...
Ο γέγονε… Γέγονε |
Γεγονότα
Στα Σφακιά της Κρήτης, στις 21 Αυγούστου 1866, οι αντιπρόσωποι των ισχυρότερων οικογενειών του νησιού συγκεντρώθηκαν στο Ασκύφου και διακήρυξαν την «αδιάσπαστον και παντοτεινήν Ένωσιν» της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, υπό το σκήπτρο του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε την έναρξη της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης του 1866-1869, μιας εξέγερσης που, αν και απέτυχε στρατιωτικά, σφράγισε την ιστορία του κρητικού αγώνα για ελευθερία.
Η καθημερινότητα των χριστιανών στην Οθωμανική Κρήτη, ακόμη και μετά το Χάτι Χουμαγιούν του 1856 που τυπικά καθιέρωνε ισονομία, παρέμενε ζοφερή. Η φορολογία γινόταν ολοένα και πιο δυσβάσταχτη, οι δημογεροντίες ελέγχονταν από την οθωμανική εξουσία, ενώ αυθαιρεσίες, φυλακίσεις και δολοφονίες ήταν συχνό φαινόμενο. Οι επίμονες αναφορές και αιτήματα προς τον Σουλτάνο όχι μόνο αγνοήθηκαν, αλλά προκάλεσαν και την αποστολή 4.500 Αιγύπτιων στρατιωτών στο νησί. Την ίδια ώρα, οι Τουρκοκρητικοί εξαπέλυαν επιθέσεις, ενώ ο Ισμαήλ Πασάς απειλούσε ανοιχτά τους χριστιανούς με αφανισμό.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, οι Κρητικοί πέρασαν στην ανοιχτή επανάσταση. Η Συνέλευση του Ασκύφου, με την παρουσία ηγετικών οικογενειών όπως οι Κόρακας, Χατζήμιχάλης, Μάντακας, Γογόνης, Τσουδερός και πολλοί άλλοι, έδωσε στο κίνημα τον χαρακτήρα εθνικού ξεσηκωμού με ξεκάθαρο στόχο: την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα.
Παρότι η ελληνική κυβέρνηση της εποχής ήταν πολιτικά αδύναμη και δεν μπορούσε να στηρίξει επισήμως την εξέγερση, ο ευρύτερος ελληνισμός δεν έμεινε αμέτοχος. Στην Αθήνα συγκροτήθηκε μια 23μελής επιτροπή υπό τον νομομαθή και οικονομολόγο Μάρκο Ρενιέρη, με σκοπό να ενισχύσει οικονομικά και ηθικά τον αγώνα. Η Κρητική Επανάσταση του 1866, με κορυφαία στιγμή το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, μπορεί να μην πέτυχε την ένωση, αλλά άφησε βαθύ αποτύπωμα και κράτησε ζωντανή τη φλόγα του κρητικού ζητήματος.
1926 – Στις 21 Αυγούστου 1926 ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου. Ο δικτάτορας, που παραθέριζε τότε στις Σπέτσες, προσπάθησε να αντιδράσει μέσω του Ναυτικού, όμως ο Κονδύλης είχε ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη καίριων αξιωματικών του στρατού ξηράς, οι οποίοι μέχρι τότε θεωρούνταν προσκείμενοι στον Πάγκαλο. Δεν ήταν η πρώτη του απόπειρα· λίγους μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο, είχε επιχειρήσει να τον ανατρέψει, αλλά προδόθηκε και εκτοπίστηκε στη Σαντορίνη. Αφέθηκε ελεύθερος μόλις δύο μήνες αργότερα, όταν στήριξε την υποψηφιότητα Πάγκαλου για την Προεδρία.
Μετά την ανατροπή, στις 26 Αυγούστου 1926, ο Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση. Στις 9 Σεπτεμβρίου αντιμετώπισε νέα κρίση: κίνημα παγκαλικών αξιωματικών υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον Βασίλειο Ντερτιλή, οι οποίοι μάλιστα τον είχαν βοηθήσει αρχικά στην πτώση του δικτάτορα. Η καταστολή υπήρξε αιματηρή, αλλά σταθεροποίησε προσωρινά το καθεστώς του. Στις 7 Νοεμβρίου οδήγησε τη χώρα σε εκλογές με απλή αναλογική, οι οποίες θεωρήθηκαν ανόθευτες. Ο ίδιος όμως και η παράταξή του δεν έλαβαν μέρος.
Η πολιτική του πορεία συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με συνεχείς μετατοπίσεις. Το 1928 το «Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα» του Κονδύλη απέσπασε 9 έδρες και τον ανέδειξε βουλευτή Καβάλας. Το 1932, μετονομάζοντας το κόμμα σε Εθνικοριζοσπαστικό, κέρδισε 6 έδρες και συνεργάστηκε με τους Φιλελευθέρους, εκλεγόμενος βουλευτής Τρικάλων. Όμως η έλλειψη αυτοδυναμίας στη Βουλή τον οδήγησε σε θεαματική στροφή: συντάχθηκε με το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη και ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών. Στις εκλογές του 1933 επανέλαβε τη συνεργασία με τους Λαϊκούς, αυξάνοντας τις έδρες του κόμματός του σε 11 και διατηρώντας τον ίδιο υπουργικό θώκο.
Ο Κονδύλης, στρατιωτικός με έντονη πολιτική φιλοδοξία, κινήθηκε ανάμεσα σε συμμαχίες και συγκρούσεις, διαμορφώνοντας τη δική του πορεία σε μια Ελλάδα βαθιά διχασμένη.
1991 – Τη Δευτέρα, 19 Αυγούστου 1991 έκπληκτοι οι κάτοικοι της Μόσχας και άλλων μεγάλων πόλεων της Ρωσίας βλέπουν τεθωρακισμένα του Kόκκινου Στρατού της ΕΣΣΔ στους δρόμους. Τα σοβιετικά μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν ανακοίνωση μιας άγνωστης Kρατικής Επιτροπής Εκτακτης Ανάγκης, η οποία πληροφορεί τους πολίτες ότι ο πρόεδρος της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος βρίσκεται για διακοπές στην Kριμαία, έχει ήδη αντικατασταθεί για «λόγους υγείας» από τον αντιπρόεδρο Γκενάντι Γιανάεφ και ότι η αχανής χώρα έχει κηρυχθεί για έξι μήνες σε «κατάσταση ανάγκης», προκειμένου να αντιμετωπιστούν «η βαθιά κρίση, οι πολιτικές, εθνικιστικές και εμφύλιες διαμάχες και η αναρχία που απειλεί τη ζωή και την ασφάλεια των Σοβιετικών πολιτών».
Εντελώς ανενόχλητος, χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον του, χωρίς να γίνει ούτε καν μια επίθεση της ΟΜΟΝ (των σοβιετικών ΜΑΤ), ο Γέλτσιν παριστάνει με θεατρικό τρόπο τον «υπερασπιστή της δημοκρατίας», μαζεύοντας στις 20 Αυγούστου εκατοντάδες χιλιάδες άτομα γύρω από το κτίριο του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ρωσίας και αναδεικνυόμενος έτσι στη σημαντικότερη ηγετική φυσιογνωμία μέσα σε αυτό το χάος της κατάρρευσης.
Δεν χρειάζεται και πολύ για να δουν οι καιροσκόποι στρατιωτικοί προς τα πού φυσάει ο άνεμος. Ηδη από τη νύχτα της 20ής Αυγούστου προσχωρούν στο γελτσινικό στρατόπεδο ο αρχηγός της Αεροπορίας, πτέραρχος Γεβγκένι Σαπόσνικοφ, ο διοικητής των αλεξιπτωτιστών Πάβελ Γκρατσόφ, ο σκληρός πυρήνας της KGB, ο στόλος της Βαλτικής κ.λπ., με αποτέλεσμα από το πρωί κιόλας της 21ης Αυγούστου να έχει αποσύρει η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων τα άρματα μάχης από τους δρόμους, να έχει καταργηθεί η «Kρατική Επιτροπή Εκτακτης Ανάγκης» και να έχει λήξει σε δύο 24ωρα ένα πραξικόπημα στο οποίο συμμετείχε σχεδόν σύσσωμη η ηγεσία της ΕΣΣΔ.
