...
Ο γέγονε… Γέγονε |
Γεγονότα
1829 – Ιδρύεται η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου, γνωστή ως Σκότλαντ Γιαρντ. Το όνομά της προέρχεται από το όνομα του κτηρίου της παλιάς έδρας της Σκότλαντ Γιαρντ.
Έχει διατυπωθεί ότι η τοποθεσία είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί ως Πρεσβεία της Σκωτίας στο Λονδίνο, πριν από την ένωση των περιοχών αυτών και ο δρόμος εκείνος ανήκε στον κ. Scott κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Μέχρι τον 17ο αιώνα η περιοχή ήταν γεμάτη από κυβερνητικά κτήρια, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από τους αρχιτέκτονες Ινίγκο Τζόουνς και Κρίστοφερ Ρεν. Από το 1649 έως το 1651, ο ποιητής Ιωάννης Μίλτων έζησε εκεί κατά τη διάρκεια της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας υπό τον Όλιβερ Κρόμγουελ.
Η μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου σχηματίστηκε από τον υπουργό Εσωτερικών, Σερ Ρόμπερτ Πιλ, με την ψήφιση του νόμου της μητροπολιτικής αστυνομίας στο κοινοβούλιο το 1829. Ο ίδιος ο Σερ Ρόμπερτ Πιλ επέλεξε την τοποθεσία της έδρας της Σκότλαντ Γιαρντ, με τη βοήθεια του Εζέν-Φρανσουά Βιντόκ. Μέχρι το 1829 το κτήριο ανήκε στους αστυνομικούς επιτρόπους Σερ Τσαρλς Ρόουαν και Ρίτσαρντ Μάιν
Με την πάροδο του χρόνου, η έδρα της Σκότλαντ Γιαρντ άλλαξε διεύθυνση και τα νέα αστυνομικά γραφεία χτίστηκαν στην περιοχή Victoria Embankment, με θέα τον ποταμό Τάμεση, στην θέση του σημερινού υπουργείου Αμύνης. Το 1888, κατά τη διάρκεια της κατασκευής των κτηρίων, οι εργαζόμενοι ανακάλυψαν τα ακρωτηριασμένα πτώματα των γυναικών, τα οποία ήταν θύματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Το 1890 το Αρχηγείο της μητροπολιτικής αστυνομίας μεταφέρθηκε σε μια νέα περιοχή, την Νέα Σκότλαντ Γιαρντ. Η μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου είχε αυξήσει τους υπαλλήλους της από 1.000 σε 13.000, ενώ χρειαζόταν περισσότερο Διοικητικό Προσωπικό και μια μεγαλύτερη έδρα. Έγιναν περαιτέρω αυξήσεις των υπαλλήλων από το 1907 έως το 1940.
Το 1967, η μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου μεταφέρθηκε στο κτήριο της οδού Broadway 10. Ο αριθμός του τηλεφώνου της ήταν αρχικά το 1212.
1941 – 30.000 Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης και άλλοι ανεπιθύμητοι εκτελούνται στο φαράγγι Μπάμπι Γιαρ του Κιέβου. Το Μπάμπι Γιαρ είναι ένα φαράγγι βόρεια του Κιέβου. Το 1941 έγινε ο τόπος εκτέλεσης για χιλιάδες εβραίους, τσιγγάνους, αντιστασιακούς και αιχμαλώτους, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.
Οι προελαύνουσες στο Ανατολικό Μέτωπο γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το Κίεβο στις 19 Σεπτεμβρίου 1941. Εννιά μέρες αργότερα τοιχοκόλλησαν μια ανακοίνωση σε κάθε γωνιά της πόλης: «Όλοι οι Εβραίοι του Κιέβου και των περιχώρων διατάσσονται να παρουσιαστούν στις 8 το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου στη γωνία των οδών Μελνικόφσκι και Ντοκτούροφ, κοντά στο νεκροταφείο. Θα πρέπει να φέρουν μαζί τους οποιοδήποτε έγγραφο που να πιστοποιεί την ταυτότητά τους, καθώς και τα προσωπικά τους είδη. Όποιος παρακούσει τη διαταγή και βρεθεί σε άλλο μέρος της πόλης θα εκτελείται επιτόπου, όπως και κάθε πολίτης που θα εισέλθει σε κατοικία εβραίου και συλληφθεί να κλέβει».
Οι περισσότεροι από τους 175.000 εβραίους της περιοχής πίστεψαν ότι θα κατέληγαν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όμως, οι Ναζί είχαν αποφασίσει ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου να τους εκτελέσουν σε αντίποινα για μια σειρά βομβιστικών ενεργειών κατά στρατιωτικών τους εγκαταστάσεων από την σοβιετική αντίσταση.
Ο εβραϊκός πληθυσμός του Κιέβου (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) συγκεντρώθηκε τελικά στο κοιμητήριο, περιμένοντας τα τρένα που θα τους μετέφεραν στην εξορία, όπως πίστευαν. Μόλις άκουσαν το κροτάλισμα των πολυβόλων κατάλαβαν ότι ήταν ήδη πολύ αργά για να ξεφύγουν από την κόλαση που τους περίμενε. Οι άνδρες των SS και οι ντόπιοι συνεργάτες τους οδηγούσαν τους εβραίους σε μικρές ομάδες των 10 ατόμων στο χείλος του φαραγγιού, όπου τους πολυβολούσαν, αφού πρώτα τους έγδυναν και τους χτυπούσαν ανηλεώς αν προέβαλαν αντίσταση. Στις 30 Σεπτεμβρίου η πρώτη πράξη της ανθρωποσφαγής είχε ολοκληρωθεί.
Τη διαταγή είχε δώσει ο ίδιος ο αρχηγός των SS, o διαβόητος Χάινριχ Χίμλερ και την εκτέλεσή της ανέλαβε ο στρατηγός Φρίντριχ Γιέκελν. Σύμφωνα με την αναφορά του τοπικού τμήματος των SS προς την κεντρική διοίκηση στο Βερολίνο, 33.771 εβραίοι εκτελέστηκαν. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλους 60.000 ομοεθνείς τους, αλλά και τσιγγάνους, αντιστασιακούς και αιχμαλώτους, που εκτελέστηκαν λίγες μέρες αργότερα στο ίδιο σημείο.
Ο υπεύθυνος της σφαγής Φρίντριχ Γιέκελν συνελήφθη από τους Σοβιετικούς και αφού προσήχθη σε δίκη εκτελέστηκε στη Ρίγα της Λετονίας στις 3 Φεβρουαρίου 1946.
Η σφαγή στο Μπάμπι Γιάρ ενέπνευσε τον σπουδαίο ουκρανό ποιητή Γιεβγένι Γεφτουσένκο να γράψει ένα ποίημα με τον τίτλο «Μπάμπι Γιάρ». Το μελοποίησε ο μεγάλος ρώσος συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς και το ενέταξε στη Συμφωνία αρ. 13, που φέρει τον υπότιτλο «Μπάμπι Γιάρ».
1943 – Εκτελούνται ομαδικώς από Τσάμηδες οι 49 πρόκριτοι της Παραμυθιάς, αφού προηγουμένως διατάχθηκαν να σκάψουν μόνοι τους τον τάφο τους. Ήταν 7 το πρωί, 29 Σεπτέμβρη του 1943. Απανωτές ριπές, κροτάλισμα πολυβόλων, ακούστηκαν σε όλη την Παραμυθιά. Θρήνος στην κάθε γειτονιά».
«Το σύνθημα έδωσε μία φωτοβολίδα. Ήταν 11 το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου. Ομάδες συλλήψεως, αποτελούμενες από 2 μουσουλμάνους και έναν Γερμανό, βγήκαν στις γειτονιές. Τα κτυπήματα στις πόρτες ήταν δυνατά. Θρήνος, μέσα στο σκοτάδι. Έμπαιναν στα σπίτια και έπαιρναν τους ανθρώπους. Ήρθαν και στο σπίτι μου, για να συλλάβουν και τον πατέρα μου. Ήταν 49 χρόνων. Ζήσαμε μια αρχαία τραγωδία. Ο ιερέας, ο γυμνασιάρχης, 3 δάσκαλοι δημόσιοι υπάλληλοι ο διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας, ο γιατρός, ο συμβολαιογράφος και πολλοί άλλοι, 52 άνθρωποι συνολικά, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Σχολείο. Την επομένη το ξημέρωμα ακούσαμε τα πολυβόλα…
Από τους 52 συλληφθέντες εκτέλεσαν τους 49, καθώς ήδη είχαν εκτελέσει 11 και οι επιζήσαντες που έφτασαν μέχρι τον τόπο των εκτελέσεων, αλλά με εντολή του Φρούραρχου αφέθηκαν ελεύθεροι, μετέφεραν το χρονικό του μαρτυρίου που έζησαν στα χέρια των Ναζιστών.
Την νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου πήγε στην αίθουσα του Σχολείου ο Γερμανός Διοικητής και τους ανακοίνωσε, ότι την επομένη το πρωί θα εκτελεστούν. Ακολούθησε θρήνος, αλλά διατήρησαν την ψυχραιμία τους.
Μεταξύ των συλληφθέντων υπήρχαν και έφηβοι. Ο ιερέας Ευάγγελος Τσαμάτος είχε μαζί του το πετραχήλι και τέλεσε νεκρώσιμη ακολουθία, με ψάλτες τους μελλοθάνατους. Ένας 26χρονος γυμναστής, ο Γιαννάκης, τραγουδούσε το παραδοσιακό τραγούδι «Ο γέρο-Δήμος πέθανε».
Την επομένη, στις 5 το ξημέρωμα, τους έβγαλαν στο προαύλιο. Με τη συνοδεία μουσουλμάνων και Γερμανών οδηγήθηκαν στον τόπο της εκτέλεσης. Προπορευόταν όχημα ερπυστριοφόρο, για να καλύπτει τις φωνές τους. Όλοι τους, κατά την πορεία προς τον θάνατο, διατήρησαν την ψυχραιμία μου δεν λύγισαν.
Στον τόπο της εκτέλεσης έφτασαν και οι 52. Τότε, ο φρούραρχος έκανε την “πρόσθεση” και είπε να φύγουν 3 άτομα.
Ένας 18χρονος που εκτέλεσαν τον πατέρα του και 2 ξυλουργοί αφέθηκαν ελεύθεροι.
Στον τόπο της θυσίας, την προηγούμενη ημέρα χρησιμοποίησαν αιχμάλωτους κατοίκους από την περιοχή για να ανοίξουν δυο ομαδικούς τάφους. Πάνω από τον έναν, εκτέλεσαν τους 20 και στον δεύτερο, τους υπόλοιπους. Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν ένας έμπορος με τον 16χρονο γιό του.
Η Παραμυθιά τυλίχτηκε στον θρήνο και το κλάμα. Στη θέση Καρκαμίσι, οι Ναζί είχαν στήσει μπλόκο και απαγόρευαν στις γυναίκες να πάρουν τους νεκρούς. Στα γραφεία της Κοινότητας, η γερμανική διοίκηση, θυροκόλλησε ανακοίνωση για την εκτέλεση. (Δείτε περισσότερα στην πηγή)
Γεννήσεις
1899 – Λάζλο Μπίρο (ουγγρικά: Bíró László József, πραγματικό επώνυμο: Σβάιγκερ [Schweiger]· 29 Σεπτεμβρίου 1899 – 24 Οκτωβρίου 1985), που αργότερα ισπανοποίησε το όνομα του σε όνομά του σε Λαντισλάο Χοσέ Μπίρο (ισπανικά: Ladislao José Biro), ήταν Ουγγροαργεντινός εφευρέτης που κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο μοντέρνο στιλό διαρκείας.
Το πρώτο στιλό είχε εφευρεθεί περίπου 50 χρόνια νωρίτερα από τον Τζον Τζ. Λάουντ, αλλά δεν κατάφερε να σημειώσει εμπορική επιτυχία.
Ο Μπίρο γεννήθηκε ως μέλος μια οικογένειας Ουγγροεβραίων στη Βουδαπέστη, που τότε ανήκε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, εντός της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, το 1899. Πατέρας του ήταν ο Μόζες Ματίας Σβάιγκερ [10] και μητέρα του ήταν η Γιάνκα Σβάιγκερ, το γένος Ούλμαν. Αφού τελείωσε το σχολείο, ο Μπίρο άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην Ουγγαρία.
Ενώ εργαζόταν ως δημοσιογράφος, ο Μπίρο παρατήρησε ότι το μελάνι που χρησιμοποιούνταν για την εκτύπωση των εφημερίδων στέγνωνε γρήγορα, αφήνοντας το χαρτί στεγνό και χωρίς μουτζούρες. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το ίδιο μελάνι σε πένα, αλλά διαπίστωσε ότι δεν έρεε μέχρι την άκρη της πένας, καθώς ήταν πολύ παχύρρευστο.
Ο Μπίρο παρουσίασε την πρώτη παραγωγή του στιλό στη Διεθνή Έκθεση της Βουδαπέστης το 1931. Δουλεύοντας με τον αδερφό του Γκιόργκι, ο οποίος ήταν χημικός, ανέπτυξε μια νέα άκρη αποτελούμενη από μια μπάλα που μπορούσε να περιστρέφεται ελεύθερα σε μια υποδοχή, και καθώς γύριζε να παίρνει μελάνι από ένα φυσίγγιο ενώ στη συνέχεια κυλούσε για να αποτυπωθεί πάνω στο χαρτί. Ο Μπίρο κατοχύρωσε την εφεύρεση στο Παρίσι το 1938.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπίρο διέφυγε από τους ναζί μαζί με τον αδελφό του, μετακομίζοντας στην Αργεντινή, το 1943. Στις 17 Ιουνίου 1943, κατέθεσαν ένα ακόμη δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που εκδόθηκε στις ΗΠΑ και σχημάτισαν την εταιρεία Biro Pens of Argentina (στην Αργεντινή το στιλό είναι γνωστό ως birome). Αυτό το νέο σχέδιο υποτίθεται ότι αδειοδοτήθηκε για παραγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο για προμήθεια στο προσωπικό της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Το 1945, ο Μαρσέκ Μπιχ αγόρασε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το στιλό από τους Μπίρο, το οποίο σύντομα έγινε το κύριο προϊόν της εταιρείας του BIC.
Η BIC έχει πουλήσει περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια στιλό σε όλο τον κόσμο.
1912 – Μικελάντζελο Αντονιόνι (Michelangelo Antonioni, 29 Σεπτεμβρίου 1912 – 30 Ιουλίου 2007) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου.
Οι ταινίες του διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική τους προσέγγιση, δίνοντας έμφαση στους χαρακτήρες. Ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της Αριστεράς, χωρίς όμως να είναι στρατευμένος, κρίνοντας αντικειμενικά κάθε κατάσταση, κάτι που φανερώνει ένα ειλικρινές (χωρίς ωραιοποιήσεις) ντοκιμαντέρ του για τον Μάο Τσετούνγκ.
Γεννήθηκε στη Φεράρα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1912. Σπούδασε οικονομικά και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1939 ξεκίνησε σπουδές κινηματογράφου στη Ρώμη, στο Centro Sperimentale Di Cinematografia της Σινετσιττά. Εκεί συνάντησε μερικούς από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα, όπως τον Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Από το 1942 μέχρι και το 1952 συνεργάστηκε σε πέντε ταινίες ως σεναριογράφος, μαζί με τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, τον Σάντις, τον Φελίνι και άλλους. Πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007.
Θάνατοι
1913 – Ρούντολφ Ντίζελ.
Ο Ντίζελ γεννήθηκε στο Παρίσι, Γαλλία, το 1858, και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της Ελίζ (γένος Στρόμπελ) και του Τέοντορ Ντίζελ. Οι γονείς του ήταν Βαυαροί μετανάστες που ζούσαν στο Παρίσι. Ο Τέοντορ Ντίζελ, βιβλιοδέτης στο επάγγελμα, έφυγε από το Άουγκσμπουργκ, Βαυαρία, το 1848. Γνώρισε τη σύζυγό του, κόρη ενός εμπόρου από το Νυρεμβέργη, στο Παρίσι το 1855 και έγινε κατασκευαστής δερμάτινων ειδών.
Ο Ρούντολφ Ντίζελ έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία, αλλά όταν ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος το 1870, η οικογένειά του (όπως και άλλοι Γερμανοί) αναγκάστηκαν να φύγουν. Εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Όμως, πριν το τέλος του πολέμου, η μητέρα του Ντίζελ έστειλε τον 12-χρόνο Ρούντολφ στο Άουγκσμπουργκ, να ζήσει μαζί με το θείο και τη θεία του, για να μάθει να μιλά με ευφράδεια τα γερμανικά και να επισκεφτεί τη Βασιλική Εμπορική Σχολή της Κομητείας (Königliche Kreis-Gewerbsschule), όπου ο θείος του δίδασκε μαθηματικά.
Σε ηλικία 14, ο Ρούντολφ έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του λέγοντας ότι θέλει να γίνει μηχανικός. Αφού ολοκλήρωση τη βασική του εκπαίδευση πρώτος στην τάξη του το 1873, εγγράφηκε στη νεοϊδρυθείσα βιομηχανική σχολή του Άουγκσμπουργκ. Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε υποτροφία από το Βασιλικό Βαυαρικό Πολυτεχνείο του Μονάχου, όπου έγινε δεκτός παρά τις επιθυμίες των γονιών του, οι οποίοι ήθελαν να αρχίσει να δουλεύει.
Ένας από τους καθηγητές του Ντίζελ στο Μόναχο ήταν ο Καρλ φον Λίντε. Ο Ντίζελ δεν μπορούσε να αποφοιτήσει με το έτος του τον Ιούλιο του 1879, επειδή είχε τυφοειδή πυρετό. Ενώ περίμενε για την επόμενη εξεταστική, απέκτησε πρακτική εμπειρία στο εργοστάσιο των Sulzer στο Βίντερτουρ, Ελβετία.
Ο Ντίζελ αποφοίτησε τον Ιανουάριο του 1880 με τις μεγαλύτερες ακαδημαϊκές τιμές και επέστρεψε στο Παρίσι, όπου βοήθησε τον πρώην καθηγητή του, Καρλ φον Λίντε, με το σχεδιασμό και την κατασκευή ενός σύγχρονου παγοποιείου. Ο Ντίζελ έγινε διευθυντής του εργοστασίου ένα χρόνο αργότερα. Το 1883 παντρεύτηκε τη Μάρθα Φλας, και συνέχισε να δουλεύει για τον Λίντε, κατοχυρώνοντας διάφορες πατέντες σε Γερμανία και Γαλλία.
Το απόγευμα της 29 Σεπτεμβρίου 1913, ο Ντίζελ επιβιβάστηκε στο ατμοκίνητο ταχυδρομικό πλοίο Dresden στην Αμβέρσα, καθώς πήγαινε σε μια συνάντηση της Consolidated Diesel Manufacturing Company στο Λονδίνο. Δείπνησε στο πλοίο και αποσύρθηκε στην καμπίνα του περίπου στις 10 μ.μ., ζητώντας να τον ξυπνήσουν το επόμενο πρωί στις 6:15 π.μ., αλλά δεν τον ξαναείδαν ζωντανό. Το πρωί, η καμπίνα του ήταν άδεια, το κρεβάτι στρωμένο, αν και οι πιτζάμες είχαν ξεδιπλωθεί και το ρολόι ήταν σε σημείο το οποίο ήταν ορατό από το κρεβάτι. Το καπέλο και το πανωφόρι βρέθηκαν διπλωμένα κάτω από κιγκλίδωμα του καταστρώματος.
Δέκα μέρες αργότερα, το πλήρωμα της ολλανδικής βάρκας Coertsen βρήκε ένα πτώμα ενός άντρα να επιπλέει στη βόρεια Θάλασσα, κοντά στη Νορβηγία. Το σώμα βρέθηκε σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης και δεν ήταν αναγνωρίσιμο, και δεν το μετέφεραν στο πλοίο. Το πλήρωμα μάζεψε προσωπικά αντικείμενα (πορτοφόλι, ταυτότητα, σουγιά, θήκη για τα γυαλιά, κουτί για φάρμακα) από τα ρούχα του άντρα και μετά άφησαν το πτώμα στη θάλασσα. Στις 13 Οκτωβρίου, αυτά τα αντικείμενα ταυτοποιήθηκαν από τον γιο του Ρούντολφ, τον Ευγκέν Ντίζελ, ότι ανήκαν στον πατέρα του.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για να εξηγήσουν το θάνατο του Ντίζελ. Οι βιογράφοι του, όπως ο Γκρόσερ το 1978, παρουσιάζουν την περίπτωση μιας αυτοκτονίας, και το θεωρούν το πιο πιθανό. Θεωρίες συνωμοσίας προτείνουν ότι διάφορα εμπορικά και στρατιωτικά συμφέροντα έδιναν κίνητρα για ανθρωποκτονία, αλλά υπάρχουν λίγα στοιχεία για να τις τεκμηριώσουν.
Λίγο μετά την εξαφάνιση του Ντίζελ, η γυναίκα του Μάρθα άνοιξε μια τσάντα που τις είχε δώσει ο σύζυγός της πριν το μοιραίο ταξίδι, με οδηγίες να μην το ανοίξει μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Βρήκε 200.000 γερμανικά φράγκα σε μετρητά και διάφορες δηλώσεις οι οποίες έδειχναν ότι οι
1927 – Βίλεμ Αϊντχόφεν. Ο Αϊντχόφεν γεννήθηκε στο Σεμαράνγκ της Ιάβα, στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία) και ήταν γιος της Λουίζ Μαρί Ματίλντε Κάρολιν και του Γιακόμπ Αϊντχόφεν. Ο πατέρας του, γιατρός, πέθανε όταν ο Βίλεμ ήταν ακόμη παιδί. Η μητέρα του επέστρεψε με τα παιδιά της στην Ολλανδία το 1870 και εγκαταστάθηκαν στην Ουτρέχτη. Ο πατέρας του ήταν εβραϊκής και ολλανδικής καταγωγής και η μητέρα του ολλανδικής και ελβετικής. Το 1885, ο Αϊντχόβεν παρέλαβε το πτυχίο της ιατρικής από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1886.
Το 1902, έγινε μέλος της Βασιλικής Ολλανδικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών.
Πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1927 στο Λέιντεν της Ολλανδίας και έχει ταφεί στο νεκροταφείο του Ούχστχεστ.
Αν και ήταν γνωστό πριν από τον Αϊντχόφεν ότι η καρδιά παράγει ηλεκτρικά ρεύματα, τα όργανα της εποχής δεν ήταν αρκετά ακριβή για να μετρήσουν το φαινόμενο χωρίς την τοποθέτηση ηλεκτροδίων απευθείας πάνω στην καρδιά. Αρχίζοντας το 1901, ο Αϊντχόφεν κατασκεύασε μια σειρά πρωτότυπων χορδωτών γαλβανόμετρων, όπου χρησιμοποιούνταν λεπτές χορδές αγώγιμου καλωδίου το οποίο περνούσε ανάμεσα από ισχυρούς μαγνήτες, με αποτέλεσμα η ίνα να μετακινείται όταν περνούσε ρεύμα από αυτή.
Η κίνηση αυτή αποτυπωνόταν πάνω σε κινούμενο φωτογραφικό χαρτί. Αυτή η κατασκευή, αν και όχι ιδιαίτερα φορητή, αύξησε την ευαισθησία του γαλβανόμετρου. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, οι συσκευές έγιναν όλο και πιο φορητές. Η ορολογία που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στο ΗΚΓ προέρχεται από τον Αϊντχόφεν. Αυτός έδωσε στις διάφορες αποκλίσεις που παρατήρησε τα γράμματα P, Q, R, S και T, καθώς και το «τρίγωνο του Αϊντχόφεν», το νοητό ανεστραμμένο ισόπλευρο τρίγωνο με κέντρο στο στήθος και τα σημεία που είναι τα πρότυπα καλώδια στα χέρια και στα πόδια,πήρε το όνομά του από τον Βikh
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


