.
Ο Γέγονε… Γέγονε
Γεγονότα
1822 – Η A’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου καθιερώνει τη γαλανόλευκη ως επίσημο σύμβολο του επαναστατημένου γένους των Ελλήνων. Στις 13 Ιανουαρίου του 1822, η οποία εκτός από το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» και το πρώτο της σύνταγμα, ψήφισε και για τη μορφή της ελληνικής σημαίας. Τα χρώματα τα οποία καθιερώθηκαν ήταν το κυανό και το λευκό. Αφού αποφασίστηκαν τα χρώματα, ανατέθηκε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει ποια θα είναι η τελική της μορφή. Σύμφωνα με θεωρίες που έχουν κυκλοφορήσει τα χρόνια που ακολούθησαν, η Εθνοσυνέλευση απέρριψε το κόκκινο και το πράσινο, χρώματα άμεσα συνυφασμένα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επιλογή του κυανού και του λευκού από την άλλη, συμβολίζουν το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας του Αιγαίου και το λευκό των κυμάτων της.
Μια άλλη θεωρία, πιο γνωστή και πιο διαδεδομένη από τις προηγούμενες, αφορά τις λωρίδες, οι οποίες συμβολίζουν τις συλλαβές της φράσης «ελευθερία ή θάνατος», οι πέντε κυανές τις συλλαβές «Ε-λευ-θε-ρί-α» και οι τέσσερις λευκές «ή Θά-να-τος».
Δύο μήνες αργότερα στις 15 Μαρτίου του 1822, εκδόθηκε η τελική απόφαση του Εκτελεστικού Σώματος, την οποία και υπέγραψε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Το διάταγμα όριζε: α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή, μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία. Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο ες εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού’ εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου. Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυανούν’ εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου.
Η σημαία των δυνάμεων της ξηράς, ήταν επίσημη σημαία του ελληνικού κράτους μέχρι και το 1978. Σήμερα, η «κατά θάλασσαν σημαία» των πολεμικών πλοίων έχει επικρατήσει ως το επίσημο σύμβολο του κράτους.
1898 – Ο Εμίλ Ζολά δημοσιεύει στην εφημερίδα «L’ Aurore» μία ανοιχτή επιστολή προς τον πρόεδρο της Γαλλίας, υπό τον τίτλο «Κατηγορώ», για την Υπόθεση Ντρέιφους. Στο περίφημο «Κατηγορώ», που έμεινε στην ιστορία ως υπέρτατη πολιτική πράξη υπέρ της δικαιοσύνης, ο Ζολά καταγγέλλει όλους όσοι συμμετείχαν στη λανθασμένη καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη και πλήρη απομόνωση στην εξορία, του εβραϊκής καταγωγής, γάλλου λοχαγού του πυροβολικού, Άλφρεντ Ντρέιφους, με την κατηγορία της προδοσίας. Το «Κατηγορώ» του Ζολά οδήγησε τη δίκη σε αναψηλάφηση και τον ίδιο στη φυλακή, με τη κατηγορία της συκοφαντίας.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο εφετείο παρά τις αντιδράσεις του Υπουργείου Στρατιωτικών. Ακολούθησαν ταραχές ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιους του Ντρέιφους που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης. Ο Ντρέιφους θα καταφέρει να σβήσει πλήρως τις αμφιβολίες για την αθωότητα του το 1906 μετά από συνεχείς δικαστικές διαμάχες. Η υπόθεση δεν θα ξεχαστεί. Το «κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά, μία ανιδιοτελής πράξη και παράλληλα ένα σπουδαίο κείμενο την κρατάει ζωντανή…
Το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά
«Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης… Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα… Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωότητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε… Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος… Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία… Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συντάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην «Αστραπή» και στην «Ηχώ των Παρισίων», μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη… Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο…»
1930 – Ο Μίκυ Μάους κάνει την παρθενική του εμφάνιση σε κόμικ στριπ. Ο Μίκυ, ήρωας κινουμένων σχεδίων της Walt Disney Pictures δημιουργήθηκε το 1928 στις ΗΠΑ, από τον Ουώλτ Ντίσνεϋ και τον Ουμπ Άιγουερκς. Λέγεται πως ο Ντίσνεϊ εμπεύστηκε την ιδέα να χρησιμοποιήσει ένα ποντίκι ως πρωταγωνιστή ταξιδεύοντας κάποτε με τρένο από τη Νέα Υόρκη στο Χόλιγουντ μαζί με τη γυναίκα του Λίλιαν. Στην αρχή είχε σκεφτεί να το δώσει το όνομα Μόρτιμερ, όμως η γυναίκα του το θεώρησε πομπώδες και του πρότεινε να το ονομάσει Μίκυ. Έτσι και έγινε.
Ο Μίκυ έχει εμφανιστεί σε περισσότερες από 120 ταινίες, οι πέντε από τις οποίες ήταν μεγάλου μήκους. Το 1928 πρωταγωνίστησε σε τέσσερις ταινίες, την επόμενη χρονιά σε άλλες 10 και την επόμενη δεκαετία σε 91. Κέρδισε τρεις υποψηφιότητες και ένα ειδικό Όσκαρ, το οποίο απονεμήθηκε στον δημιουργό του, τον Ουώλτ Ντίσνευ (Walt Disney).
Έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη στη Νέα Υόρκη στις 18 Νοεμβρίου 1928 με την ταινία Steamboat Willie (ατμόπλοιο Γουίλι). Σ’ αυτήν την ταινία είναι καπετάνιος ενός πλοίου. Σημειώστε την ημερομηνία αυτή, πάντως, γιατί αυτή ήταν η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων με ήχο στην ιστορία του κινηματογράφου.
1980 – Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου των Πρασίνων στην Καρλσρούη της Δυτικής Γερμανίας αποφασίζεται η δημιουργία ομοσπονδιακού κόμματος με τον τίτλο «Οι Πράσινοι» («Die Grünen»).
Η ομάδα των ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί στις 12 και 13 Ιανουαρίου του 1980 στην Καρλσρούη ήταν ένα εξόφθαλμα ετερόκλητο σχήμα: μεταξύ τους βετεράνοι του φοιτητικού κινήματος του 1968, οικολόγοι, ακτιβιστές, συντηρητικοί, φιλόζωοι, φεμινίστριες αλλά και κομμουνιστές. Οι περισσότεροι άνδρες είχαν μούσια, φορούσαν πολύχρωμα ρούχα ενώ οι γυναίκες πουλόβερ που ως επί το πλείστον είχαν πλέξει οι ίδιες. Η εντελώς ανομοιογενής αυτή ομάδα ανθρώπων ίδρυσε τότε ένα νέο κόμμα που είχε στόχο να αλλάξει τη χώρα: το κόμμα των Πρασίνων.
Για τα παραδοσιακά κόμματα ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές, Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθεροι μονοπωλούσαν τα κυβερνητικά έδρανα, εναλλασσόμενα στην εξουσία. Ήδη όμως το 1983, τρία χρόνια μετά την ίδρυσή τους, οι Πράσινοι κατάφεραν να εκλεγούν και να εκπροσωπηθούν για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο της Βόννης. Τα ηνία των επαναστατών αναλάμβανε μια γενιά πολιτικών που είχε γαλουχηθεί από το φοιτητικό κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών, όπως ο αριστερός δικηγόρος Όττο Σίλι ο οποίος είχε ηγηθεί της πρώτης πράσινης κοινοβουλευτικής ομάδας και ο «ρέμπελος» Γιόσκα Φίσερ, πρώτος υπoυργός Περιβάλλοντος στο κρατίδιο της Έσσης και μια από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες των Πρασίνων τις τελευταίες δεκαετίες εν γένει.
1991 – Ο ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού διακόπτεται από τον διαιτητή Ζακεστίδη στο 85ο λεπτό κι ενώ οι ερυθρόλευκοι προηγούνται με 2-1, καθώς η ατμόσφαιρα έχει γίνει αφόρητη λόγω ρίψης δακρυγόνων από την αστυνομία. Έξω από το γήπεδο, ο νεαρός φίλαθλος του Ολυμπιακού Παναγιώτου σκοτώνεται από φωτοβολίδα.
Η έκθεση της αστυνομίας ανέφερε για το τραγικό περιστατικό: «Περί ώρα 14:10 στη διασταύρωση των οδών Σεβαστείας και Μενεμένης, περιοχής ΑΤ Νέας Ιωνίας, άγνωστο άτομο εκτόξευσε φωτοβολίδα θαλάσσης εναντίον της 328 Διμοιρίας ΥΑΤ που προπορευόταν για την προστασία οργανωμένης ομάδας 2.000 περίπου φιλάθλων του Ολυμπιακού. Οι άνδρες της διμοιρίας αντελήφθησαν έγκαιρα και απέφυγαν τη φωτοβολίδα, η οποία ακολούθως επέπεσε στον όγκο των φιλάθλων, με αποτέλεσμα να πλήξει στην κοιλιακή χώρα τον Παναγιώτου Γεώργιο του Μιχαήλ και της Υπαπαντής, γεννηθέντα το 1974 στην Κάλυμνο, κάτοικο Πειραιά. Ο τραυματισθείς διεκομίσθη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο “Αγία Όλγα”, όπου υπέκυψε στα τραύματά του περί ώραν 14:50».
Ο 17χρονος φίλαθλος βρήκε τραγικό θάνατο, ενώ εκείνη τη μέρα αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν, καταστήματα καταστράφηκαν, φωτιές έζωσαν το γήπεδο της ΑΕΚ, αστυνομικοί τραυματίστηκαν και νεαροί ταραξίες συνελήφθησαν.
Οι νοσοκόμοι μάζεψαν για να δώσουν στους γονείς του ένα μπλουζάκι με μια τρύπα στο ύψος της κοιλιάς, ένα κασκόλ του Ολυμπιακού, ένα ζευγάρι γυαλιά και ένα διπλωμένο εισιτήριο που έγραφε «Κυριακή 13-1-91 Στάδιο Ν. Φιλαδέλφειας, πρωτάθλημα Α’ Εθνικής. Ώρα 14:45. Ποδοσφαιρικός αγώνας ΑΕΚ-Ολυμπιακός. Θύρα 21. Δρχ. 1.000». Η μητέρα του πήρε την απόφαση να κάνει δωρεά μελών του σώματος του άτυχου γιου της. Ο αγώνας θα επαναληφθεί μετά ένα μήνα στη Ρόδο και η ΑΕΚ θα νικήσει με 1-0.
Γεννήσεις
1859 – Κωστής Παλαμάς | Ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Σε ηλικία 6 ετών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864 – Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, τον μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι και ήταν εκπαιδευτικός. Εκεί έζησε από το 1867 έως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος.
Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα, φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. Το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.
Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, η οποία του συμπαραστάθηκε σε όλη του τη ζωή και απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Το 1898, μετά τον θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γενικός γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά τον θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του. Η κηδεία του ποιητή έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμος τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940).
Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά τον θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.
1981 – Γιάννης Χαρούλης | Έλληνας τραγουδιστής, τραγουδοποιός και μουσικός που ασχολείται με την έντεχνη, την ροκ και την Κρητική παραδοσιακή μουσική. Έχει ηχογραφήσει πέντε προσωπικούς δίσκους.
Η πρώτη επαφή του Γιάννη Χαρούλη με τη μουσική ήταν σε ηλικία 6 ετών όταν ο πατέρας του, γλύπτης στο επάγγελμα, του έδειξε πως να παίζει μαντολίνο. Λίγο αργότερα απέκτησε το πρώτο του λαούτο και ξεκίνησε τη μελέτη της Κρητικής παραδοσιακής μουσικής. Από την ηλικία των 15 ετών ξεκίνησε να εργάζεται ως οργανοπαίκτης σε τοπικά πανηγύρια. Στην Αθήνα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2002, ως προσκεκλημένος του Χρήστου Θηβαίου σε μια συναυλία αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου ερμήνευσε τα τραγούδια “Οι πόνοι της Παναγιάς” και “Κόσμε χρυσέ”. Η συναυλία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Σαν έρθουν μάνα οι φίλοι μου» (2003).
Έχει συνεργαστεί με πολλούς μουσικοσυνθέτες και τραγουδιστές είτε δισκογραφικά είτε σε μουσικές σκηνές και συναυλίες: Θανάση Παπακωνσταντίνου, Μίκη Θεοδωράκη, Λουκά Θάνο, Σταύρο Ξαρχάκο, Μάνο Ελευθερίου, Νίκο Μαμαγκάκη, Χρήστο Τσιαμούλη, Χρήστο Θηβαίο, Μάνο Ξυδού, Άλκηστη Πρωτοψάλτη, Μελίνα Κανά, Σωκράτη Μάλαμα, Μίλτο Πασχαλίδη, Νίκο Πορτοκάλογλου, Διονύση Τσακνή, Νατάσσα Μποφίλιου, Χαΐνηδες, Δανάη Παναγιωτοπούλου, Μιχάλη Νικολούδη, Μίνωα Μάτσα, Έρικ Μπάρτον κ.ά..
Θάνατοι
1941 – Τζέιμς Τζόις | Ο Τζόυς γεννήθηκε το 1882 στο Δουβλίνο σε μία μάλλον τυπική Ιρλανδική οικογένεια, της οποίας αποτελούσε το μεγαλύτερο σε ηλικία από τα συνολικά δέκα παιδιά. Ο πατέρας του, John Stanislaus Joyce, ήταν αντικληρικός και φιλελεύθερος ενώ η μητέρα του, Mary “May” Murray, φανατικά καθολική. Στα πολύ νεανικά χρόνια του Τζόυς, η οικογένεια του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύπορη αλλά το 1891, εξαιτίας των κακών οικονομικών χειρισμών σε συνδυασμό με τον αλκοολισμό του πατέρα του, οδηγήθηκε στην πτώχευση. Οι πρώτες σπουδές του Τζόυς πραγματοποιήθηκαν το 1888 στο κολέγιο Clongowes Wood το οποίο όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω αδυναμίας πληρωμής των διδάκτρων. Για ένα σύντομο διάστημα πήρε μαθήματα κατ’ οίκον αλλά και στη σχολή Christian Brothers (Χριστιανοί Αδελφοί) μέχρι τη στιγμή που του προσφέρθηκε μία θέση στο κολέγιο Belvedere, διευθυνόμενο από Ιησουίτες. Παρά το θρησκευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο σπούδασε, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Τζόυς αρνήθηκε τον καθολικισμό.
Το 1898, ο Τζόυς γράφτηκε στο κολέγιο του Δουβλίνου University College Dublin όπου σπούδασε κυρίως αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Το 1900 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά κείμενο του, στην εφημερίδα Fortni και ακολούθησαν αρκετές δημοσιεύσεις κριτικών του. Θεωρείται επίσης πως ο ίδιος ολοκλήρωσε τουλάχιστον δύο θεατρικά έργα, τα οποία όμως δεν έχουν διασωθεί. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ιατρική σχολή του Δουβλίνου, ωστόσο ταξίδεψε στο Παρίσι όπου σύντομα εγκατέλειψε την ενασχόληση του με τις ιατρικές σπουδές. Το διάστημα από τις 11 Νοεμβρίου 1902 μέχρι τις 19 Νοεμβρίου 1903, δημοσιεύτηκαν συνολικά 23 κριτικές βιβλίων από τον Τζόυς, σε εφημερίδα του Δουβλίνου.
Τον Απρίλιο του 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο καθώς τού έγινε γνωστό πως η μητέρα του έπασχε από καρκίνο ενώ ο θάνατός της επήλθε λίγους μήνες αργότερα, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον Τζόυς. Τον Ιανουάριο του 1904 ολοκλήρωσε το δοκίμιο A Portrait of the Artist (Το πορτρέτο του καλλιτέχνη), η δημοσίευση του οποίου όμως, απορρίφθηκε από το περιοδικό Dana. Παράλληλα, ξεκίνησε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Στήβεν ο Ήρωας (Stephen Hero), έργο που αργότερα έμεινε ημιτελές. Την ίδια χρονιά, καταγράφεται η πρώτη γνωριμία του Τζόυς με την Νόρα Μπάρνακλ, την οποία ερωτεύτηκε και με την οποία αργότερα εγκατέλειψε την Ιρλανδία. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη, όπου ο Τζόυς εργάστηκε ως δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Στις 27 Ιουλίου του 1905, ο Τζόυς και η σύντροφός του απέκτησαν τον πρώτο τους γιο, Giorgio. Στην Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια, με μία διακοπή ενός έτους, όταν τον Ιούλιο του 1906, εγκαταστάθηκαν με την οικογένεια του στην Ρώμη όπου εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος.
Το 1914 ο Τζόυς ξεκίνησε την συγγραφή του σημαντικότερου ίσως βιβλίου του, του Οδυσσέα. Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια. Το 1922 εκδόθηκε ο Οδυσσέας ενώ την ίδια περίπου περίοδο ο Τζόυς άρχισε την επεξεργασία του μυθιστορήματος Η αγρύπνια των Φίννεγκαν, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Transatlantic Review για πρώτη φορά το 1924. Η τελική επίσημη έκδοση του έργου χρονολογείται στα 1939, χάρη στις προσπάθειες των Maria και Eugene Jolas, που ενθάρρυναν τον Τζόυς σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου και παρά τις απογοητεύσεις του ιδίου εξαιτίας της αρχικής υποδοχής του.
Στις 14 Δεκεμβρίου του 1940, ο Τζόυς και η οικογένεια του εγκατέλειψαν το Παρίσι για τη Ζυρίχη, όπου ένα μήνα αργότερα πέθανε από πολύ προχωρημένο έλκος.
1993 – Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης | Γεννήθηκε το 1908 στη Θεσσαλονίκη και ήταν γιος του Γαβριήλ Πεντζίκη και της Μαρίας Ιωαννίδου. Αδελφή του ήταν η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών συνέταξε μια παγκόσμια γεωγραφία, η οποία αρχικά πήρε έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά στη συνέχεια ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του συγγραφέα της. Σπούδασε Φαρμακευτική και Ιατρική στη Γαλλία (πτυχίο Οπτικής Φυσιολογίας) και στη συνέχεια σπούδασε Βοτανολογία και Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Τη δεκαετία του 1930 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, το οποίο τις βραδινές ώρες μετέτρεπε σε λογοτεχνικό εντευκτήριο. Το 1933 επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος – έκτοτε πήγε άλλες 93 φορές – και εκεί άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1935, δημοσιεύοντας το ποίημα “Η γυναίκα που προπονείται στο κολύμπημα”, στο περιοδικό Το Τρίτο Μάτι. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και ιδρυτικό μέλος του περιοδικού Κοχλίας. Αργότερα άρχισε να δημοσιεύει μελέτες σε έγκριτα περιοδικά (Μακεδονικές Ημέρες, Μορφές και Διαγώνιος) και εξέδωσε μυθιστορήματα και πεζογραφήματα. Ανήκει στην ομάδα των συγγραφέων που είναι γνωστοί ως “Σχολή της Θεσσαλονίκης”, ήταν μάλιστα ο μόνος του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα στενά όρια του κύκλου του.
Μετά τη συνταξιοδότησή του (1969) αφοσιώθηκε στη συγγραφή έργων και συνέχισε τη ζωγραφική. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Βραβεύτηκε με πολλά βραβεία, όπως το Ρalmes Αcademiques (1951), το Α΄ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1984), το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού (1987) και το Βραβείο Χέρντερ της Βιέννης (1989).
Τα έργα του κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ενδιαφέρεται για την αρχιτεκτονική του κειμένου και πιστεύει ότι το κείμενο πρέπει να υπόκειται σε διαρκή επεξεργασία. Χρησιμοποιεί πρωτοποριακές τεχνικές, όπως ο εσωτερικός μονόλογος και η συνειρμική γραφή. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του “παιζω-γράφο”.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γλωσσικές του επιλογές, αφού πετυχαίνει να αντικαταστήσει τις λέξεις-νοήματα με τις λέξεις-αισθήσεις. Όλο του το έργο διακατέχεται από την έννοια της ύπαρξης μέσα από τα πράγματα, δηλαδή της συνοχής του κόσμου. Παντρεύει επίσης την παράδοση (αρχαία, βυζαντινή και δημοτική) με τη νεωτερικότητα. Πιστός στην ορθοδοξία, διαβάζει πατερικά κείμενα και συναξάρια, από τα οποία συχνά εμπνέεται. Το 1988 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πέθανε από ανακοπή της καρδιάς το 1993 και ενταφιάστηκε στην Ορμύλια Χαλκιδικής.
2018 – Τζίμης Πανούσης | Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1954. Το 1972, ο Τζίμης Πανούσης και ομάδα καλλιτεχνών στήνουν θεατρική ομάδα και φωνάζουν τον Γιάννη Χουβαρδά να κάνει μαθήματα. Το 1973 βρήκε από αγγελία δουλειά σε περιοδεύοντα θίασο. Στη συνέχεια εγκατέλειψε το θίασο για να δουλέψει ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα από την οποία παραιτήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μουσικά δήλωνε αυτοδίδακτος και έπαιζε λίγο απ’ όλα. Πρώτες προσπάθειες στο χώρο της μουσικής έγιναν με το σχήμα “Χαρούμενη Κουδουνίστρα” όταν ακόμα ήταν στο γυμνάσιο. Στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1970 σχημάτισε το συγκρότημα Μουσικές Ταξιαρχίες, στο οποίο ανέλαβε τα φωνητικά, τους στίχους και τη μουσική και πλαισιώθηκε από τους Γιάννη Δρόλαπα (ηλεκτρική κιθάρα), Βαγγέλη Βέκιο (τύμπανα), Δημήτρη Δασκαλοθανάση (μπάσο) και Σπύρο Πάζιο (κιθάρα, synthesizer, έγχορδα), ενώ στη συνέχεια προστέθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος και ο Βαγγέλης Σβάρνας (σαξόφωνο). Η πρώτη τους εμφάνιση σε κοινό έγινε το 1977 στο κλαμπ «Αρχιτεκτονική» επί της Πανεπιστημίου, ενώ η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά είναι ο δίσκος Μουσικές Ταξιαρχίες που κυκλοφόρησε από τη MINOS-EMI το 1982. Νωρίτερα (το 1980) είχε κυκλοφορήσει μία ανεξάρτητη παραγωγή σε κασέτα, το “Disco Tsoutsouni”.
Ακολούθησε το 1984 ο δίσκος Αν η Γιαγιά μου είχε Ρουλεμάν – μερικοί στίχοι του οποίου λογοκρίθηκαν – και το επόμενο έτος το Hard Core (ζωντανή ηχογράφηση). Νωρίτερα, το 1983, οι Μουσικές Ταξιαρχίες καμουφλάρονται κάτω από το όνομα Alamana’s Bridge (= Γέφυρα της Αλαμάνας) και συμμετέχουν στο δίσκο-συλλογή ελληνικού ροκ Made in Greece Vol.1, παρά τις αντιρρήσεις της τότε δισκογραφικής τους εταιρείας. Από τον επόμενο δίσκο “Κάγκελα Παντού” (1986) ο Πανούσης αποφάσισε να συνεχίσει μόνος του.
Το 1987 κυκλοφορεί ο τελευταίος δίσκος από την MINOS-EMI “Χημεία και Τέρατα”. Οι επόμενοι δύο δίσκοι “Δουλειές του Κεφαλιού” / The Greatest Kitsch Live! (1990) και “Ο Ρομπέν των Χαζών” (ζωντανή ηχογράφηση, 1992) κυκλοφορούν από την Music Box International, ενώ το “Vivere Pericolosamente” από την Warner το 1993. Η επόμενη δισκογραφική του δουλειά κυκλοφόρησε εφτά χρόνια μετά, το 2000, με τίτλο “Με Λένε Πόπη” (ζωντανή ηχογράφηση). Κυκλοφόρησε επίσης μαζί με το περιοδικό Μετρό το 2002 το ολιγόλεπτο CD “Δείγμα Δωρεάν” με ακυκλοφόρητα τραγούδια από τις τελευταίες παραστάσεις του.
Στις 20 Ιανουαρίου του 2009 κυκλοφόρησε ένα διπλό DVD με ζωντανή κινηματογράφηση της παράστασης “Της Πατρίδας μου η Σημαία”, που δόθηκε το 2008 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Στις 3 Απριλίου του 2015 οι Μουσικές Ταξιαρχίες επανενώθηκαν για μια σειρά εμφανίσεων στο Κύτταρο μετά από 30 χρόνια απουσίας.
Αργά το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου 2017 αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία ενώ βρισκόταν στη σκηνή του «Κυττάρου» λίγο πριν το τέλος της παράστασής του «Όλοι οι χαζοί μπορούμε» και ενώ ερμήνευε το τραγούδι «Σουζάνα». Διακομίσθηκε άμεσα στο νοσοκομείο Ελπίς όπου έγινε γνωστό πως είχε υποστεί κρίση κολπικής μαρμαρυγής. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου 2017 υπεβλήθη σε αγγειοπλαστική επέμβαση. Πέθανε στις 13 Ιανουαρίου 2018 όταν ευρισκόμενος στο σπίτι του υπέστη καρδιακή ανακοπή (έμφραγμα). Μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ασθενοφόρο στον Ερυθρό Σταυρό, όπου παρά τις προσπάθειες ανάνηψης δεν επανήλθε.