.
Ο γέγονε… Γέγονε
| Γεγονότα
1593 – Το Βατικανό οδηγεί σε δίκη τον φιλόσοφο Τζορντάνο Μπρούνο για τις αιρετικές απόψεις του. Ο Μπρούνο υποστήριζε την απειρία του Σύμπαντος, την ύπαρξη πολλαπλών κόσμων, και την ηλιοκεντρική θεωρία. Υποστήριζε πως η ενοποιός ουσία των πάντων είναι ο Θεός, αλλά αρνιόταν τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού. Θεωρεί πως η θρησκεία είναι μέσο καθοδήγησης των αμαθών.
Από το 1584 (στο La Cena de le Ceneri), ο Μπρούνο εγκαταλείπει την κοσμολογία του Αριστοτέλη, για αυτήν του Κοπέρνικου (1543), στην οποία οι πλανήτες κινούνται γύρω από τον άξονά τους καθώς και γύρω από τον Ήλιο. Ο Μπρούνο μάλιστα πηγαίνει τη θεωρία παραπέρα, εγκαταλείποντας την ιδέα του κέντρου. «Δεν υπάρχει κανένα άστρο στο κέντρο του σύμπαντος, διότι το σύμπαν εκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις με τον ίδιο τρόπο. Κάθε αστέρι είναι ένας ήλιος σαν το δικό μας, και γύρω από το καθένα από αυτά τα αστέρια περιστρέφονται άλλοι πλανήτες, αόρατοι στα μάτια μας, αλλά υπάρχουν.»
«Συνεπώς, υπάρχουν αναρίθμητοι ήλιοι και άπειρος αριθμός Γαιών που περιστρέφονται γύρω από αυτούς τους ήλιους, σαν τις επτά Γαίες, η Γη, η Σελήνη, και οι πέντε τότε γνωστοί πλανήτες: ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Δίας, ο Κρόνος που βλέπουμε να περιστρέφονται γύρω από τον κοντινό μας ήλιο.» (Giordano Bruno, De l’infinito universo et Mondi, 1584).
Καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση, ικανοποιώντας έτσι την εκκλησιαστική άποψη που επιθυμούσε τη συνέχεια του γεωκεντρικού κοσμολογικού μοντέλου. Η καταδικαστική απόφαση, η οποία οδήγησε τον Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά, εκδόθηκε από τον καρδινάλιο Ρομπέρτο Μπελλαρμίνο (Roberto Bellarmino) (1542-1621) το 1600.
1827 – Ελληνικά επαναστατικά τμήματα υπό τους Διονύσιο Βούρβαχη, Πανούτσο Νοταρά και Βάσο Μαυροβουνιώτη δέχονται επίθεση 2.000 πεζών και 600 ιππέων υπό τον Κιουταχή, στο Καματερό Αττικής. Με την ανατολή του ήλιου, ο Κιουταχής με 600 ιππείς, 2.000 πεζούς και δύο πυροβόλα κινήθηκε εναντίον των Ελλήνων. Τα μεν πυροβόλα, τα έστησε απέναντι από τα σώματα των Νοταρά και Μαυροβουνιώτη για να εμποδίσει πιθανή κάθοδό τους προς την πεδιάδα, ενώ το ιππικό και το πεζικό κινήθηκαν προς την προφυλακή του Βούρβαχη.
Ο γενναίος Συνταγματάρχης, κατόρθωσε να συγκρατήσει το σώμα του, αλλά κάποια στιγμή, η μάχη έφτασε να διεξάγεται με σπαθιά και λόγχες και ο αγώνας ήταν άνισος. Τριακόσιοι άνδρες, ανάμεσά τους ο Βούρβαχης και τέσσερις φιλέλληνες αξιωματικοί που πολέμησαν μαζί του, έπεσαν νεκροί. Σκοτώθηκαν επίσης δύο Έλληνες οπλαρχηγοί, ο Προκόπης Λέκκας και ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης, που είχε πολεμήσει ηρωικά σε προηγούμενες μάχες.
