Γέγονε την 8η Οκτωβρίου…


...

Ο γέγονε… Γέγονε |


Γεγονότα

 

1827 – Στις 8 Οκτωβρίου 1827, λίγο μετά το μεσημέρι, ο τριεθνής συμμαχικός στόλος —αγγλικός, γαλλικός και ρωσικός— υπό τους ναυάρχους Εδουάρδο Κόδριγκτον, Ερρίκο Δεριγνύ και Λογγίνο Χέυδεν, εισέπλεε στον κόλπο του Ναβαρίνου. Επικεφαλής ήταν η αγγλική ναυαρχίδα Ασία. Ο Κόδριγκτον, πιστός στις οδηγίες του, ελπίζε ακόμη πως ο Ιμπραήμ πασάς θα δεχόταν την προτεινόμενη ανακωχή και θα απέφευγε τη σύγκρουση. Όμως η απάντηση ήρθε με κανονιοβολισμούς: αιγυπτιακά πλοία άνοιξαν πυρ κατά της αγγλικής λέμβου που έφερε λευκή σημαία, σκοτώνοντας τον Έλληνα πηδαλιούχο Πέτρο Μικέλη. Την ίδια στιγμή, τα πυρά στράφηκαν εναντίον της αγγλικής και της γαλλικής ναυαρχίδας.

Χωρίς άλλη επιλογή, ο Κόδριγκτον διέταξε επίθεση. Παρότι ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπερείχε αριθμητικά και ενισχυόταν από τα πυροβολεία της Σφακτηρίας, η υπεροχή πυρός και η πειθαρχία των Συμμάχων αποδείχθηκαν καθοριστικές. Μέσα σε λίγες ώρες, η ναυμαχία έγειρε υπέρ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ως τις έξι το απόγευμα, ο κόλπος είχε μετατραπεί σε πεδίο καταστροφής: 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία του Ιμπραήμ είχαν βυθιστεί, ενώ πάνω από 6.000 άνδρες έχασαν τη ζωή τους. Οι απώλειες των Συμμάχων ήταν περιορισμένες —172 νεκροί και περίπου 500 τραυματίες—, αν και δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Η είδηση προκάλεσε αντιφατικά συναισθήματα στην Ευρώπη. Στο Λονδίνο, ο δούκας του Ουέλινγκτον χαρακτήρισε το γεγονός «ατυχές και απαίσιο», ενώ ζητήθηκε η παραπομπή του Κόδριγκτον για ανυπακοή. Αντίθετα, Παρίσι και Μόσχα πανηγύρισαν τη νίκη, βλέποντάς τη ως ηθική δικαίωση της ευρωπαϊκής επέμβασης. Ο πρίγκιπας Μέτερνιχ, αντίπαλος κάθε επαναστατικής κίνησης, μίλησε για «την αρχή της βασιλείας του χάους».

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου υπήρξε το αποφασιστικό πλήγμα στην οθωμανική κυριαρχία και το σημείο καμπής που οδήγησε στην ελληνική ανεξαρτησία. Μέχρι τη μάχη της Πέτρας, στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, το νέο ελληνικό κράτος είχε πια πάρει σάρκα και οστά, με σύνορα ως τη γραμμή Αμβρακικού–Παγασητικού.

 

 

Τον Οκτώβριο του 1838, στην ιστορική Πνύκα της Αθήνας —εκεί όπου άλλοτε μιλούσαν οι ρήτορες της αρχαίας δημοκρατίας—, ο γηραιός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απευθύνεται στους νέους της εποχής, εκφωνώντας τον περίφημο λόγο του «Παραινέσεις προς τη νέα γενιά». Με λόγο απλό, γεμάτο εμπειρία και πατριωτικό πάθος, ο Γέρος του Μοριά παραδίδει ένα μάθημα ιστορίας και ήθους στους νεοέλληνες που αναζητούσαν τα βήματά τους σε ένα νεογέννητο κράτος.

