Γέγονε την 15η Νοεμβρίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε |


Γεγονότα


 

1922 – Η δίκη των έξι υπήρξε κορύφωση του Εθνικού Διχασμού και από τα πιο δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με τη χώρα σε κατάσταση διάλυσης, το στρατιωτικό κίνημα των Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά (Σεπτέμβριος 1922) ανέτρεψε την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου και οδήγησε στην απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η Επαναστατική Επιτροπή, αντιμέτωπη με τη λαϊκή απαίτηση για απόδοση ευθυνών, διέταξε συλλήψεις κορυφαίων αντιβενιζελικών πολιτικών. Η ογκώδης διαδήλωση της 9ης Οκτωβρίου στην Πλατεία Συντάγματος ενίσχυσε την πίεση για παραδειγματικές τιμωρίες.

Παρά τις παραινέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για νηφαλιότητα, επικράτησαν οι αδιάλλακτοι μέσα στο κίνημα. Αποφασίστηκε η σύσταση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν διασφάλιζε πλήρως αμερόληπτη κρίση. Την ανάκριση διηύθυνε ο Θεόδωρος Πάγκαλος και στο εδώλιο παραπέμφθηκαν οκτώ πρόσωπα: τρεις πρώην πρωθυπουργοί (Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Στράτος), τρεις υπουργοί (Θεοτόκης, Μπαλτατζής, Γούδας), ο υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός και ο αρχιστράτηγος Γ. Χατζανέστης.

Η δίκη, που διεξήχθη στην Παλαιά Βουλή από 31 Οκτωβρίου έως 15 Νοεμβρίου 1922, περιλάμβανε 14 συνεδριάσεις με εξέταση 24 μαρτύρων. Το αίτημα εφαρμογής του νόμου περί ευθύνης υπουργών απορρίφθηκε. Παρά τις διεθνείς πιέσεις για επιείκεια, οι απολογίες ολοκληρώθηκαν χωρίς αναβολές, ενώ ο Γούναρης νοσούσε βαριά.

Τα ξημερώματα της 15ης Νοεμβρίου το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του: έξι καταδίκες σε θάνατο και δύο σε ισόβια. Στις 11:30 το πρωί της ίδιας ημέρας, στο Γουδί, οι Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Στράτος, Θεοτόκης, Μπαλτατζής και Χατζανέστης εκτελέστηκαν από εκτελεστικό απόσπασμα. Η πράξη σφράγισε οριστικά το τραύμα του Διχασμού και έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές της ελληνικής πολιτικής ζωής.

 

 

1950 – Η ελληνική συμμετοχή στον Πόλεμο της Κορέας αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη αποστολή της χώρας στο πλαίσιο του ΟΗΕ και μια σημαντική κίνηση ευθυγράμμισης με τον δυτικό κόσμο κατά την πρώιμη ψυχροπολεμική περίοδο. Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Κορέα (ΕΚΣΕ) συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο του 1950 και αναχώρησε για την Ανατολική Ασία ώστε να ενταχθεί στις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών που πολεμούσαν τα στρατεύματα της Βόρειας Κορέας και τους Κινέζους συμμάχους τους.

Το ΕΚΣΕ αποτελούνταν από δύο κύρια τμήματα: ένα τάγμα πεζικού περίπου 1.000 ανδρών και ένα σμήνος της Βασιλικής Ελληνικής Αεροπορίας, αποτελούμενο από 67 άτομα και 7 μεταγωγικά αεροσκάφη C-47 «Ντακότα». Η αποστολή έλαβε μέρος σε σειρά επιχειρήσεων, συμβάλλοντας τόσο σε μεταφορές και ανεφοδιασμούς όσο και σε μάχιμες δράσεις στο μέτωπο. Κατά την παραμονή του στην Κορέα, το Εκστρατευτικό Σώμα ενισχύθηκε σταδιακά, φθάνοντας σε μέγιστη δύναμη περίπου 2.163 ανδρών.

Η πολιτική ηγεσία της χώρας επανεκτίμησε το 1955 τη συνέχιση της αποστολής. Με απόφαση της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου, το ελληνικό σμήνος αποσύρθηκε στις 8 Μαΐου 1955, ενώ η σταδιακή μείωση της συνολικής δύναμης του ΕΚΣΕ είχε ήδη αρχίσει από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, όταν οι δυνάμεις περιορίστηκαν σε 850 άνδρες. Από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1955 ο αριθμός μειώθηκε περαιτέρω στους 191, σηματοδοτώντας την ουσιαστική λήξη της ενεργού ελληνικής συμμετοχής.

Η αποστολή τερματίστηκε τυπικά τον Δεκέμβριο του 1955, όμως από τον Ιανουάριο του 1956 έως τον Μάιο του 1958 παρέμεινε στην Κορέα μικρή αντιπροσωπευτική δύναμη —ένας αξιωματικός και εννέα οπλίτες— ως συμβολική παρουσία. Η ελληνική συμβολή θεωρήθηκε σημαντική από τους συμμάχους και αποτέλεσε σημείο καμπής στη διεθνή πολιτική τοποθέτηση της χώρας μεταπολεμικά.

 

1964 – Η παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού αποτέλεσε κομβική στιγμή στις εσωκομματικές διεργασίες της Ένωσης Κέντρου και προανάκρουσμα της πολιτικής κρίσης που θα ακολουθούσε. Ο Ανδρέας, που είχε αναλάβει αρχικά το Υπουργείο Προεδρίας και στη συνέχεια το υπουργείο Συντονισμού στην κυβέρνηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, βρέθηκε στο στόχαστρο επιθέσεων από μερίδα του Τύπου. Οι εφημερίδες «Ημέρα» του Τζώρτζη Αθανασιάδη και «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα —με στενούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη— κατηγόρησαν τον Ανδρέα για χαριστικές αναθέσεις έργων, ενισχύοντας την εσωκομματική πίεση.

Ο οικονομικός λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου τότε βρισκόταν σε αρμονία με την κυρίαρχη αμερικανική οικονομική σκέψη, από την οποία είχε προκύψει η ακαδημαϊκή του πορεία. Υποστήριζε τη μεταρρυθμιστική ανάπτυξη, συνδυάζοντας την ενίσχυση της ζήτησης μέσω αύξησης των λαϊκών εισοδημάτων με την άμεση παραγωγική παρέμβαση του κράτους, ώστε να καλυφθούν διαρθρωτικά κενά και να υποκατασταθούν οι εισαγωγές — μια αναπτυξιακή αντίληψη συμβατή με την οικονομική ορθοδοξία της εποχής.

Παρά την εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού πατέρα του, η συνεχής πολεμική που δεχόταν, σε συνδυασμό με εσωκομματικές αντιδράσεις από πιο συντηρητικές τάσεις της Ένωσης Κέντρου, οδήγησαν αναπόφευκτα στην παραίτησή του. Η αποχώρησή του συσπείρωσε γύρω του την κεντροαριστερή πτέρυγα του κόμματος, ενισχύοντας την προσωπική του πολιτική επιρροή.

Στις 25 Απριλίου 1965 ο Ανδρέας επανήλθε στην κυβέρνηση ως αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού, όμως έναν μήνα αργότερα κατηγορήθηκε ως εμπνευστής της υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ» και του υποτιθέμενου συνωμοτικού «Σχεδίου Ελικών». Οι κατηγορίες αυτές αποτέλεσαν το προοίμιο των Ιουλιανών και της μετέπειτα βαθιάς πολιτικής κρίσης.

 

1967 – Τα γεγονότα της Κοφίνου στις 15 Νοεμβρίου 1967 έφεραν Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα πολέμου και θεωρούνται από πολλούς ως η απαρχή της πορείας που οδήγησε στην τουρκική εισβολή του 1974. Στο πολιτικό σκηνικό της εποχής, η Κύπρος κυβερνιόταν από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, η Ελλάδα τελούσε υπό τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και η Τουρκία υπό τον πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Το τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου, στρατηγικά τοποθετημένο σε δύο βασικούς οδικούς άξονες, είχε εξελιχθεί μετά τις ταραχές του 1963 σε ισχυρό οχυρό των Τουρκοκυπρίων, με συχνές ένοπλες προκλήσεις και αποκλεισμούς δρόμων.

Η κυπριακή κυβέρνηση, βλέποντας την αδράνεια των δυνάμεων του ΟΗΕ, έδωσε εντολή στην Εθνική Φρουρά υπό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα να επέμβει. Η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία «Γρόνθος», εκτελέστηκε με υπερβολική στρατιωτική ισχύ, αντί της προσήκουσας αστυνομικής δράσης. Οι δυνάμεις του Γρίβα κατέλαβαν πρώτα την τουρκοκυπριακή συνοικία στον Άγιο Θεόδωρο και στη συνέχεια επιτέθηκαν στην Κοφίνου, όπου οι συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα 24 νεκρούς και 9 τραυματίες μεταξύ των Τουρκοκυπρίων και έναν νεκρό στην ελληνοκυπριακή πλευρά.

Η Τουρκία αντέδρασε έντονα, χαρακτηρίζοντας τα γεγονότα «στυγερή πρόκληση» και απειλώντας με εισβολή στην Κύπρο και πόλεμο την Ελλάδα. Η κρίση αποκλιμακώθηκε μόνο με την άμεση παρέμβαση των ΗΠΑ, μέσω του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς, που πέτυχε μια επώδυνη για την Αθήνα συμφωνία: την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο. Η αποχώρηση αυτή άφησε το νησί στρατιωτικά εκτεθειμένο και ενίσχυσε θεαματικά τη διαπραγματευτική θέση των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι σχημάτισαν αμέσως την «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση».

Μετά την εισβολή του 1974, οι τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα κατεχόμενα, ενώ τα χωριά πέρασαν σε ελληνοκυπριακό έλεγχο.

 

1973 – Στις 15 Νοεμβρίου 1973 η κατάληψη του Πολυτεχνείου στην Αθήνα –και παράλληλα εκείνη του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης– πέρασε από το στάδιο της φοιτητικής διαμαρτυρίας σε ανοιχτή πολιτική εξέγερση κατά της χούντας. Από το μεσημέρι πλήθη λαού κατευθύνθηκαν προς το Ίδρυμα· οι συγκεντρώσεις εντός και εκτός του κτιριακού συγκροτήματος διογκώνονταν συνεχώς, με εργάτες και νεολαίους να ενώνουν τις φωνές τους με τους φοιτητές.

Την ημέρα εκείνη, ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου απέκτησε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα, καλώντας σε αντίσταση και ενότητα. Παράλληλα, σύμφωνα με μαρτυρίες, πράκτορες της ΚΥΠ και της ΕΣΑ προσπάθησαν να αλλοιώσουν το μήνυμα της κινητοποίησης, διαδίδοντας συνθήματα προβοκατόρικου χαρακτήρα. Οι φοιτητές αντέδρασαν άμεσα: ανέκτησαν τον έλεγχο του ραδιοσταθμού, απομάκρυναν προβοκάτορες και οργάνωσαν επιτροπές για τη φύλαξη των εργαστηρίων, τη διανομή τροφίμων και τη γενική λειτουργία της κατάληψης. Παρά την αυτοπειθαρχία αυτή, οι ίδιοι οι φοιτητές κατέστρεψαν το γραφείο του κυβερνητικού επιτρόπου, ενώ συνέχισαν να καλούν τον λαό σε συμπαράσταση και εξέγερση.

Εκτός του Πολυτεχνείου, η εικόνα ήταν ακόμη πιο ταραγμένη: πορείες, συγκρούσεις με την αστυνομία, διανομή προκηρύξεων, αναγραφή συνθημάτων και συνεχής μεταφορά τροφίμων και φαρμάκων προς τους καταληψίες. Οι δρόμοι γύρω από την Πατησίων παρέλυαν από τις συγκεντρώσεις, ενώ τα επεισόδια πολλαπλασιάζονταν.

Παρά την κλιμάκωση, η χούντα επέδειξε προσωρινή απραξία. Ο υπουργός Παιδείας, ο πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συναντήθηκαν για την αξιολόγηση της κατάστασης. Ο τελευταίος εμφανίστηκε αντίθετος σε άμεση επέμβαση, ακόμη και μπροστά στον κίνδυνο καταστροφών, φέροντας –κατά τις τότε μαρτυρίες– πολιτικούς υπολογισμούς. Η αναμονή αυτή θα αποδεικνυόταν βραχύβια, καθώς η σύγκρουση που θα ακολουθούσε τη νύχτα θα σημάδευε ανεξίτηλα την ελληνική ιστορία. (Απόσπασμα από τo πόρισμα του ανακριτή Δημήτρη Τσεβά για τα γεγονότα κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Δείτε περισσότερα ΕΔΩ)

 

Γεννήσεις

 

1906 – Εμμανουήλ Κριαράς. Κορυφαίος φιλόλογος και λεξικογράφος, γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1906 στον Πειραιά, από οικογένεια κρητικής καταγωγής, και μεγάλωσε στη Μήλο και αργότερα στα Χανιά. Εκεί ολοκλήρωσε τις γυ gymνασιακές του σπουδές και συμμετείχε ενεργά σε νεανικά φιλολογικά σχήματα, όπως τον «Εγκυκλοπαιδικό Κύκλο των Νέων» και τον «Αυγερινό», όπου δημοσίευσε και τα πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα.

Το 1924 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και στη συνέχεια ως διευθυντής. Παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και στη Γαλλία, με ιδιαίτερη ενασχόληση στη λεξικογραφία, τη βυζαντινολογία και τη συγκριτική γραμματολογία. Το 1938 αναγορεύτηκε διδάκτορας με εργασία για τις πηγές του Ερωτόκριτου. Κατά την Κατοχή φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.

Το 1950 εκλέχθηκε καθηγητής μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Δίδαξε μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία, καθώς και γενική και συγκριτική γραμματολογία, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ίδρυση, το 1965, της πρώτης αυτοτελούς έδρας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στην Ελλάδα. Το 1968 απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο από τη δικτατορία λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων· η απόφαση αυτή τον ώθησε να αφιερωθεί πλήρως στη σύνταξη του μνημειώδους Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100–1669), έργου ζωής που είχε ξεκινήσει να σχεδιάζει από το 1956.

Στο προσωπικό του βίο, ο Κριαράς ήταν παντρεμένος από το 1936 με την Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, καθηγήτρια ψυχοτεχνικής. Εκείνη απεβίωσε το 2000. Ο Εμμανουήλ Κριαράς πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 22 Αυγούστου 2014, σε ηλικία 107 ετών, αφήνοντας ανεκτίμητο επιστημονικό και πνευματικό έργο.

 

1942 – Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Γεννημένος στο Μπουένος Άιρες στις 15 Νοεμβρίου 1942, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες του 20ού και 21ου αιώνα. Αργεντινοϊσραηλινός πιανίστας και μαέστρος, απέκτησε στη διάρκεια της ζωής του και ισπανική, καθώς και παλαιστινιακή υπηκοότητα, γεγονός που αντανακλά τόσο το διεθνές κύρος του όσο και τη βαθιά ανθρώπινη και πολιτική του τοποθέτηση για την ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης στη Μέση Ανατολή.

Ως μουσικός διευθυντής έχει αφήσει το στίγμα του σε κορυφαίους θεσμούς: τη Deutsche Staatsoper Berlin, την Staatskapelle Berlin, την Chicago Symphony Orchestra, την Orchestre de Paris και τη La Scala του Μιλάνου. Η δεξιοτεχνία του στο πιάνο συνοδεύεται από μακρά, διεθνώς αναγνωρισμένη πορεία στη διεύθυνση ορχήστρας.

Το πιο εμβληματικό ίσως από τα εγχειρήματά του είναι η δημιουργία και καθοδήγηση της West–Eastern Divan Orchestra, μαζί με τον Παλαιστίνιο διανοητή Έντουαρντ Σαΐντ. Η ορχήστρα, αποτελούμενη από νέους Ισραηλινούς και Άραβες μουσικούς, λειτουργεί ως συμβολική και ουσιαστική πλατφόρμα διαλόγου και συνεργασίας ανάμεσα σε δύο κόσμους που βρίσκονται σε μακρόχρονη σύγκρουση. Παράλληλα, ο Μπάρενμποϊμ έχει διατυπώσει ανοιχτά την κριτική του απέναντι στην ισραηλινή κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις αλλά και τον έχει αναδείξει ως φωνή ηθικής συνέπειας στη διεθνή σκηνή.

Πολύγλωσσος —μιλά ισπανικά, εβραϊκά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά— έχει τιμηθεί με πλήθος διεθνών διακρίσεων: το βρετανικό Order of the British Empire, το Légion d’honneur, το Großes Bundesverdienstkreuz, το Willy Brandt Βραβείο και το Premios Princesa de Asturias, ενώ έχει κερδίσει επτά βραβεία Grammy. Το έργο του συνδυάζει καλλιτεχνική αριστεία, διαπολιτισμική δράση και βαθιά ανθρωπιστική στάση.

 

Θάνατοι

 

1856 – Ηλίας Τσαλαφατίνος. Γεννημένος στο Οίτυλο της Μάνης μεταξύ 1780 και 1785, υπήρξε μία από τις σημαντικές αλλά λιγότερο προβεβλημένες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Γόνος της ιστορικής οικογένειας των Στεφανόπουλων, με καταγωγή που ανάγεται –κατά την παράδοση– στους Κομνηνούς της Τραπεζούντας, μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον έντονης μανιάτικης παράδοσης και στενών δεσμών με τους Μαυρομιχαλαίους. Το παρωνύμιο «Τσαλαφατίνος», προερχόμενο πιθανότατα από τον ορμητικό χαρακτήρα του, αντικαταστάθηκε αργότερα από τον ίδιο σε «Σαλαφατίνος».

Αγράμματος αλλά με πίστη, σύνεση και μεγάλη ανδρεία, εντάχθηκε στην πρώτη γραμμή των αξιωματικών του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχε στη δοξολογία της Αρεόπολης στις 17 Μαρτίου 1821 και εισήλθε με τους Μανιάτες στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου. Από εκεί ξεκίνησε μια συνεχής παρουσία στα μέτωπα του Αγώνα: Καρύταινα, Λεβίδι, Βαλτέτσι, Θάνα, Σούρπη, Τρίπολη, Ακροκόρινθος, Αθήνα, Άργος, Δερβενάκια. Πολέμησε ακόμη στη Ρούμελη στο πλευρό του Ανδρούτσου, ενώ στη Μάνη και στον Μοριά αποτέλεσε σταθερή δύναμη αντίστασης απέναντι στους πασάδες και αργότερα απέναντι στον Ιμπραήμ.

Συμμετείχε στην πολιορκία και πτώση της Τριπολιτσάς, στις συγκρούσεις του 1822–23 και σε κρίσιμες μάχες του 1825–26, όπως στο Μανιάκι και στον Πολυτζάραβο. Παρέμεινε πάντα λιτοδίαιτος και ανιδιοτελής: αρνήθηκε τα 2.000 γρόσια που του προσέφερε το κράτος και τον βαθμό του αντιστρατήγου, δηλώνοντας ότι δεν ζητά αμοιβές όσο ο Αγώνας συνεχίζεται.

Ο Τσαλαφατίνος πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 1858 στην Αθήνα, στο σπίτι του Αναστάση Μαυρομιχάλη. Κηδεύτηκε στον ναό της Αγίας Ειρήνης. Ο Παναγιώτης Σούτσος τον αποχαιρέτησε γράφοντας πως «διεξήλθε τον βίο με ανδρεία, φιλοπατρία και απλότητα αρχαϊκή».

 

2013 – Γλαύκος Κληρίδης. Μία από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της Κύπρου, γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 20 Απριλίου 1919. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κληρίδη, γνωστού δικηγόρου και δημάρχου Λευκωσίας, και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλία.

Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε, το 1939, στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF). Το 1942, κατά τη διάρκεια αποστολής, το αεροσκάφος του καταρρίφθηκε πάνω από τη Γερμανία· σώθηκε, αλλά συνελήφθη αιχμάλωτος πολέμου και παρέμεινε σε στρατόπεδο μέχρι τη λήξη του πολέμου. Η προσφορά του θεωρήθηκε εξαιρετική και τιμήθηκε με αναφορά σε πολεμικό ανακοινωθέν, γεγονός που οδήγησε στη δημοσίευση του ονόματός του στη London Gazette.

Μετά τον πόλεμο σπούδασε νομικά στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, λαμβάνοντας το LLB το 1948. Το 1951 ανακηρύχθηκε Barrister-at-Law στο Gray’s Inn και έκτοτε επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άσκησε τη δικηγορία μέχρι το 1960, λίγο πριν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στην προσωπική του ζωή ήταν παντρεμένος με την Ειρήνη Κληρίδου και είχαν μία κόρη, την Καίτη Κληρίδου, η οποία ακολούθησε έντονη πολιτική δράση ως μέλος του Δημοκρατικού Συναγερμού και βουλευτής.

Ο Γλαύκος Κληρίδης έφυγε από τη ζωή στις 15 Νοεμβρίου 2013, σε ηλικία 95 ετών, αφήνοντας μια βαθιά σφραγίδα στην πολιτική ιστορία της Κύπρου και της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου.

 

————————————————————————————-
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia