!

Ο Νεοφαληριώτης λογοτέχνης, ακαδημαϊκός και φίλος του ποιητή Παύλος Νιρβάνας έγραφε: “Το σπίτι του Σουρή ήταν ανοικτό εις όλους. Δεν υπήρξε ό,τι εννοούμε συνήθως ένα σπίτι, υπήρξε ένα πανδοχείον συμπαθητικόν, εις το οποίον συνηντήθη κι από όπου επέρασε όλη η πόλις, όλη η Ελλάς”. Κι αλλού σημείωνε: “Ο Σουρής υπήρξε κυρίως εκείνο που υπήρξε. Δεν εμιμήθη κανένα, δεν εφιλοδόξησε ποτέ να γίνη ούτε διδάσκαλος, ούτε μαθητής κανενός. Υπήρξεν ένας αυθόρμητος και μια πηγή πλουσίων δροσισμών. Η εποχή του τον ηγάπησε. Και εκείνοι που θα έλθουν κατόπιν δεν θα τον λησμονήσουν”. Σχετικά με την ιδιότυπη, ρέουσα, μικτή γλώσσα του ποιητή ο Ξενόπουλος στο ειδικά αφιερωμένο φύλλο της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ στις 3 Σεπτέμβρη 1919 σημείωνε:

“Πλανώνται όσοι νομίζουν, ότι η γλωσσική ακαταντασία του Σουρή τον καταδικάζει δια παντός εις λήθην. Η ποίησίς του θα δειχθεί μια ημέραν ανωτέρα της Γραμματικής και οι σοφοί του μέλλοντος, με πολύ ευρύτερον πνεύμα από το σημερινόν το σχολαστικώτατον, θα διακρίνουν ασφαλώς ότι ο έξοχος σατιρικός είχε γλώσσαν εντελώς ιδικήν του, ότι έπαιξε ευθύμως με τους γλωσσικούς τύπους όλων των ελληνικών αιώνων και ότι, δια το αυτό κωμικό αποτέλεσμα εδανείζετο εναλλάξ από το αρχαίον βιβλίον, από την μεσαιωνικήν φυλλάδα ή από την σύγχρονον αγοράν”.

Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ’ όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με τη πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος. Την 26η Αυγούστου 1919 στις 10:00 το πρωί ο υμνητής της Ρωμιοσύνης αποχαιρέτησε τη ματαιότητα του κόσμου τούτου στην ιδιόκτητη οικία του στο Νέο Φάληρο, τότε κοσμοπολίτικο παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου κάθε καλοκαίρι συνήθιζε να παραθερίζει, στην ηλικία των 66 ετών. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού παρακαλώ. Η Πολιτεία τονε βράβευσε μετά θάνατον και με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος. Στον τάφο του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.

Λίγο Μελάνι… *

Λίγο μελάνι και χαρτί και λίγοι πάλι στίχοι
είναι το μόνο δώρο μου οπού θα σου χαρίσω…
Καλά που μου ‘δωσε κι αυτούς η ακριβή μου τύχη,
γιατί αλλιώς δε θα ‘ξερα πως να σε χαιρετήσω.

Ως τώρα άλλο τίποτα απ’ το δικό μου χέρι,
παρά πολλούς νερόβραστους και κρύους στίχους είδες.
Αλλά κι οι στίχοι που και που, καμμιά φορά, ποιος ξέρει,
αν έχουν δώρα ζηλευτά και ζωντανές ελπίδες.

Οι ευτυχίες που ‘ψαλλα τόσες φορές για σένα
αν έξαφνα φτερούγιζαν με την αυγή μπροστά σου,
θα έβλεπες τι είχανε οι στίχοι μου κρυμένα
κι άλλη χαρά δε θα ‘θελε στο κόσμο η καρδιά σου.

* το ποίημα τούτο έκαμε δώρο τη πρωτοχρονιά του 1878, στη μετέπειτα γυναίκα του Μαρία.

Στη Γυναίκα Μου 

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπώ.
Κι αν με σε κακιώνω στη κακή μου ώρα
κι αρχινά μουρμούρα και κακογλωσσιά,
μου αρέσει να ‘χω και ολίγη μπόρα,
μου αρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.

Δίχως πείσμ’ αγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δεν αξίζει διόλου και δεν έχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναίκα, μούτρα σοβαρά
και κλωστή σου κόβω, κάκια σου κρατώ,
επειδή νομίζω πως καμμιά φορά
κι η πολλή μπουνάτσα φέρνει εμετό.

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ με γέλια, μα και θυμωμένη
κι αν ποτέ γυρίζω να ιδώ καμμιά,
πάντα όμως κτήμα ιδικό σου μένει
η καρδιά μου όλη και… η ασχημιά.

Ο Σκαρτάδος*

Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος
ἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του,
κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.

Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.

Τί διάβολο;… κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.

Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.

Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.

Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα…
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.

Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.

 * Σκαρτάδος = χαράσσω, μτφ ανισόρροπος, ιδιότροπος

Οι Ήρωες

Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους
έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά
κι άγνωστα τα ‘θαψαν στην ερημιά.

Κανείς δε ξέρει που τα ‘χουν θάψει,
κανείς δε πήγε για να τα κλάψει,
κανείς δεν έκαψε γι’ αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έπλεξε γι’ αυτά στεφάνι.

Ανώνυμ’ ήρωες, άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ’ αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.

Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
και φάροι Νίκης για μια μητέρα.

Στον Ίσκιο Μου

Βρε ίσκιε μου γιατί μ’ ακολουθείς;
Δε μ’ αφήνεις μόνο μου να τρέχω;
Βρε ίσκιε μου, δε πας να μου χαθείς,
πρέπει κι εσένα σύντροφο να έχω;

Πότε στραβό σε βλέπω πότε ίσο,
πότε μακρύ σα σούβλα, πότε νάνο,
τη μια πηγαίνεις μπρος, την άλλη πίσω
σε απαντώ εδώ, εκεί σε χάνω.

Χωρίς να βλέπεις, πιάνεις ότι πιάνω,
με οδηγείς αλλά και σ’ οδηγώ.
Και τέλος πάντων κάνεις ότι κάνω
και είσαι άλλος, δεύτερος, εγώ.

Βρε ίσκιε μου, γιατί μ’ ακολουθείς;
Βρε ίσκιε μου δε πας να μου χαθείς…
Σε απαντώ στο σπίτι και στο δρόμο
και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο.

Η Ζωγραφιά Μου

Μπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Κούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Μακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σα το Χριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ’ αυτά.

Μούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σα πεθαμένη.

Κανένα χρώμα
δε της ταιριάζει
και τώρ’ ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.

Ο Ρωμηός Στον Παράδεισο

Θεούλη μου, τι σου ‘λθε να μ’ αγιάσεις;
νομίζεις πως θα μ’ έμελλε καθόλου,
αν ήθελες κι εμένα να κολάσεις
και μ’ έστελνες παρέα του διαβόλου;
Μ’ αρέσει ο Παράδεισος, αλήθεια,
χωρίς δουλειά σκοτώνω το καιρό
βλέπω αγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ακούω και τραγούδια θεϊκά,
μα, έλα που δεν έχετε συνήθεια,
να λέτε κι ένα δυο πολιτικά!

Συ κυβερνάς για πάντα με γαλήνη
κι ώρα απ’ το θρόνο σου δε πέφτεις…
Ας ήταν δυνατόν Θεός να γίνει
και άλλος σαν εσένα, λίγο ψεύτης,
να μοιρασθεί των ουρανών τ’ ασκέρι,
να πάνε και μ’ εκείνον οι μισοί,
να ‘ρχεται αυτός, να πέφτεις συ,
να γίνεται λιγάκι νταραβέρι…
Μα όλα εδώ είναι τακτικά,
ο ουρανός Θεό εσένα ξέρει,
και δε μιλούν πολιτικά!

Εδώ που μ’ ησυχία όλοι ζούνε,
για μένα είναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικά τ’ αυτιά μου ας ακούνε,
κι ας είμαι και στη κόλαση, χαλάλι!
Αν είχες εις το νου να με κολάσεις,
και μ’ έφερες κοντά σου για ποινή,
να! κόλαση για ‘με αληθινή…
Μα, φθάνει πια, Θεέ μου, μη με σκάσεις,
και διώξε με στο λέω παστρικά,
γιατί αλλιώς στιγμή δε θα ‘συχάσεις…
Μονάχος θα μιλώ πολιτικά!

Στην Ευρώπη

Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω
και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε
αλλά ως τώρα τίποτε μ’ αυτά δεν κατορθώνω
και συ Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.

Και απορώ, μα τον σταυρό, πώς ως αυτή την ώρα
και άλλα δεν μας έστειλες εδώ Θωρακοφόρα.
Προθύμως σας εκάμαμεν εκείνο που ζητείτε
και αν δεν μας πιστεύετε, κοπιάστε να δείτε.

Ποια ειρήνη κατ’ αυτάς στο κράτος βασιλεύει
και πώς καθένας ήσυχα γλεντά και χουζουρεύει.
Ήλθε το άντε status quo με τόσες αναπαύσεις
kαι άρχισαν να γίνονται διορισμοί και παύσεις.

Λοιπόν, τι άλλο από μας Ευρώπη απαιτείς
kι ακόμη από το λαιμό πιασμένους μας κρατείς;

 Εις Τα Θεμέλια Του Φρενοκομείου

(Το φρενοκομείο χτίστηκε με κληροδότημα του Χίου φιλάνθρωπου Τζωρτζή Δρομοκαΐτη (που πέθανε το 1880) έξω από την Αθήνα, κοντά στη Μονή Δαφνίου, γι’ αυτό πολλοί το λένε και “Δαφνί”. Ο Σουρής δεν άφησε την ευκαιρία που του ‘δινε το γεγονός και το …καυτηρίασε δεόντως…  Απρίλης 1884)

Ω Εορτή των Εορτών… Ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του ‘Αστεως πολίτης
να βάλει στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
με μια χρυσήν επιγραφή “Ζωρζής Δρομοκαΐτης”.
Ναι! τώρα πρέπει στολισμός με δάφνες και μυρσίνες,
ναι! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια και ρετσίνες.

Φρενοκομείο κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
α! ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
και τώρα μέσα στου Δαφνιού τη τόση πρασινάδα
θα βρίσκουμε παρηγοριά κι η μνήμη του θα ζει.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!

Θέλει λαμπρόν Μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
παιάνας κι αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!…
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες, με γνώση κι ένας Χιώτης
κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
πως μέσα στην Ελλάδα μας που πλημμυρούν τα φώτα,
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνει πρώτα-πρώτα.

   Το Παραπαίον Γήρας

Τας τρίχας άσπρης κεφαλής
σκοπόν τας έχουν προσβολής
κι ειν’ εμπαιγμός της μοίρας
το παραπαίον γήρας.

Όπου το πόδι μου σταθεί
και όπου περπατήσω
σιγά-σιγά μ’ ακολουθεί
ο χάρος από πίσω.

Αυτό το έρημο κορμί
το τριγυρίζουν σκύλοι
και “χόρτασες κι εσύ ψωμί”
μου λεν εχθροί και φίλοι.

Ως φάσμα τρέχω της νυκτός
μακράν του δρώντος κόσμου
και όπου τάφος ανοικτός
μου φαίνεται δικός μου.

Και Όμως!

Και όμως ενώ πλέον
εσάπισα παλαίων
εις της ζωής τη πάλη
το γήρας το μισώ
και θέλω και λυσσώ
να γίνω νέος πάλι.

Τεμπελιά

Δεν έχω κέφι για δουλειά,
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα…
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και ολ’ η γη δε με χωρεί
κι ο ουρανός ακόμα.

Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ επάνω…
Σ’ αυτό τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα… δίχως να πεθάνω.

Εις Τον Άγγελο Βλάχο
(αφιερωμένο στα 50κοστά γενέθλιά του)

Βλάχε για πες, στη πίστη σου, σε μας τους διαβασμένους
τους ντόπιους και τους ξένους,
πώς τους πενήντα πέρασες της προκοπής σου χρόνους
και δείξε μας τα πλούτη σου και των δαφνών τους κλώνους.

Και γλυκολάλητα πουλιά
τέτοια κελάδησαν λαλιά.

Πενήντα χρόνους έσυρε της Μούσης το χορό,
πενήντα χρόνους σε μικρά ποτήρια του κρασιού
της Κασταλίας έπινε το γάργαρο νερό
πούναι χωνευτικότερο από του Μαρουσιού.

Βιβλία φυλλομέτρησε, άδετα και δεμένα
και μύρισε για βάλσαμο τη μυρωδιά της στάμπας,
με συλλογή και γράψιμο και σκύψιμ’ ολοένα
και με τον ήλιο το λαμπρό και με το φως της λάμπας.

Κι απ’ τ’ όνομα που του ‘δωσαν τη χάρη δε τη κόλλησε
Άγγελο τον βαφτίσανε μα κόσμον εδιαβόλισε!

Πενήντα χρόνους οι σοφοί κι οι Νάθαν σύντροφοί του
μα και… Μινίστρος έγινε… δε ξέρω πως του ‘φάνη…
κι έσμιξαν κι αδερφώθηκαν στην άσπρη κορυφή του
και διπλωμάτου τρικαντό και ποιητού στεφάνι.

Και λόγους σήμερα πεζούς κι εμμέτρους του διαβάζουν
και στα παλιά του στέφανα καινούριαις δάφναις βάζουν.

Γεράματα χιονάτα
κι ανθοσπαρμένα νειάτα.

Πενήντα χρόνους ν’ ακουμπά στων λεξικών το πάχος,
να βλέπει και τη Θάλεια, τον Μάκβεθ, τον Ορέστη…
που τόσους χρόνους νάτανε ψιλικατζής ο Βλάχος,
θάχε κι αμπέλια στη Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.

Πενήντα χρόνους έκαμε πρωτόσχολος στα γράμματα,
μα τώρα θα κατάλαβε κι ο Βλάχος στα γεράματα,
ότι χρωστούν στη Μιχαλού
όσοι σου λεν: Επιμελού
και βασανίζου διαρκώς εφόσον είσαι νέος
γιατ’ ύστερα μετανοείς και μένεις κεχηναίος!

Κι είναι πολύ καλύτερα σε τούτο τον αιώνα,
σα νοικοκύρης φρόνιμος να κάθεσαι στ’ αβγά σου,
παρά ταις Μούσαις να ζητάς ψηλά στον Ελικώνα
και να κοψομεσιάζεσαι στη ράχη του Πηγάσου.

Πενήντα χρόνους μάθησις, σοφία και σπουδή,
αλλ’ όμως εύκολα μ’ αυτά δε βγάζεις το καρβέλι
κι ακούς τον Πτωχοπρόδρομο να πικροκελαηδεί:
Ανάθεμα τα γράμματα Χριστέ, και που τα θέλει!

Επιγράμματα

Στον Καφέ

Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου
και σαν είμαι με παρέα
και σαν έχω μοναξιά
κάθε μία ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.

Επίγραμμα

Ο Έλλην δύο δίκαια
ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι,
εις όποιο θέλει μέρος.

Εις Τον Μαΐον

Όταν ερχόσουν άλλοτε με λούλουδα και μύρα
και τι και τι δε σου ‘ψελνε των παλαβών η λύρα!
Μα τώρα πια επέρασε και η δική σου φούρια
και ψάλται καλλικέλαδοι σου μείναν τα …γαϊδούρια.

Οι Έλληνες Λόγιοι

Δροσίνης γλαφυρότατος, με πνεύμα δροσερό
αλλά προφέρει πάντοτε πολυ ψευδά το ρο.

Πολέμης λιγυρότατος και πολυχαϊδεμένος,
αλλά πειράζεται πολύ, για κρίσεις, ο καημένος.

Ο Προβελέγγιος λαμπρός στα δράματα και σ’ όλα,
μα δύο γλώσσες παίζουνε στο νου του καραμπόλα.

Ο Παλαμάς βαθύτατος, με ποίηση ζοφώδη,
αλλά φρενιάζει σαν του πεις κακό για τη δημώδη.

Παράσχος μέγας ποιητής, συνάδελφος εν Μούση,
που τα μαλλιά του τα ‘κοψε μα όχι και το μούσι.

Λασκαράτος
γέρος γάτος!

Ο Μαρκοράς Γεράσιμος
κι επίσημος και άσημος.

Βλέπω πυρ εις τον Στρατήγη, του Αβέρωφ τον κολλήγα,
που στην Αίγυπτον επήγε, σαβουρώσας ουκ ολίγα.

Ο Βλάχος μέγας κριτικός, τον έχω και κουμπάρο,
αλλά ποτέ μου δε μπορώ στο σκάκι να τον πάρω.

Ο Ροΐδης ή Τσουρίδης, φιλολόγος ξεβαμμένος,
αγελαίος κατά Κόντον και πολύ γεγανωμένος.

Ο Άννινος θαυμάσιος, με καλαμπούρια πρώτης,
ωσάν κι εμένα πλούσιος, μα του Σταυρού Ιππότης.

Δαμβέργης φίνος συγγραφεύς κι αυτός γεμάτος φώτα
και κρητικός τρικούβερτος με ήτα και με γιώτα.

Ξενόπουλος πολυ κομψός, μα χωρατά δε δέχεται,
εις δε το μάους πάντοτε απ’ όλους κατατρέχεται.

Βικέλας, Λάρας δηλαδή, με μάθηση και κρίση,
απ’ το Παρίσι έρχεται και πάει στο …Παρίσι.

Πολύ τιμάται παρ’ εμού και ο Παπαδιαμάντης,
που είναι πάντ’ a quatres epingles και φαίνεται γαλάντης.

Ο Πολυλάς
σοφός μπελάς.

Εγώ μεγάλως εκτιμώς κι αυτόν τον Καρκαβίτσα,
που ‘ναι γιατρός στ’ ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα.

Τι σου λέει ο Ψυχάρης,
κάβο δε μπορείς να πάρεις.

Κουρτίδης εμβριθέστατος, με γράμματα περίσσια,
μα κάνει τον ρομαντικό και μένει στα Πατήσια.

Ο Καλοσγούρος κριτικός, αλλ’ όμως δε τον ξέρω,
γι’ αυτά που δεν εδιάβασα εκ μέσης τον συγχαίρω.

Γαβριηλίδης ο πολύς, με κύρος κι αυθεντίαν,
που βγάζει πότε Χαλιμάν και πότε Λαυρεντίαν.

Όποιος χάσει δε τον χάνει,
τον Καμπούρογλου τον Γιάννη,
τ’ άντερά του στο τηγάνι,
να τα τρων οι Ατσιγγάνοι!

(Τόσον καιρό κορόιδευα με την εφημερίδα μου
και με τις κοροϊδίες μου γινήκαν όλα ρόιδο,
μα μου τα πλήρωσαν διπλά εις την δεκαετηρίδα μου
κι όλοι εμμέτρως και πεζώς με πήραν στο κορόιδο!…)

Για Ωραία Κυρία & Τη Κόρη Της

Ω της ωραίας κόρης
ωραιοτέρα μήτερ.

Για Αντρόγυνο Με Δυσανάλογα Αναστήματα

Όταν στο δρόμο περπατεί κοντά στον κύριό της,
εκείνη μοιάζει εκκλησιά κι αυτός καμπαναριό της.

Για Κάποια Κακιά Μέσα Στη Καλωσύνη Της

Το στοματάκι σου μπορεί καλό ή κακό να κάνει.
Έχει τα χείλη να φιλεί, τα δόντια να δαγκάνει.

Για Το Ζεύγος Άγγελου κι Ελένης Βλάχου

Εσύ κι ο Άγγελος, οι δυο, τι ταιριαστό ζευγάρι!
Εκείνος έχει τ’ όνομα κι εσύ έχεις τη χάρη.

 

Πηγή: peri-grafis

AgrinioStories