Οι στρατιώτες των άλλων σωμάτων, βλέποντας τη φοβερή σφαγή στην πεδιάδα, τράπηκαν σε φυγή στη διάρκεια της μάχης. Ο Βούρβαχης με τους άνδρες του, έμειναν αβοήθητοι στη διάρκεια του αγώνα τους. Ο Κιουταχής, διέταξε να κόψουν τα κεφάλια του Βούρβαχη και των 4 φιλελλήνων αξιωματικών και να τα στείλει στον σουλτάνο, μαζί με τις στολές τους, για να δείξει ότι Γάλλοι αξιωματικοί πολεμούν μαζί με τους Έλληνες και ότι νίκησε στη μάχη του Καματερού στρατό τον οποίο διοικούσαν Ευρωπαίοι.
Δυστυχώς, καμία από τις, αξιόλογες θεωρούμε, πηγές μας, δεν αναφέρει τα ονόματα των 4 ηρωικών φιλελλήνων. Αναζητώντας όμως στον κατάλογο των φιλελλήνων του Ελβετού Fornezy, κάποιους που σκοτώθηκαν στο Καματερό, εντοπίσαμε δύο και τους αναφέρουμε εδώ, για πρώτη φορά νομίζουμε στο διαδίκτυο. Πρόκειται για τους de Gascg και Gibbasier. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε κάποιους ανιδιοτελείς Γάλλους που ήρθαν να πολεμήσουν για την ελευθερία των Ελλήνων και άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Καματερό.
Πάντως, υπάρχει και μία άλλη εκδοχή για το τι έγινε με τον Δ. Βούρβαχη. Οι Γουίτκοπ και Χάου, στα απομνημονεύματα τους, αναφέρουν ότι τόσο αυτός όσο και οι Γάλλοι φιλέλληνες αιχμαλωτίστηκαν από τον Κιουταχή. Ο Γερμανός Χέιδεκ, μετέπειτα μέλος της Αντιβασιλείας, που πήρε μέρος στην μάχη, προσπάθησε να πείσει τον Κιουταχή να τους απελευθερώσει, δεν τα κατάφερε όμως. Όλοι συμφωνούν, ότι ο Βούρβαχης και οι 4 φιλέλληνες σκοτώθηκαν, αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη…
1903 – Δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νέον Άστυ» το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ «Δράκουλας» σε μετάφραση Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Διαφημίζεται από τη σύνταξη της εφημερίδας ως «το περιεργότερον μυθιστόρημα όπερ εδημοσιεύθη εις ἑλληνικήν εφημερίδα». Ας θαυμάσουμε ένα απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο Ιωνάθαν Αρκερ, έχοντας ήδη υποψιαστεί ότι δεν είναι φιλοξενούμενος αλλά φυλακισμένος στον Πύργο του Δράκουλα, αποφασίζει να αγνοήσει τη νουθεσία του τελευταίου και να μην επιστρέψει στο δωμάτιό του για ν’ αναπαυθεί. Τι είδους εκπλήξεις τον περιμένουν τώρα;
«Βραδύτερον, πρωία της 16 Μαΐου. – Ο Θεός να φυλάξη τον νουν μου, διότι εις τούτο κατήντησα. Η ασφάλεια και η βεβαιότης της ασφαλείας είναι πράγματα περασμένα. Ενόσω ζω εδώ, έν πράγμα μόνον πρέπει να εύχωμαι: να μη τρελλαθώ, εάν εντούτοις δεν είμαι τρελλός ήδη. Εάν εχεφρονώ, τότε βεβαίως είναι τρελλόν να σκέπτωμαι ότι εξ όλων των βδελυρών πραγμάτων, τα οποία ανέρπουσιν εις το μισητόν τούτο μέρος, ο Κόμης είναι το ολιγώτερον φοβερόν εις εμέ• ότι εις αυτόν μόνον δύναμαι ν’ αποβλέπω προς ασφάλειαν, και τούτο μόνον ενόσω δύναμαι να υπηρετήσω τον σκοπόν του. Μέγιστε Θεέ! Θεέ πολυεύσπλαγχνε! Δος να είμαι ατάραχος, διότι πέραν τούτου κείται η παραφροσύνη.
Η μυστηριώδης νουθεσία του Κόμητος μ’ ετρόμαξεν εν καιρώ ώρα με τρομάζει περισσότερον, όταν την αναλογίζωμαι, διότι εις το μέλλον αυτός έχει φοβεράν λαβήν επ’ εμού. Θα φοβούμαι και ν’ αμφιβάλλω εις ό,τι και να είπη!
Όταν είχα γράψει εις το ημερολόγιόν μου, και είχα βάλει ευτυχώς το βιβλίον και την γραφίδα εις το θυλάκιόν μου, ησθάνθην νυσταγμόν. Η νουθεσία του Κόμητος ήλθεν εις τον νουν μου, αλλ’ εύρον ηδονήν εις το να παρακούσω. Η αίσθησις του ύπνου ήτο επ’ εμού, και μετ’ αυτής η ισχυρογνωμοσύνη, την οποίαν ο ύπνος ως προπομπόν φέρει. Το μελιχρόν της σελήνης φως εμάλασσε την καρδίαν, και η αχανής έξω έκτασις παρείχεν αίσθημα ελευθερίας, το οποίον με ανέψυχε.
Απεφάσισα να μη επιστρέψω απόψε εις τους θαλάμους τους κατηφείς, αλλά να κοιμηθώ εδώ, όπου το πάλαι δέσποιναι εκάθηντο και έψαλλον και έζων αβράν ζωήν, ενώ τα ευγενή στέρνα των ήσαν τεθλιμμένα, διότι οι άρρενες οικείοι των έλειπον εις τους απηνείς πολέμους. Έσυρα μέγα ανάκλιντρον από την θέσιν του παρά την γωνίαν, ώστε πλαγιασμένος να βλέπω την ωραίαν θέαν προς ανατολάς και μεσημβρίαν, και χωρίς να με μέλη διά την σκόνην, διετέθην προς ύπνον.Υποθέτω ότι απεκοιμήθην• ελπίζω τούτο, πλην φοβούμαι, διότι παν ό,τι επηκολούθησεν ήτο εκπάγλως πραγματικόν – τόσον πραγματικόν, ώστε τώρα, καθήμενος εδώ εις τον ήλιον της πρωίας δεν δύναμαι το παράπαν να πιστεύσω ότι όλα ήσαν καθ’ ύπνους.»
1975 – Η Ελλάδα προτείνει την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία απορρίπτει την ελληνική πρόταση. Το 1975 οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας βρίσκονταν στο χειρότερο δυνατό σημείο τους. Είχε προηγηθεί η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ενώ η γείτονα χώρα έθετε την αμφισβήτηση του ελληνικού εναερίου χώρου και ζήτημα υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζ. Φορντ και ο υπουργός Εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ δήλωναν ότι πρωτίστως επιθυμούσαν το τέλος του εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας, το οποίο αποφάσισε το Κογκρέσο για την εισβολή στην Κύπρο. Στις 27 Ιανουαρίου του 1975 η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλλε για πρώτη φορά επισήμως την πρόταση προς την κυβέρνηση της Τουρκίας για την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η απάντηση της Άγκυρας ήρθε με μπαράζ παραβιάσεων του εναέριου χώρου μεταξύ 6 και 10 μιλίων και παραβάσεις του FIR Αθηνών.
Στις 31 Μαίου του 1975 ο Κ. Καραμανλής είχε συνάντηση με τον πρωθυπουργό Σ. Ντεμιρέλ, και στην ατζέντα μπήκε το Κυπριακό, το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, η υφαλοκρηπίδα και ο εναέριος χώρος. Όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης, στο κοινό ανακοινωθέν για τη συνάντηση αναφερόταν: “Οι δύο πρωθυπουργοί απεφάσισαν ότι τα προβλήματα αυτά πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Συναφώς απεφάσισαν την επίσπευσιν της συναντήσεως των εμπειρογνωμόνων διά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ως επίσης και της συναντήσεως των εμπειρογνωμόνων διά το θέμα του εναερίου χώρου”.
Στις 17 Ιουνίου συναντήθηκαν οι εμπειρογνώμονες των δυο χωρών και άρχισαν οι συζητήσεις για τον εθνικό εναέριο χώρο. Ακολούθησε συναπόφαση για την παραμπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη, ωστόσο η τουρκική κυβέρνηση υποχώρησε.
Γεννήσεις
1756 – Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Από τους κορυφαίους συνθέτες όλων των εποχών, τα έργα του οποίου αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου κάθε ορχήστρας που σέβεται τον εαυτό της. Το πλήρες όνομά του είναι Γιοχάνες Κρισόστομους Βολφγκάνγκους Τεόφιλους (Αμαντέους) Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart] και γεννήθηκε την 8η πρωινή της 27ης Ιανουαρίου 1756 στο Ζάλτσμπουργκ, τμήμα τότε της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και νυν της Αυστρίας. Ήταν γιος του συνθέτη Λεοπόλδου Μότσαρτ και της Άννας Μαρίας Περτλ.
Ο Μότσαρτ έζησε μόνο 35 χρόνια, πρόλαβε όμως να συνθέσει περίπου 600 έργα (συμφωνικά, δωματίου, κονσέρτα, όπερες και χορωδιακά), τα περισσότερα από τα οποία είναι αριστουργήματα. Σε ηλικία τριών χρονών έπαιζε πιάνο, στα πέντε του συνέθετε και στα έξι έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο. Μιλάμε για τον ορισμό της ιδιοφυΐας.
Ο Μότσαρτ, αν και συνθέτης, είναι ένας μύθος, ένα λαϊκό είδωλο. Είχε το χάρισμα να γράφει απλές και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, μέσα στη συνθετότητά τους. Έργα του ακούγονται όχι μόνο στις αίθουσες συναυλιών, αλλά και σε ασανσέρ, εμπορικά κέντρα, αίθουσες χειρουργείων και ως ηχητικά σήματα από κινητά τηλέφωνα.
Η μουσική του έχει και «μαγικές» ιδιότητες. Κτηνοτρόφοι παίζουν Μότσαρτ στις αγελάδες για να αυξήσουν την παραγωγή τους σε γάλα ή να μας δώσουν πιο τρυφερό κρέας. Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η ακρόαση της μουσικής του βοηθά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης των βρεφών και των παιδιών.
Η μορφή του απεικονίζεται σε σοκολατάκια, σουβενίρ και άλλα είδη διακόσμησης. Μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγεται ότι αν υπήρχε δυνατότητα ο Μότσαρτ να διεκδικήσει τα δικαιώματα για τη χρήση της μουσικής και του ονόματός του θα μπορούσε να αγοράσει όλη την Αυστρία. Άλλωστε, η γενέτειρά του Ζάλτσμπουργκ ζει και αναπτύσσεται μέχρι σήμερα χάρις στον Μότσαρτ. Και όμως, ο συνθέτης της «Μικρής Νυχτερινής Μουσικής», του «Ντον Τζιοβάνι», του «Μαγικού Αυλού» και άλλων αριστουργημάτων πάλευε για να τα φέρει βόλτα με τα οικονομικά του στον σύντομο βίο του. Πέθανε στη μία τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου 1791, επί των επάλξεων, γράφοντας το «Ρέκβιεμ» της ζωής και της καριέρας του.
1832 – Λιούις Κάρολ. Ο άγγλος μαθηματικός και μυθιστοριογράφος Λιούις Κάρολ είναι ιδιαίτερα γνωστός από τo βιβλίo του «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (1865) και τη συνέχειά τoυ, «Μέσ’ από τον Καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί»(1871), τα οποία αγαπήθηκαν εξίσου από παιδιά και μεγάλους. Το ποίημά του «Το Κυνήγι του Φιρχαρία» («The Hunting of the Snark», 1876) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα λογοτεχνικής παραδοξολογίας (literary nonsense).
O Τσαρλς Λάτουιτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ντάρσμπερι της βορειοδυτικής Αγγλίας στις 27 Ιανουαρίου 1832. Ήταν το τρίτο από τα έντεκα παιδιά του αιδεσιμότατου Τσαρλς Ντότζσον και της παπαδιάς του Φράνσις Τζέιν Λάτουιτζ. Ο Ντότζσον κατέληξε στο ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ αποδίδοντας το πραγματικό του όνομα Charles Lutwidge στα λατινικά ως Carolus Ludovicus και στην συνέχεια το αντέστρεψε και το μετέφρασε στα Αγγλικά ως Lewis Carroll. Από τότε χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα για όλα τα μη ακαδημαϊκά του έργα.
Ο νεαρός Τσαρλς έμαθε τα πρώτα γράμματα κατ’ οίκον από τον πατέρα του και από τα 12 έως τα 18 του χρόνια φοίτησε στα σχολεία Ρίτσμοντ (1844-1845) και Ράγκμπι (1846-1850). Τα τέσσερα χρόνια στο Ράγκμπι δεν του ήταν καθόλου ευχάριστα, επειδή υπέστη αρκετή κακομεταχείριση και πέρασε πολλές αρρώστιες, μια από τις οποίες τον άφησε κουφό από το ένα αφτί.
Η Αλίκη με τις δύο αδελφές της επισκέπτονταν συχνά τον νεαρό επιμελητή μαθηματικών στο διαμέρισμά του στο κολλέγιο, συνοδευόμενα, όπως ήταν πρέπον, από την γκουβερνάντα τους Μις Πρίκετ, που έδωσε και το πρότυπο της Κόκκινης Βασίλισσας στο μυθιστόρημά του «Μέσ’ από τον Καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί».
Στις 4 Ιουλίου 1862, ο Ντότζσον και ο φίλος του Ρόμπινσον Ντάκγουρθ, εταίρος στο Κολλέγιο της Αγίας Τριάδας (Trinity College) της Οξφόρδης, πήγαν με τα τρία κοριτσάκια βαρκάδα στον Τάμεση. Ξεκίνησαν από την Οξφόρδη, έφτασαν στο Γκόντστοου, λίγο βορειότερα, έκαναν πικ-νικ στην όχθη, και επέστρεψαν στο Κράιστ Τσερτς αργά το βράδυ. «Την ημέρα εκείνη», έγραψε ο Ντότζσον στο ημερολόγιό του, «τους διηγήθηκα μια εντελώς απίθανη ιστορία, τις “Περιπέτειες τής Αλίκης στο βάθος τής Γης” (“Alice’s Adventures Underground”) και ανέλαβα την υποχρέωση να τη γράψω για την Αλίκη».
Ο ίδιος παρέδωσε το βιβλίο στην νεαρή κοπέλα, αλλά δεν πίστευε ότι αυτό επρόκειτο να εκδοθεί. Με την προτροπή του μυθιστοριογράφου Χένρι Κίνγκσλεϊ, που το διάβασε στο σπίτι των Λίντελ και του φίλου του Τζον ΜακΝτόναλντ, αποφάσισε να το ξαναδουλέψει και τελικά να το εκδώσει το 1865 με τον τίτλο «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» («Alice’s Adventures in Wonderland»). Η επιτυχία του βιβλίου ήταν μεγάλη και ο Κάρολ σκέφτηκε να γράψει την συνέχεια του. Τον Δεκέμβριο του 1871 εξέδωσε το «Μέσ’ από τον Καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί» («Through the Looking-Glass and What Alice Found There»)
Το υπόλοιπο λογοτεχνικό έργο του Κάρολ (ποιήματα και πεζά) δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, σύμφωνα με την κριτική. Θέση στην ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας έχει το εκτεταμένο ποίημά του «The Hunting of Snark» («Το Κυνήγι του Φιρχαρία»), όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), μια αφηγηματική έμμετρη παραδοξολογία, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους καλύτερους «λήρους» του συμπατριώτη του συγγραφέα και ζωγράφου Έντουαρντ Λίαρ. Εκτός από το λογοτεχνικό του έργο, ο Κάρολ, με το πραγματικό του όνομα αυτή τη φορά, έγραψε αρκετά βιβλία λογικής και μαθηματικών, κυρίως για διδακτικές ανάγκες. Εκτός από το συγγραφικό του έργο διακρίθηκε και ως φωτογράφος.
Ο Λιούις Κάρολ πέθανε από επιπλοκές γρίπης στο σπίτι της αδελφής του στο Γκίλφορντ, στα περίχωρα του Λονδίνου, στις 14 Ιανουαρίου 1898, σε ηλικία 65 ετών.
1887 – Καρλ Μπλέγκεν. Ο Καρλ Μπλέγκεν ήταν Αμερικανός αρχαιολόγος, ο οποίος εργάστηκε στις ανασκαφές της αρχαίας Πύλου, κοντά στη σημερινή Πύλο και της Τροίας. Καθοδήγησε την αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι (Σινσινάτι), στις ανασκαφές στο λόφο του Χισαρλίκ, την περιοχή της αρχαίας Τροίας, από το 1932 ως το 1938 και έφερε στο φως το Ανάκτορο του Νέστορα στο λόφο του Εγκλιανού, το 1939 και από το 1952 ως το 1966.
Γεννήθηκε στη Μινεάπολη της πολιτείας Μινεσότα, των ΗΠΑ, και ήταν ο μεγαλύτερος των έξι παιδιών που έκαναν η Άννα Ρεγκίνα Μπλέγκεν (1854-1925) και ο Τζων Χ. Μπλέγκεν (αγγλικά: John H. Blegen), (1851-1928), οι οποίοι και οι δυο τους ήταν μετανάστες από το Λιλεχάμερ της Νορβηγίας. Ο νεότερος αδελφός του Καρλ Μπλέγκεν ήταν ο ιστορικός Θίοντορ Μπλέγκεν. Ο πατέρας του Καρλ Μπλέγκεν ήταν καθηγητής στο Κολλέγιο Άουγκσμπουργκ (αγγλικά:Augsburg College) της Μινεάπολης για περισσότερα από 30 χρόνια και έπαιξε κεντρικό ρόλο στη νορβηγική Λουθηρανική Εκκλησία της Αμερικής, που ήταν τμήμα της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας των ΗΠΑ (αγγλικά: Evangelical Lutheran Church (United States).
Το 1924 ο Καρλ Μπλέγκεν παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Πήρς (αγγλικά: Elizabeth Denny Pierce), (1888-1966) στο Λέικ Πλάσιντ της Νέας Υόρκης. Και οι δύο τους συναποτέλεσαν μια ασυνήθιστη σχέση με τον Μπέρτ Χιλ (αγγλικά: Bert Hodge Hill) και την Ίντα Χιλ (αγγλικά: Ida Thallon Hill), που ονομάσθηκε «το Κουαρτέτο».
Ο Καρλ Μπλέγκεν πέθανε στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου 1971 σε ηλικία 84 ετών. Είναι θαμμένος στο Προτεσταντικό τμήμα του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών, μαζί με την σύζυγο του Ελίζαμπεθ Πήρς Μπλέγκεν. Οι τάφοι της Ίντα Χιλ και του Μπέρτ Χιλ βρίσκονται επίσης σε αυτό το τμήμα. Κληροδότησε την μεγάλη συλλογή των εγγράφων του στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
Θάνατοι
2010 – Χάουαρντ Ζιν. Γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1922 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια εβραίων μεταναστών – από την Αυστρο-Ουγγαρία (από την πλευρά του πατέρα του) και την Ανατολική Σιβηρία (από την πλευρά της μητέρας του) – και μεγάλωσε στις σκοτεινές και βρώμικες εργατικές κατοικίες της Νέας Υόρκης. Δούλεψε ως εργάτης σε ναυπηγείο και στρατεύτηκε εθελοντικά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου «για να πολεμήσει τον φασισμό». Υπηρέτησε ως βομβαρδιστής σε πολεμικά αεροπλάνα στο ευρωπαϊκό θέατρο των επιχειρήσεων.
Μετά την αφυπηρέτησή του σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Κολούμπια, όπου έλαβε το διδακτορικό του στην ιστορία και την πολιτική επιστήμη το 1958. Ομολογεί ότι έγινε ιστορικός για ν’ αλλάξει τον κόσμο κι έθεσε την ιστορία στην υπηρεσία του ανθρώπου ως εργαλείο μεταβολής της κοινωνίας και όχι διαιώνισης μιας άρρωστης πραγματικότητας.
Η ακαδημαϊκή του καριέρα ξεκίνησε το 1956 από το Κολέγιο Σπέλμαν, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα με φοιτήτριες κυρίως νεαρές μαύρες στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Το 1963 θα απολυθεί, επειδή, σύμφωνα με την σύγκλητο, ριζοσπαστικοποιούσε τις φοιτήτριές του. Συνέχισε τη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη φήμη, πρωταγωνιστώντας σε πολλές απεργίες και αντιπολεμικές κινητοποιήσεις. Δίδαξε επίσης ως επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Παρισιού και της Μπολόνια.
Γνωστός ακτιβιστής κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και παθιασμένος υποστηρικτής των κινημάτων των αφροαμερικανών για πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ, ο Ζιν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής αναταραχής στη χώρα του από τη δεκαετία του 1950 ως τα τέλη εκείνης του 1970. Έγινε όμως ευρύτερα γνωστός για το βιβλίο του «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» («A People’s History of the United States»), που κυκλοφόρησε το 1980 και το 2008 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Αιώρα».
Ο Ζιν ανέτρεψε όλα τα στερεότυπα της επίσημης ιστοριογραφίας, τοποθετώντας στη θέση των κεντρικών ηρώων της ιστορίας των ΗΠΑ όχι τους λεγόμενους «ιδρυτές-πατέρες» της, αλλά τους πρώτους συνδικαλιστές, τις φεμινίστριες και τους μαχητές για διάφορους σκοπούς. Πίστευε ότι η κοινωνική πρόοδος, όπου και όσο αυτή συντελέστηκε στην πάροδο των αιώνων, προήλθε μόνο μέσα από τους αγώνες των απλών ανθρώπων που πάλεψαν ενάντια σε κάθε είδους εξουσιαστικούς και καταπιεστικούς μηχανισμούς.
Το 1999 κυκλοφόρησε το άλλο γνωστό του έργο, τον θεατρικό μονόλογο «Ο Μαρξ στο Σόχο» («Marx in Soho»). Ο Μαρξ, απηυδισμένος από τις επιθέσεις που δέχεται μετά θάνατον, ζητάει από τις αρχές του άλλου κόσμου να επιστρέψει στη ζωή για ν’ αποκαταστήσει την αλήθεια. Φτάνει στο Σόχο και, απευθυνόμενος σ’ ένα σύγχρονο ακροατήριο, μιλάει σε πρώτο πρόσωπο για τη ζωή του και υπερασπίζεται την επικαιρότητα των ιδεών του. Το έργο παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα από τον Άγγελο Αντωνόπουλο στο ρόλο του Μαρξ σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, αρχής γενομένης από το 2005. Σε βιβλίο κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις «Αιώρα».
Το 2002, στην αυτοβιογραφία του «Δεν μπορείς να είσαι ουδέτερος σ’ ένα τρένο που κινείται» («You Can’t Be Neutral on a Moving Train»), ο Ζιν σημείωνε ότι η αντικειμενικότητα ουδέποτε υπήρξε στόχος στα μαθήματα που παρέδιδε. «Ήθελα οι φοιτητές να φεύγουν από την τάξη, όχι απλά καλύτερα πληροφορημένοι, αλλά προετοιμασμένοι να παρατήσουν την ασφάλεια της σιωπής, πιο έτοιμοι να μιλήσουν, να δράσουν ενάντια στην αδικία όπου την έβλεπαν. Αυτή, φυσικά, ήταν μια συνταγή για φασαρίες».
Τον Μάιο του 2009 ο Ζιν επισκέφθηκε την Ελλάδα, προσκεκλημένος των εκδόσεων «Αιώρα» και του ΕΚΕΒΙ, στο πλαίσιο της 6ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Στο βιβλίο «Από την ιστορία στην πράξη: Η δράση των πολιτών ως προϋπόθεση της δημοκρατίας» περιλαμβάνεται και το κείμενο της ομιλίας που έδωσε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του.
Ο Χάουαρντ Ζιν πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 2010 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 87 ετών.
2010 – Τζερόμ Σάλιντζερ. Ο Σάλιντζερ μεγάλωσε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, και ξεκίνησε την συγγραφική του σταδιοδρομία γράφοντας σύντομες ιστορίες κατά την περίοδο όπου παρακολουθούσε μαθήματα στο γυμνάσιο. Αρκετά από αυτά δημοσιεύτηκαν μετέπειτα στο φιλολογικό περιοδικό Story στις αρχές της δεκαετίας του 1940, πριν ο Σάλιντζερ υπηρετήσει στον στρατό κατά την διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1948, το διήγημα του με τίτλο A Perfect Day for Bananafish (Μια τέλεια μέρα για μπανανόψαρα) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Yorker, το οποίο δημοσίευσε και πολλά μετέπειτα έργα του.
Το 1951, το διήγημα του με τίτλο The Catcher in the Rye / Ο φύλακας στη σίκαλη έγινε αμέσως με την κυκλοφορία του μεγάλη επιτυχία. Στο διήγημα αυτό περιέγραφε την αποξένωση που επέρχεται με την ενηλικίωση και την απώλεια της αθωότητας που ακολουθεί. Η επιτυχία που γνώρισε με το διήγημα αυτό έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, κάτι που ο Σάλιντζερ αποστρεφόταν, και ως αποτέλεσμα αποξενώθηκε και δημοσίευε νέα έργα όλο και σπανιότερα.
Τα επόμενα διηγήματα του ήταν το Nine Stories / Εννέα ιστορίες το 1953, το Franny and Zooey / Φράνι και Ζούι το 1961, και το Raise High the Roof Beam, Carpenters and Seymour: An Introduction / Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία το 1963. Το τελευταίο του δημοσιευμένο γραπτό, ήταν μια νουβέλα με τίτλο Hapworth 16, 1924, η οποία δημοσιεύτηκε από το περιοδικό The New Yorker στις 19 Ιουνίου του 1965.