Αναπολεί τη δόξα των αρχαίων Ελλήνων και την ομόνοια των αγωνιστών στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Τότε, λέει, όλοι εργάζονταν με μια ψυχή για την ελευθερία — οι άνδρες πολεμούσαν, οι γυναίκες ζύμωναν και τα παιδιά κουβαλούσαν πολεμοφόδια. Αν αυτή η ενότητα κρατούσε λίγο ακόμη, η επανάσταση θα είχε φτάσει ώς τη Μακεδονία και ίσως στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Όμως, η διχόνοια ήρθε γρήγορα να διαλύσει την προθυμία και την πίστη, φέρνοντας την παρακμή και τον κίνδυνο της καταστροφής. Με τη γνωστή του παραστατικότητα, ο Κολοκοτρώνης παρομοιάζει το έθνος με σπίτι που δεν μπορεί να χτιστεί όταν διατάζουν πολλοί μάστορες. Η Ελλάδα, τονίζει, χρειάζεται ενιαία ηγεσία, έναν «αρχιτέκτονα» να καθοδηγεί και πολίτες να υπακούν για το κοινό καλό. Υποδέχεται, έτσι, τον νεαρό βασιλιά Όθωνα ως φορέα σταθερότητας και προόδου, συνδέοντας την πρόοδο του έθνους με τη στερέωση του Θρόνου, την παιδεία και τη θρησκεία.

Ο ίδιος, αγράμματος όπως λέει, ζητά συγγνώμη για τον απλό του λόγο και αφήνει στα παιδιά της νέας Ελλάδας μια παρακαταθήκη: να αποστρέφονται τη διχόνοια, να αγαπούν τη μάθηση, να μένουν ενωμένοι στην πίστη και στην πατρίδα. «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο που εμείς ελευθερώσαμε», καταλήγει, ευλογώντας τη νέα γενιά με το συγκινητικό του κάλεσμα: «Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!»

 

1998 – Το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται για πρώτη φορά σε Πορτογάλο, τον Ζοζέ Σαραμάγκου. Είναι η πρώτη φορά, από το 1901 που πρωτοξεκίνησε ο θεσμός των Νόμπελ, που δίνεται σε συγγραφέα από την Πορτογαλία, ενώ είναι ο τέταρτος κατά σειρά Ευρωπαίος που βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το όνομα, πάντως, του Ζοζέ Σαραμάγκο ήταν επί πολλά χρόνια μεταξύ των υποψηφίων για το βραβείο. Σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία: “Το βραβείο απονέμεται στον Ζοζέ Σαραμάγκο, ο οποίος με φανταστικές αλληγορίες, με συναίσθημα και ειρωνεία, κάνει πάντα κατανοητό το μέρος της πραγματικότητας που μας διαφεύγει”.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκο γεννήθηκε το 1922 σε ένα αγρόκτημα του μικρού χωριού Αζιχάγκα, βόρεια της Λισαβόνας. Από το 1992 ζει στο νησί Λανζαρότ, των Καναρίων Νήσων. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του και οι αναλφάβητοι γονείς του δεν του επέτρεψαν να τελειώσει το γυμνάσιο, αλλά σπούδασε μηχανικός σε τεχνική σχολή. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφραστής και το 1969 προσχώρησε στο εκτός νόμου τότε Κομμουνιστικό Κόμμα.

Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε όταν ήταν 25 χρόνων και το δεύτερο τριάντα χρόνια αργότερα. Πρόκειται για το “Εγχειρίδιο στη ζωγραφική και την καλλιγραφία”,που μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό και το οποίο τελειώνει με αναφορά στην πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία. Γνωστότερος έγινε με την έκδοση του βιβλίου του “Μπαλταζάρ και Μπλιμούντα” το 1980, “ένα βλάσφημο και χιουμοριστικό μυθιστόρημα”, όπως έχει χαρακτηριστεί, το οποίο εξελίσσεται στην Πορτογαλία του 1700. Στο “Ευαγγέλιο κατά του Ιησού Χριστού” (1991) παρουσιάζει τον Θεό και τον Διάβολο να διαπραγματεύονται τη θέση του Καλού και του Κακού, καθώς και τον Ιησού να αμφισβητεί το ρόλο του και να προκαλεί τον Θεό. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι “Το έτος θανάτου του Ρικάρντο Ρέις” (1984), στο οποίο παρουσιάζεται η Λισαβόνα του 1936 και “Η πολιορκία της Λισαβόνας”,που θεωρείται “το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος”.

 

Γεννήσεις

 

1958 – Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η Ούρσουλα Γκέρτρουντ Άλμπρεχτ γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1958 στο Ιξέλ των Βρυξελλών στο οποίο έζησε μέχρι το 13ο έτος της ηλικίας της. O πατέρας της, Ερνστ Άλμπρεχτ, εργαζόταν στο Ιξέλ ως διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την ίδρυσή της.

Το 1971 η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Κάτω Σαξονία της οποίας πρωθυπουργός διετέλεσε ο πατέρας της από το 1976 έως το 1990. Η Ούρσουλα είναι εξαδέρφη πρώτου βαθμού του μαέστρου Μαρκ Άλμπρεχτ.

Το 1986 παντρεύτηκε τον ιατρό Χάικο φον ντερ Λάιεν, μέλος της ιστορικής οικογένειας φον ντερ Λάιεν, με τον οποίο γνωρίστηκαν σε χορωδία στο Γκέτινγκεν. Έκτοτε φέρει το επίθετό του. Έχουν 7 παιδιά, γεννημένα μεταξύ του 1987 και 1999.

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει ως μητρικές γλώσσες της τα γερμανικά και τα γαλλικά. Μιλά πολύ καλά αγγλικά, έχοντας ζήσει 5 χρόνια μικτά στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι προχωρημένη ιππέας και έχει συμμετάσχει σε αγώνες ιππασίας. Διατηρεί ως κύρια κατοικία της μία φάρμα κοντά στο Ανόβερο, όπου μένει με την οικογένειά της και όπου εκτρέφουν άλογα.

Μετά την ανάληψή της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μετακόμισε στις Βρυξέλλες και συγκεκριμένα σε δωμάτιο δίπλα στο γραφείο της, εντός του κτιρίου Μπερλαμόν, το κεντρικό κτίριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Όταν ζούσαν στις Βρυξέλλες, η μικρή τους αδερφή Benita-Eva πέθανε σε ηλικία έντεκα ετών από Καρκίνος. Αργότερα θυμήθηκε «την τεράστια αδυναμία των γονιών μου» ενόψει του καρκίνου, τον οποίο ανέφερε το 2019 ως ένα από τα κίνητρά της ότι η Επιτροπή της ΕΕ πρέπει «να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη μάχη κατά του καρκίνου».

 

1970 – Ματ Ντέιμον (αγγλικά: Matthew Paige “Matt” Damon, 8 Οκτωβρίου 1970) είναι Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος.

Το 1998 κέρδισε μαζί με τον Μπεν Άφλεκ το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου και τη Χρυσή σφαίρα καλύτερου σεναρίου για την ταινία Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ (Good Will Hunting) ενώ ήταν υποψήφιος και για το Όσκαρ και για τη Χρυσή Σφαίρα α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του ως Γουίλ Χάντινγκ στην εν λόγω ταινία. Έχει προταθεί επίσης για το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Ανίκητος (Invictus) καθώς και για τη Χρυσή Σφαίρα για το ρόλο του στην ταινία Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ (The Talented Mr. Ripley).

Άλλες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε είναι: Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν (Saving Private Ryan), Η Συμμορία των Έντεκα (Ocean’s Eleven), Η Συμμορία των Δώδεκα (Ocean’s Twelve) και Η Συμμορία των Δεκατριών (Ocean’s Thirteen), Χωρίς Ταυτότητα (The Bourne Identity), Στη Σκιά των Κατασκόπων (The Bourne Supremacy), Το Τελεσίγραφο του Μπορν (The Bourne Ultimatum), Σιριάνα (Syriana), Ο Καθοδηγητής (The Good Shepherd), Ο Πληροφοριοδότης (The Departed), Contagion και Μνημείων Άνδρες (The Monuments Men).

 

Θάνατοι

 

1580 – Ιερόνιμους Βολφ (Hieronymus Wolf, 13 Αυγούστου 1516 – 8 Οκτωβρίου 1580) ήταν Γερμανός Ουμανιστής και φιλόλογος και θεωρείται ιδρυτής της Βυζαντινολογίας.  gεννήθηκε το 1516 στο Έττινγκεν της Βαυαρίας. Ήταν απόγονος οικογένειας ευγενών που είχαν πτωχεύσει. Από παιδί έδειχνε ότι είχε μεγάλη ευφυΐα. Έχασε όμως την μητέρα του νωρίς, η οποία έπασχε μάλλον από κάποια κληρονομική αρρώστια και γι’αυτό ήταν πολλά χρόνια μέσα σε τρελοκομείο, όπου και πέθανε. Ο νεαρός Βολφ πήγε σχολείο στο Νέρντλινγκεν και σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων χρονών (1530) πήρε την θέση του γραμματέα κι αντιγραφέα χειρογράφων στο οχυρό του Χάρμπουργκ, όπου έμεινε πέντε χρόνια κι έμαθε λατινικά διαβάζοντας Βιργίλιο.

Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, την ιστορία, και τον ουμανισμό. Τον κορόιδευαν όμως οι άλλοι γραφείς κι απομονώθηκε, περνώντες ατέλειωτες ώρες μελέτης. Μια μέρα πήγε στην αγορά τη πόλης για να ψωνίσει καπέλο και μαχαίρια, αλλά τελικά αγόρασε ένα λεξικό αρχαίων ελληνικών και λατινικών. Μέσα σε δυο χρόνια έμαθε τόσο καλά ελληνικά που μπορούσε να συζητά για πολλά θέματα όπως στη μητρική του.

Ο Βολφ είχε αρχίσει από παιδί να μεταφράζει τα έργα αρχαίων Ελλήνων στα λατινικά. Συνόδευε τις μεταφράσεις του με πλήθος υποσημειώσεων, επεξηγήσεων και σχολίων, ανάμεσα στα οποία ανέφερε κι οτι απειλείται η ζωή του από συναδέλφους του κι όλοι θέλουν το κακό του. Το 1548 και 1549 ο  δημοσίευσε σπουδαία έργα του Ισοκράτη και του Δημοσθένη σε μετάφραση του Βολφ, που λογω της δυσκολίας των ελληνικών τους δεν είχαν μεταφράσει πριν ούτε ο Έρασμος ούτε ο Γκιγιόμ Μπυντέ. Ακολούθησαν πολλά έργα Ρωμαίων, και περισσότερα έργα λογίων του Βυζαντίου όπως του Νικήτα Χωνιάτη, του Ιωάννη Ζωναρά και του Νικηφόρου Γρηγορά, πολλά από τα οποία διασώθηκαν χάρη στην εργασία του.

Μέχρι την εποχή του, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ αρχαίων και μεσαιωνικών ελληνικών έργων, και μάλιστα τα δεύτερα συνεχώς επισκιάζονταν από το γενικότερο ενδιαφέρον για τoυς κλασικούς συγγραφείς. Αντίθετα, το ενδιαφέρον θα δημιουργηθεί από μια διαφορετική κατεύθυνση, εκείνη της ανακάλυψης και της αιτιολόγησης της ιστορίας που οδήγησε στην κατάκτηση του συνόλου σχεδόν της ανατολικής Ευρώπης από τους Οθωμανούς, τους οποίους ο Βολφ αισθάνθηκε απειλητικά σαν έφηβος κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης το 1529. Επικεντρώθηκε κυρίως στην ελληνική ιστορία και δημοσίευσε το έργο του το 1557 με τίτλο Corpus Historiae Byzantinae, το οποίο αποτελούσε περισσότερο μια συλλογή από βυζαντινές πηγές, παρά ένα πλήρες ιστορικό. Παρ ‘όλα αυτά, ο αντίκτυπος του έργου του μακροπρόθεσμα υπήρξε τεράστιος διότι έθεσε τις βάσεις για τις επερχόμενες μελέτες της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και χρησιμοποιήσε τον όρο “βυζαντινή” Ιστορία και “Βυζάντιο” για πρώτη φορά.

Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ ‘της Γαλλίας ζήτησε τη συνάθροιση όλων των έργων της εποχής και κάλεσε πολλούς γνωστούς επιστήμονες από όλο τον κόσμο για να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή φέρνοντας σχετικά βιβλία. Το έργο του Βολφ έφτασε κει και υπήρξε καθοριστικό. Το αποτέλεσμα υπήρξε το τεράστιο Corpus Historiae Byzantinae 34 τόμων με παράλληλο ελληνικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτή η έκδοση παγίωσε και καθιέρωσε τον όρο “βυζαντινή” για τις σχετικές ιστορικές μελέτες.

 

1992 – Βίλι Μπραντ (Willy Brandt, 18 Δεκεμβρίου 1913 – 8 Οκτωβρίου 1992) ήταν Γερμανός πολιτικός, ο οποίος ήταν ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) από το 1964 έως το 1987 και υπηρέτησε ως καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) από το 1969 έως το 1974. Ο Βίλλυ Μπραντ γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1913 στη Λυβέκη. Η μητέρα του ήταν μια πωλήτρια καταστήματος και αγνώστου πατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χέρμπερτ Καρλ Φραμ. Το Μπραντ είναι ψευδώνυμο.

Σε μικρή ηλικία εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα ράφτη. Ο παππούς εργάτης σε αγροκτήματα ανήκει στους σοσιαλιστές και τον επηρεάζει. Έτσι σε νεαρή ηλικία εντάσσεται στα Κόκκινα Γεράκια τη νεολαία των σοσιαλιστών. Λαμβάνει υποτροφία για να φοιτήσει στο Λύκειο Γιόχαν Χάιμ. Εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Νεολαία ενώ προσεγγίζει και το Κομμουνιστικό Κόμμα,χωρίς να γίνει μέλος του. Συνδέεται με τον σοσιαλιστή βουλευτή Γιούλιους Λέμπερ τόσο στενά που ο Μπραντ τον θεωρούσε ως “δεύτερο πατέρα του”.

Το 1933 εγκατέλειψε τη Γερμανία, γιατί ήταν ενάντιος στους Ναζί: οργάνωσε διαδήλωση διαμαρτυρίας για τη σύλληψη του Λέμπερ από τους Ναζί. Φεύγει κρυφά με αλιευτικό για τη Νορβηγία. Συνεργάστηκε με τη νορβηγική αντίσταση. Παράλληλα σπουδάζει Δίκαιο και Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.

Με το ψευδώνυμο Βίλλυ Μπραντ έρχεται ως ανταποκριτής του σκανδιναβικού τύπου στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συνεργαστεί με τη γερμανική αντίσταση. Πηγαίνει στην Ισπανία και μελετά τον Φρανκισμό.

Συνεργάζεται στη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, της Μέτρο. Όταν συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, έχει προλάβει να φορέσει νορβηγική στρατιωτική στολή και δεν κρατείται παρά μόνο 15 ημέρες και αφήνεται ελεύθερος. Καταφεύγει στη Σουηδία όπου ασχολείται με τη δημοσιογραφία.

Το 1945 επέστρεψε στη Γερμανία με νορβηγική υπηκοότητα και έλαβε και πάλι τη γερμανική υπηκοότητα. Εργάστηκε στη δημόσια διοίκηση του Βερολίνου και έγινε δήμαρχος το 1957. Συνέβαλε πολύ στη διαμόρφωση του προγράμματος των Σοσιαλδημοκρατών. Διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia