.
Ο γέγονε… Γέγονε
| Γεγονότα
1919 – Ιδρύεται από τον Λένιν η Γ’ Κομμουνιστική Διεθνής, γνωστή και ως Κόμιντερν, η οποία συσπειρώνει όλα τα κομμουνιστικά κόμματα που ακολουθούν τη γραμμή της Μόσχας. Από τις 2 – 6 Μάρτη του 1919 έγινε το πρώτο ιδρυτικό συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς. Ο Β.Ι. Λένιν έθεσε σκοπό την ίδρυση της νέας, ξεκαθαρισμένης από τον οπορτουνισμό Διεθνούς και άρχισε αγώνα για τη συσπείρωση όλων των επαναστατικών, διεθνιστικών στοιχείων στο διεθνές εργατικό κίνημα. Σ’ αυτή πήραν μέρος αντιπρόσωποι από 35 κομμουνιστικά κόμματα, κομμουνιστικές ομάδες και εργατικές σοσιαλιστικές οργανώσεις διαφόρων χωρών, όπως π.χ. των Σοβιετικής Ενωσης, Γερμανίας, Αυστρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Φινλανδίας, Γαλλίας, Βουλγαρίας, ΗΠΑ, Κίνας, Κορέας κ.ά.
Το Συνέδριο έγινε με την άμεση καθοδήγηση του Β.Ι. Λένιν. Το Συνέδριο ψήφισε τις θέσεις πάνω στην εισήγηση του Β.Ι. Λένιν «Η αστική δημοκρατία και η δικτατορία του προλεταριάτου». Οι θέσεις συσπείρωσαν το συνέδριο γύρω από την ιστορική αποστολή των Κομμουνιστικών Κομμάτων κάτω από την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δηλαδή την πάλη για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το Συνέδριο απευθύνθηκε προς το διεθνές προλεταριάτο, που το καλούσε σε αποφασιστικό αγώνα για την προλεταριακή δικτατορία, για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη σε κάθε καπιταλιστική χώρα.
1990 – Έπειτα από 27 χρόνια, ο Νέλσον Μαντέλα επιστρέφει στην ενεργό πολιτική δράση, καθώς εκλέγεται αντιπρόεδρος του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου, την κύρια οργάνωση των μαύρων που αγωνίζεται για την ισότητα και την ισονομία στη χώρα.
Ο Μαντέλα υπήρξε περισσότερο ένας πρακτικός πολιτικός και όχι ένας πνευματικός λόγιος ή ένας θεωρητικός της πολιτικής. Σύμφωνα με τον βιογράφο Tom Lodge, “για τον Μαντέλα, η πολιτική ήταν πρωταρχικά μια διατύπωση της ιστορίας και μια διενέργεια αφηγήσεων, κυρίως για την ηθικά υποδειγματική συμπεριφορά, και δευτερευόντως ένα ιδεολογικό όραμα, κυρίως για τα μέσα και όχι για τους σκοπούς”. Ο Μαντέλα όριζε τον εαυτό του τόσο ως σοσιαλιστή όσο και ως Αφρικανό εθνικιστή, ιδεολογική θέση την οποία διατηρούσε ήδη από την ένταξή του στην ANC.
Ο ιστορικός Sabelo J. Ndlovu-Gatsheni περιέγραψε τον Μαντέλα ως έναν «φιλελεύθερο Αφρικανό εθνικιστή ανθρωπιστή» ενώ ο πολιτικός αναλυτής Raymond Suttner αναφέρθηκε στον τίτλο του φιλελεύθερου που αποδόθηκε στον Μαντέλα, δηλώνοντας ότι θεωρούνταν μια «υβριδική κοινωνικο-πολιτική φιγούρα». Ο Μαντέλα υιοθέτησε τις πολιτικές ιδέες άλλων στοχαστών – Ινδών ηγετών για την ανεξαρτησία της Ινδίας όπως ο Γκάντι, αφροαμερικανών ακτιβιστών για τα δικαιώματα των πολιτών, αφρικανών εθνικιστών όπως ο Nkrumah – και τις εφάρμοσε στην κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Νότιας Αφρικής. Ταυτόχρονα απέρριψε άλλες πτυχές της σκέψης τους όπως το αντι-λευκό συναίσθημα πολλών Αφρικανών εθνικιστών. Με αυτόν τον τρόπο έγραψε τόσο αντιτρομοκρατικές όσο και ηγεμονικές απόψεις, για παράδειγμα στηρίχθηκε στις ιδέες του τότε κυρίαρχου εθνικισμού του Afrikaner για την προώθηση του οραματισμού ενάντια στο απαρτχάιντ.
Η πολιτική του εξέλιξη επηρεάστηκε έντονα από τη νομική εκπαίδευση και πρακτική του, κυρίως από την ελπίδα να πετύχει μια αλλαγή όχι μέσω της βίας αλλά μέσω μιας “νομικής επανάστασης”. Καθ’όλη τη ζωή του, υποστήριζε αρχικά ένα μονοπάτι μη-βίας, έπειτα ένα μονοπάτι που θα περίκλειε την βία και στο τέλος ένα μονοπάτι που θα υιοθετούσε μια μη-βίαιη προσέγγιση των διαπραγματεύσεων αλλά τη συμφιλίωση. Όποτε υιοθέτησε τη βία, την εφάρμοσε επειδή δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση, και υπήρξε πάντα ρεαλιστής πάνω σε αυτό το ζήτημα, αντιλαμβάνοντάς το ως μέθοδο για να φέρει τον αντίπαλό του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έθεσε στόχο τα σύμβολα της υπεροχής και της ρατσιστικής καταπίεσης των λευκών και όχι τους λευκούς ανθρώπους ως άτομα. Η προθυμία του να χρησιμοποιεί τη βία διέκρινε τον Μαντέλα από την ιδεολογία του Γκάντι, με την οποία ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές επεδίωξαν να τον συσχετίσουν.
Γεννήσεις
1931 – Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Έχοντας μικτή ρωσική και ουκρανική καταγωγή, ο Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στο Πριβόλνογιε του Κράι Σταυρούπολης σε μια φτωχή οικογένεια αγροτών. Μεγαλώνοντας στην εποχή του Ιωσήφ Στάλιν, στα νιάτα του δούλευε σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε συλλογικό αγρόκτημα πριν από την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο στη συνέχεια κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση ως μονοκομματικό κράτος σύμφωνα με τη Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία. Ενώ σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ράισα Τιταρένκο το 1953, πριν πάρει το πτυχίο του το 1955. Μετακόμισε στη Σταυρούπολη, όπου εργάστηκε για την τοπική Κομσομόλ και έγινε ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, που προωθούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ. Διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970, όπου επέβλεψε την κατασκευή του Μεγάλου Καναλιού της Σταυρούπολης. Το 1974 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ και το 1979 έγινε υποψήφιο μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος. Μέσα σε τρία χρόνια από το θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και μετά τα σύντομα καθεστώτα των Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης, το 1985.
Αν και υποσχόταν τη διατήρηση του Σοβιετικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκορμπατσόφ πίστευε στην ανάγκη για σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986. Αποσύρθηκε από τον Σοβιετοαφγανικό Πόλεμο και ξεκίνησε στις συνόδους κορυφής με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στην εγχώρια αγορά, η πολιτική της Γκλάσνοστ (“διαφάνεια”) επέτρεψε βελτιωμένη ελευθερία του λόγου και τύπου, ενώ η “περεστρόικα” (“αναδιάρθρωση”) προσπάθησε να αποκεντρώσει τη διαδικασία λήψης οικονομικών αποφάσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας. Τα μέτρα εκδημοκρατισμού και ο σχηματισμός του εκλεγμένου Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού υπονόμευσε το μονοκομματικό κράτος. Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να παρέμβει στρατιωτικά, όταν διάφορες Ανατολικές χώρες εγκατέλειψαν τη Μαρξιστική-Λενινιστική διακυβέρνηση το 1989-90. Εσωτερικά, το αυξανόμενο εθνικιστικό συναίσθημα απείλησε να φέρει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ορισμένοι μαρξιστικοί-λενινιστικοί σκληροπυρηνικοί διεξήγαγαν το πραξικόπημα του 1991 κατά του Γκορμπατσόφ. Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο. Το 1992 ίδρυσε το ίδρυμα Γκορμπατσόφ. Κράτησε επικριτική στάση απέναντι στους μετέπειτα Ρώσους Προέδρους Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ είναι κεντρικό πρόσωπο του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.
Η εισαγωγή του Γκλάσνοστ (διαφάνεια, σε ελεύθερη μετάφραση) έδωσε νέες ελευθερίες στους πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, όπως μεγαλύτερη ελευθερία λόγου και έκφρασης και καλύτερο έλεγχο των πράξεων της διοίκησης. Ωστόσο, με τα μέτρα αυτά έγινε φανερό, πως η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να στηριχτεί σε ένα τόσο κοινωνικά και πολιτικά ανοικτό και ανεκτικό καθεστώς.
Θεωρείται ευρέως ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ο Γκορμπατσόφ παραμένει θέμα διαμάχης μέχρι σήμερα. Είναι παραλήπτης πολλών βραβείων, μεταξύ άλλων και του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 1990. Επαινέθηκε ευρέως για τον καθοριστικό του ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση και την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα, στη Ρωσία χλευάζεται συχνά, καθώς δεν εμπόδισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που έφερε υποχώρηση της παγκόσμιας επιρροής της Ρωσίας και την οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
1942 – Λου Ριντ: Γεννήθηκε από οικογένεια Εβραίων στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λονγκ Άιλαντ. Ο ίδιος έλεγε ότι το όνομά του είναι Λιούις Άλεν Φέρμπανκ αλλά το πραγματικό του όνομα είναι Λιούις Άλεν Ραμπίνοβιτς.
Όντας ακόμη νεαρός, έκανε πραγματικότητα το όνειρό του, μαθαίνοντας να παίζει κιθάρα, ενώ άρχισε να συμμετέχει σε σχολικές ροκ μπάντες. Σύντομα έκανε και την πρώτη του ηχογράφηση σε στιλ ριθμ εντ μπλουζ (Rythm and Blues) με το συγκρότημα The Shades.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (Syracuse University) όπου ο ποιητής και καθηγητής του Ντέλμορ Σβαρτς τον ενθάρρυνε στην πορεία του και τον βοήθησε όσον αφορά τη χρήση της αγγλικής γλώσσας. Αργότερα ο Ριντ απότισε φόρο τιμής σε αυτόν τον μέντορά του με το τραγούδι “My House”, με αναφορές στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Εκεί, επίσης, αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον του για την φρι τζαζ (free jazz) και την πειραματική μουσική (experimental). Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση της γενιάς μπιτ και για την πρόζα του Γουίλιαμ Μπάροουζ.
Μετά την αποφοίτησή του το 1964, έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records. Την επόμενη χρονιά δημιούργησε μαζί με τον Ουαλό αβανγκάρντ βιολιστή συνάδελφό του, Τζον Κέιλ, το συγκρότημα The Primitives, το οποίο μετεξελίχθηκε τελικά στους The Velvet Underground. Ενώ η σύνθεση του συγκροτήματος δεν υπήρξε σταθερή (ο Κέιλ το εγκατέλειψε το 1968, ο Ριντ το 1970) και δεν ήταν εμπορικά βιώσιμο, αποτέλεσε ένα από τα underground συγκροτήματα με την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της ροκ. Αποτελούνταν από τον Λου Ριντ, τον Τζον Κέιλ, τον Στέρλινγκ Μόρισον και την Μορίν Τάκερ. Εκείνη την περίοδο γράφτηκαν τα τραγούδια “Heroin” και “I’m Waiting for my Man”, τραγούδια που μοιάζουν να σκιαγραφούν τα έργα του Μπάροουζ.
Θάνατοι
1930 – Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς. Ήταν παιδί ενός κοινωνικά (τουλάχιστον) αταίριαστου γάμου μεταξύ ενός ανθρακωρύχου και μιας διευθύντριας σχολείου. Τα βιώματα αυτής της ασυμφωνίας αντικατοπτρίζονται τόσο στη ζωή του, όσο και στο έργο του, ιδιαίτερα στον Εραστή της λαίδης Τσάτερλι. Σπούδασε στο γυμνάσιο του Νότιγχαμ με υποτροφία και μετά στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Το 1910 δημοσίευσε το Λευκό Παγώνι και τον ίδιο καιρό πέθανε η μητέρα του, με την οποία ήταν υπερβολικά δεμένος. Δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος και το 1911 εγκατέλειψε το επάγγελμα, επειδή διαγνώστηκε ότι έπασχε από φυματίωση.
Το 1912 συνδέθηκε ερωτικά με τη γερμανίδα Φρήντα Γουήκλυ το γένος φον Ρίχτχοφεν (von Richthofen), σύζυγο καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, ταξικά πολύ ανώτερή του, έξι χρόνια μεγαλύτερή του και μητέρα τριών παιδιών. Έφυγαν μαζί στη Γερμανία και μετά στην Ιταλία, όπου ο Λώρενς τελείωσε το μυθιστόρημά του Γιοι και εραστές που δημοσιεύτηκε το 1913. Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1914 και παντρεύτηκαν. Το 1915 το βιβλίο του Ουράνιο Τόξο απαγορεύτηκε ως άσεμνο.
Μετά τον πόλεμο άρχισε για τον Λώρενς και τη Φρήντα η «άγρια περιπλάνηση». Ταξίδεψαν και πάλι στη Γερμανία και την Ιταλία και μετά στην Κεϋλάνη, την Αυστραλία, το Νέο Μεξικό και το Μεξικό. Επέστρεψαν στην Ευρώπη το 1925 και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία.
Το 1928 και 1929 κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, στη Φλωρεντία και στο Παρίσι, Ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι. Επίσης το 1928, το βιβλίο εκδόθηκε, άγρια λογοκριμένο, στη Νέα Υόρκη. Το 1959 εκδόθηκε πλήρες στη Νέα Υόρκη και το 1960 στο Λονδίνο, όπου έγινε αντικείμενο μιας πολύκροτης δίκης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αθώωση των υπευθύνων των Penguin Books. Το 1929 η αστυνομία έκλεισε μια έκθεση πινάκων του Λώρενς στο Λονδίνο και οι πίνακές του τού αποδόθηκαν υπό τον όρο να μη ξαναεκτεθούν στην Αγγλία.
Ο Λώρενς πέθανε το 1930 σε σανατόριο στη Βανς (Vence) της Κυανής Ακτής. Θεωρούμενος «καταραμένος» συγγραφέας όσο ζούσε, αποδείχθηκε αυτός που άλλαξε την αντιμετώπιση του σεξ από την λογοτεχνία.
Τα πρώτα του έργα ασχολούνται με τις βλαβερές συνέπειες του σύγχρονου, βιομηχανοποιημένου πολιτισμού, που αποκόπτει τον άνθρωπο από τη φύση και καθιστά τις ανθρώπινες σχέσεις προβληματικές. Στα κατοπινά έργα του Λώρενς η φροϋδική ανάλυση κυριαρχεί καθώς και η σημασία που αποδίδει στη σεξουαλική συμπεριφορά. Το επιστέγασμα ήταν Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι, όπου η ερωτική πράξη καταργεί την ταξική διαφορά και τις κοινωνικές συμβάσεις.
1958 – Νικόλαος Τσελεμεντές. Η οικογένεια του καταγόταν από το χωριό Εξάμπελα της Σίφνου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Αρχικά δούλεψε σαν υπάλληλος συμβολαιογραφείου, άρχισε όμως να ασχολείται περισσότερο με τη μαγειρική εργαζόμενος στο εστιατόριο του θείου του. Ο θείος του ήταν ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και εστιατορίου “Ακταίον” στο Νέο Φάληρο. Σπούδασε για ένα χρόνο μαγειρική στη Βιέννη και γυρνώντας εργάστηκε για διάφορες πρεσβείες. Έγινε αρχικά γνωστός με το περιοδικό “Οδηγός Μαγειρικής” που άρχισε να εκδίδει το 1910, που περιείχε -εκτός των συνταγών- διατροφικές συμβουλές, διεθνή κουζίνα, νέα για τη μαγειρική κ.α. Το 1919 έγινε διευθυντής του ξενοδοχείου “Ερμής”, ενώ τον επόμενο χρόνο έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε σε μερικά απ’ τα ακριβότερα εστιατόρια του κόσμου, κάνοντας παράλληλα και ανώτερες σπουδές μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής και διαιτολογίας. Γύρισε στην Ελλάδα το 1932, ίδρυσε μια μικρή σχολή μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής και κυκλοφόρησε το γνωστό βιβλίο του με συνταγές, που όντας ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός μαγειρικής, γνώρισε πάνω από δεκαπέντε επίσημες ανατυπώσεις τις επόμενες δεκαετίες. Επηρεασμένος απ’ τη γαλλική κουζίνα, υπήρξε εκσυγχρονιστής της ελληνικής κουζίνας, καθώς χάρη σ’ αυτόν οι Ελληνίδες νοικοκυρές έμαθαν τη μπεσαμέλ, τα πιροσκί και τη μπουγιαμπέσα, πράγμα που κατά μερικούς ισοδυναμούσε με νόθευση της ελληνικής κουζίνας με ευρωπαϊκά στοιχεία.[3] Το όνομά του είναι σήμερα συνώνυμο των οδηγών μαγειρικής, ενώ χρησιμοποιείται και σαν πείραγμα προς κάποιον που ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά. Πέθανε στις 2 Μαρτίου του 1958 και κηδεύτηκε την επόμενη ημέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.