Η απόπειρα πραξικοπήματος μπορεί να ήταν φαιδρή, αλλά οι πολιτικές εξελίξεις σε επίπεδο ηγεσίας που επακολουθούν αποδεικνύονται κατακλυσμιαίες.
Ένας Γκορμπατσόφ, πολιτικό λείψανο, επιστρέφει το βράδυ της 21ης Αυγούστου από την Kριμαία στη Μόσχα, όπου την επομένη σχηματίζει εντελώς νέα κυβέρνηση χωρίς τους πραξικοπηματίες.
Γεννήσεις
1938 – Ο Κένι Ρότζερς, ένας από τους πιο εμβληματικούς καλλιτέχνες της κάντρι μουσικής, γεννήθηκε στο Χιούστον του Τέξας στις 21 Αυγούστου 1938. Γιος ξυλουργού και νοσηλεύτριας, ξεκίνησε τη μουσική του πορεία από το σχολείο, σχηματίζοντας το πρώτο του συγκρότημα, τους The Scholars. Το 1957 ηχογράφησε το πρώτο του σόλο τραγούδι, «That Crazy Feeling», που τον έφερε στη δημοφιλή εκπομπή American Bandstand.
Η πρώτη του μεγάλη εμπειρία στη μουσική βιομηχανία ήρθε το 1966, όταν εντάχθηκε στους New Christy Minstrels. Σύντομα, μαζί με άλλους μουσικούς, αποχώρησε και δημιούργησε τους First Edition. Το συγκρότημα, που συνδύαζε κάντρι, ποπ και ψυχεδελικούς ήχους, γνώρισε επιτυχίες όπως τα «Just Dropped In», «Ruby, Don’t Take Your Love to Town» και «Reuben James». Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Ρότζερς έγινε τηλεοπτικός οικοδεσπότης με το Rollin’ on the River, προσκαλώντας κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής.
Η μεγάλη στροφή ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ακολούθησε ξανά σόλο καριέρα. Το 1977 κατέκτησε την κορυφή με το «Lucille», που του χάρισε το πρώτο του Γκράμι. Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το εμβληματικό The Gambler, που έγινε και τηλεταινία με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, εγκαινιάζοντας μια σειρά ταινιών με θέμα τον κόσμο των χαρτοπαικτών της Άγριας Δύσης. Το 1980 γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με την μπαλάντα του Λάιονελ Ρίτσι «Lady», που σφράγισε την καριέρα του και τον καθιέρωσε σε κοινό πέρα από τα όρια της κάντρι μουσικής.
Κατά τη διάρκεια της πορείας του, ο Ρότζερς ηχογράφησε περισσότερα από 120 τραγούδια που κυριάρχησαν για πάνω από 200 εβδομάδες στα αμερικανικά τσαρτς, πουλώντας πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. Το 2013 εισήχθη στο Country Music Hall of Fame. Ο Κένι Ρότζερς έφυγε από τη ζωή στις 20 Μαρτίου 2020, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη μουσική κληρονομιά.

1945 – Ο Μπέιζιλ (Βασίλης) Πολιντούρις, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής του Χόλιγουντ, γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1945 στο Κάνσας Σίτι του Μιζούρι, από γονείς με ρίζες στη Μεσσηνία. Από την ηλικία των επτά ετών ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και αργότερα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, όπου συμφοιτητές του ήταν μετέπειτα σπουδαίοι σκηνοθέτες, όπως ο Τζον Μίλιους, ο Ράνταλ Κλάιζερ και ο Τζορτζ Λούκας.
Η καριέρα του απογειώθηκε το 1982 με το επικό σάουντρακ του Κόναν ο Βάρβαρος σε σκηνοθεσία Τζον Μίλιους και πρωταγωνιστή τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ένα έργο που θεωρείται μέχρι σήμερα από τα κορυφαία της δεκαετίας του ’80. Η επιτυχία αυτή τον καθιέρωσε στο Χόλιγουντ και άνοιξε τον δρόμο για συνεργασίες σε μεγάλες παραγωγές, όπως Η Γαλάζια Λίμνη (1980), Κόκκινη Αυγή (1984), Ρόμποκοπ (1987), Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη (1990) και Ελευθερώστε τον Ουίλι (1993).
Συνολικά, υπέγραψε μουσική για 88 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές από το 1969 και μετά. Στην τηλεόραση, η δουλειά του έγινε γνωστή και στην Ελλάδα μέσα από σειρές όπως Η Ζώνη του Λυκόφωτος και Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει. Ιδιαίτερη στιγμή της διαδρομής του υπήρξε το 1996, όταν συνέθεσε τη μουσική για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα, αφήνοντας το αποτύπωμά του σε μια παγκόσμια γιορτή.
Ο Πολιντούρις συνήθιζε να λέει ότι δύο ήταν οι καταλυτικές επιρροές του: ο θρυλικός συνθέτης Μίκλος Ρόζα και οι ορθόδοξες ελληνικές του καταβολές. Έφυγε από τη ζωή στις 8 Νοεμβρίου 2006, σε ηλικία μόλις 61 ετών, νικημένος από τον καρκίνο. Την καλλιτεχνική του κληρονομιά συνεχίζει η κόρη του, Ζωή Πολυδούρη, που ακολουθεί τα βήματά του στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής.
1952 – Ο Τζο Στράμερ, γεννημένος ως Τζον Γκράχαμ Μέλορ στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του πανκ, ιδρυτής και η ψυχή των The Clash. Γιος διπλωμάτη, μεγάλωσε με μουσικές επιρροές από τις ΗΠΑ, όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ, οι Beach Boys και ο Γούντι Γκάθρι, ενώ ως έφηβος περιπλανιόταν στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου παίζοντας γιουκαλίλι. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Στράμερ» προήλθε από τον αυτοσαρκασμό του για το αδέξιο παίξιμο του οργάνου.
Πριν από τους Clash, ο Στράμερ έπαιζε στα συγκροτήματα Vultures και 101ers, παίζοντας ριδμ εντ μπλουζ σε λονδρέζικα κλαμπ. Η καθοριστική στιγμή ήρθε στις 3 Απριλίου 1976, όταν οι Sex Pistols εμφανίστηκαν ως δεύτερο συγκρότημα σε συναυλία των 101ers. Εμπνευσμένος, σχημάτισε μαζί με τον Μικ Τζόουνς, τον Πολ Σίμονον και τον Τόρι Κράιμς τους The Clash. Η πρώτη τους εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου 1976, ανοίγοντας για τους Sex Pistols.
Το πρώτο τους σινγκλ, «White Riot» (1977), καθόρισε τον πολιτικό και δυναμικό χαρακτήρα του συγκροτήματος. Ακολούθησαν τα άλμπουμ The Clash (1977), Give ’Em Enough Rope (1978) και το επικό London Calling (1979), το οποίο το Rolling Stone χαρακτήρισε κορυφαίο της δεκαετίας του ’80. Το Combat Rock (1982), με επιτυχίες όπως τα «Rock the Casbah» και «Should I Stay or Should I Go», σφράγισε την τελευταία μεγάλη φάση των Clash, πριν τη διάλυσή τους το 1985.
Ο Στράμερ συνέχισε σόλο καριέρα και μουσικές συνεισφορές σε ταινίες όπως το Sid and Nancy (1986) και το Grosse Pointe Blank (1997). Το 1999 δημιούργησε τους Joe Strummer & the Mescaleros, με τους οποίους κυκλοφόρησε τα άλμπουμ Rock Art and the X-Ray Style (1999) και Global a Go-Go (2001), εμφανιζόμενος και στην Αθήνα το 2001.
Ο Τζο Στράμερ πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο στις 22 Δεκεμβρίου 2002, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στο πανκ, με καλλιτεχνικό και πολιτικό αποτύπωμα που επηρέασε γενιές μουσικών. Οι Μπόνο, Μπίλι Μπραγκ και Μπομπ Γκέλντοφ αναγνώρισαν τη μοναδική του συμβολή στη μουσική και στην πολιτική διάσταση του πανκ.
Θάνατοι
1940 – Ο Λέων Τρότσκι, γεννημένος στις 26 Οκτωβρίου 1879 με το παλιό ρωσικό ημερολόγιο, αποτέλεσε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ρωσικής επανάστασης και της μαρξιστικής θεωρίας. Γιος Ρώσων πολιτικών προσφύγων, αφιερώθηκε από νωρίς στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, διασχίζοντας το φάσμα της πολιτικής από τους Μενσεβίκους στους Μπολσεβίκους. Η ιστορική του σημασία αποτυπώνεται στην καθοριστική συμμετοχή του στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, όταν διετέλεσε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης και συνέβαλε στην ίδρυση του Κόκκινου Στρατού.
Ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Τρότσκι ανέλαβε καθοριστικούς ρόλους στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση, υπηρετώντας ως Λαϊκός Επίτροπος των Εξωτερικών Υποθέσεων και αργότερα ως Λαϊκός Επίτροπος των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων. Παράλληλα, ηγήθηκε του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της RSFSR και της ΕΣΣΔ, ενώ από το 1923 ξεκίνησε τη διαφωνία του με τη γραφειοκρατικοποίηση του σοβιετικού κράτους, η οποία τον οδήγησε στην Αριστερή Αντιπολίτευση. Το 1927 εξορίστηκε, ενώ δύο χρόνια αργότερα του αφαιρέθηκε η σοβιετική υπηκοότητα, ολοκληρώνοντας την απομάκρυνσή του από την ΕΣΣΔ το 1932.
Στην εξορία, ο Τρότσκι δεν εγκατέλειψε τον αγώνα του για την παγκόσμια επανάσταση. Το 1938 ίδρυσε τη 4η Διεθνή και συνέχισε να γράφει, αφήνοντας έργα όπως η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, η Προδομένη Επανάσταση και η αυτοβιογραφία του Η Ζωή μου. Η συγγραφική του δραστηριότητα καλύπτει επίσης κριτικές για τη λογοτεχνία και την τέχνη, αποτυπώνοντας τη θεωρητική του προσέγγιση στο μαρξιστικό ρεύμα που έμεινε γνωστό ως τροτσκισμός.
Η ζωή του τερματίστηκε βίαια στις 21 Αυγούστου 1940, όταν ο πράκτορας της NKVD, Ραμόν Μερκαντέρ, τον τραυμάτισε θανάσιμα στο Κογιοακάν του Μεξικού. Ο θάνατός του υπήρξε το τελικό κεφάλαιο μιας ζωής αφιερωμένης στον επαναστατικό αγώνα και στην αταλάντευτη ιδεολογία.
1951 – Ο Γρηγόριος Εμπεδοκλής, γεννημένος στις 7 Οκτωβρίου 1861 στο Λονδίνο, αναδείχθηκε σε μία από τις κεντρικές προσωπικότητες της ελληνικής τραπεζικής σκηνής και ιδρυτής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος. Προερχόμενος από οικογένεια εμπόρων με καταγωγή από τη Δημητσάνα Αρκαδίας, η οποία είχε μετακομίσει στη Σμύρνη μετά τα Ορλοφικά του 1770, έλαβε την πρώιμη παιδεία του στο Λονδίνο και παράλληλα σπούδαζε ελληνικά υπό την καθοδήγηση του λόγιου Ιωάννη Βαλέττα. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Βαρβάκειο και παρακολούθησε μαθήματα νομικής, ιστορίας και αρχαιολογίας.
Η επαγγελματική του πορεία ξεκίνησε το 1880 σε δημόσιες υπηρεσίες και τραπεζικούς οργανισμούς, ενώ το 1886 ίδρυσε το δικό του τραπεζικό γραφείο στην οδό Αριστείδου, δίπλα στο Χρηματιστήριο. Το 1896 το γραφείο αυτό αποτέλεσε τη βάση της Τράπεζας Εμπεδοκλέους ΟΕ, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος το 1907, υπό τη γενική διεύθυνση του ιδρυτή της. Η τράπεζα επένδυσε σε εξωτερικό εμπόριο, βιομηχανικές επιχειρήσεις και ναυτιλία, ενώ άνοιξε υποκαταστήματα σε δεκάδες πόλεις, καθιερώνοντάς την ως πυλώνα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του, ο Εμπεδοκλής εφάρμοσε συντηρητική πολιτική χορηγήσεων, διασφαλίζοντας τη ρευστότητα και τη σταθερότητα της τράπεζας, που άντεξε σε κρίσεις, πολέμους και νομισματικές ανακατατάξεις. Η διεθνής παρουσία ενισχύθηκε με την ίδρυση της Εμπορικής Τράπεζας της Εγγύς Ανατολής στο Λονδίνο το 1922.
Παράλληλα, υπήρξε συλλέκτης αρχαιοτήτων και νομισμάτων, με σημαντικές δωρεές στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Νομισματικό Μουσείο, συνεχισμένες από τις κόρες και τους κληρονόμους του. Απεβίωσε στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής στις 21 Αυγούστου 1951, αφήνοντας πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και μία τράπεζα που αποτελούσε πρότυπο σταθερότητας και ανάπτυξης.
2012 – Ο Μιχάλης Μενιδιάτης, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μενίδι, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του λαϊκού τραγουδιού και της νυχτερινής διασκέδασης στην Ελλάδα. Γιος πολύτεκνου φύλακα στη Λαχαναγορά της Αθήνας, από νεαρή ηλικία έδειξε αγάπη για τη μουσική, αρχίζοντας να παίζει μπουζούκι επηρεασμένος από τα ακούσματα των νυχτερινών κέντρων της πρωτεύουσας. Το 1953 έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε λαϊκό πάλκο, στο κέντρο «Δροσιά» του Δημήτρη Γκίκα στο Μενίδι, δίπλα σε σπουδαίους μουσικούς της εποχής όπως οι Μιχάλης Δασκαλάκης, Τάκης Μπίνης και Γεράσιμος Κλουβάτος.
Το 1957 ξεκίνησε τη δισκογραφία του με το τραγούδι «Θα χτίσω μια καλύβα» του Γεράσιμου Κουβάτου, ενώ η συνεργασία του με τον Απόστολο Καλδάρα τον καθιέρωσε με κομμάτια όπως «Μην περιμένεις πια», «Περιφρόνα με, γλυκιά μου» και «Πετραδάκι-πετραδάκι». Συνεργάστηκε επίσης με σημαντικούς δημιουργούς και τραγουδιστές, όπως ο Γεράσιμος Κλουβάτος, ο Βασίλης Βασιλειάδης και ο Άκης Πάνου, ενώ το επιβλητικό παρουσιαστικό του και η σοβαρότητά του τον ανέδειξαν είδωλο της εποχής.
Το 1964, μαζί με τον αδελφό του Κοσμά Καλογράνη, δημιούργησε το νυχτερινό κέντρο «Φαντασία», που έγινε σύμβολο της αθηναϊκής νύχτας και χώρος ανάδειξης νέων καλλιτεχνών όπως η Δούκισσα, ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο Τόλης Βοσκόπουλος, ενώ στήριξε και παλαιότερους καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Ζαμπέτας. Προσηνής και ευγενικός, κατάφερε να συνδυάσει την καριέρα με τη δημιουργία μιας σταθερής οικογένειας, αποφεύγοντας τα σκάνδαλα που συνόδευαν τη νυχτερινή ζωή.
Φορώντας σχεδόν πάντα μεγάλα σκούρα γυαλιά και οδηγώντας ο ίδιος, επισκεπτόταν συχνά τα κουτούκια του Πειραιά, του Αιγάλεω και του Φαλήρου, διατηρώντας τη ζωντανή επαφή με τη μουσική παράδοση. Ο Μιχάλης Μενιδιάτης έφυγε από τη ζωή στις 21 Αυγούστου 2012 σε ηλικία 80 ετών από καρκίνο, αφήνοντας παρακαταθήκη τη μουσική του κληρονομιά και συνεχιστή του τον γιο του Χρήστο Μενιδιάτη.
————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia

