Τα Φραστανά, Κάτω Μερόπη από το 1928,
είναι ακριτικό χωριό της Επαρχίας Πωγωνίου
του Νομού Ιωαννίνων, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία
Τα Φραστανά: μία παλιά κοινότητα
στην κοιλάδα του Άνω Γορμού
Βρίσκεται βορειοδυτικά των Ιωαννίνων
και της αρχαίας Δωδώνης,
στο ριζό της νοτιοανατολικής πλευράς
του ορεινού συγκροτήματος Νεμέρτσικα και σε υψόμετρο 750μ.
Επιμέλεια: Ελένη Κυρλή
Η οδική απόσταση από τα Ιωάννινα είναι 65 χιλιόμετρα. Η κοινοτική περιοχή, που έχει έκταση σχεδόν 20.000 στρέμματα , κατέχει σημαντικό μέρος της κοιλάδας του Άνω Γορμού, η οποία ορίζεται από τις πλαγιές της Νεμέρτσικας και του Κουτσόκρανου. Το ανατολικότερο σημείο της περιοχής βρίσκεται σε οδική απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το κέντρο του χωριού στο ύψωμα Ντομπόρι κοντά στην Πηγή Κεφαλοβρύσου. Το δυτικότερο σημείο είναι η τοποθεσία Ποτσόνο, μικρή πηγή, στα σύνορα με την περιοχή του Παλαιοπύργου και σε απόσταση περί τα 1.500μ. Το νοτιότερο όριο αποτελεί ο Γορμός, μικροπόταμος που χύνεται στον Καλαμά και σε απόσταση 3 – 4 χιλιόμετρα. Τέλος το βορειότερο όριο βρίσκεται στο βουνό, στο τοπωνύμιο Κερασιές και σε υψόμετρο περί τα 1.200μ. Η Κάτω Μερόπη έχει κατά προσέγγιση βόρειο γεωγραφικό πλάτος 40ο – 02’ και ανατολικό μήκος 20ο – 46’.
Η Κάτω Μερόπη, κατείχε το 1928 τη δεύτερη θέση μετά το Βασιλικό ανάμεσα στις εννέα κοινότητες του Άνω Πωγωνίου, που βρίσκονται στην κοιλάδα του Άνω Γορμού (Κακόλακκος, Μερόπη, Παλαιόπυργος, Κάτω Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, Βασιλικό, Ρουψιά, Άγιος Κοσμάς και Ωραιόκαστρο) ως προς τους παρακάτω δείκτες: Πληθυσμός: 498 άνθρωποι (13,9%), εδαφική έκταση 20 τετρ. χλμ. (20.000 στρέμματα) (14%), καλλιεργούμενες εκτάσεις 2.400 στρέμματα (17,8%) παραγωγή σιτηρών και σταφυλιών δεύτερη θέση μετά το Βασιλικό.
Οι ρίζες του χωριού φτάνουν ως την αρχαιότητα. Στο σημερινό κέντρο του κατοίκησαν Έλληνες Μολοσσοί περί τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. και ίδρυσαν κάποιον οικισμό. Πολύ αργότερα, τον 4ο – 3ο αιώνα π.Χ., όταν στην Ήπειρο το κράτος των Μολοσσών προχωρούσε προς την πρόοδο, δημιουργήθηκαν εδώ νεώτεροι οικισμοί, ο ένας ανατολικά στο χώρο ανάμεσα στον Αϊ Νικόλα και τον Αϊ Θανάση και ο άλλος πολύ δυτικά στην πλαγιά του Παλαιόκαστρου. Πιθανότατα πολύ αργότερα αναγκάστηκαν να μετακινηθούν πληθυσμοί από τους αρχαίους οικισμούς της παραποτάμιας ζώνης (Βαρβάρα, Γκλάβα, Παλιοκκλήσι) στο χώρο του σημερινού χωριού. Για το χρόνο της μετακίνησης αυτής και τις αιτίες, διατυπώνονται διάφορες απόψεις.
Η Κάτω Μερόπη, χωριό με μακραίωνη ιστορία, έχει ρίζες στην αρχαιότητα. Αυτό προκύπτει από αρχαιολογικές μαρτυρίες καθώς και από την παράδοση. Από αρχαίους οικισμούς που εντοπίστηκαν γύρω από το χωριό, πιθανότατα δημιουργήθηκε ένα βυζαντινό κεφαλοχώρι (Πολίχνη;) με όνομα μεταβαλλόμενο (Βέρτζιανη – Φραστανά). Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια μέχρι και τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας (1431 – 1625) το μεγαλοχώρι παρουσίαζε ορισμένη ανάπτυξη, στο μέτρο βέβαια της τότε εποχής. Προς τα τέλη του 17ου αιώνα επήλθε μεγάλη καταστροφή. Στο χωριό παρέμειναν ελάχιστες οικογένειες φτωχολογιάς. Από τις αρχές του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα το χωριό δοκίμασε πολλά δεινά από τις επιδρομές μπέηδων και αγάδων, από σιτοδείες και επιδημίες πανώλης με μαζικούς θανάτους. Ωστόσο δεν χάθηκε. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός ήταν γύρω στα 300 άτομα.
Το μαζικό ταξίδεμα των ανδρών στην Κωνσταντινούπολη έφερε μία βαθμιαία αυξανόμενη προοδευτικά κίνηση και αύξηση του πληθυσμού. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό το 1913 συνεχίστηκε ο προοδευτική πορεία, ιδιαίτερα τα χρόνια 1923 – 1940, οπότε το κέντρο των ταξιδεμένων μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη κ.α. Στα μεταπολέμια χρόνια, παρά την απότομη μείωση του πληθυσμού, έγιναν πολλά έργα μικρά και μεγάλα και διαμορφώθηκε εντυπωσιακά το κέντρο του χωριού.
Παρουσιάζει αξιόλογο αρχαιολογικό και τουριστικό ενδιαφέρον. Στον χώρο της σημερινής περιοχής της Κάτω Μερόπης υπήρχαν στην αρχαιότητα διάσπαρτοι οικισμοί, κυρίως στην παραποτάμια ζώνη. Απ’ αυτούς προήλθε πιθανότατα ο οικισμός που στην ιστορική διαδρομή είχε μεταβαλλόμενο όνομα (Βέρτζιανη – Φραστανά – Κάτω Μερόπη).
Στη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο τα Φραστανά είχαν αξιόλογη επιρροή. Μαζί με την Διπαλίτσα αποτέλεσαν το βυζαντινό δίπτυχο στην περιοχή. Το 16ο – 17ο αιώνα τα Φραστανά κατείχαν την τρίτη θέση ως προς των αριθμό οικογενειών στο Πωγώνι μετά την Διπαλίτσα και την Καστάνιανη. Στα χρόνια αυτά διακρίνονταν για σχετική οικονομική ακμή και πολιτισμική άνθιση. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, το μεγάλο χωριό καταστράφηκε από επιδρομή αλλοφύλων, αλλά δεν ερημώθηκε εντελώς. Αργότερα το έπληξαν βαρβαρικές επιδρομές, λοιμώδεις επιδημίες και σιτοδείες. Ωστόσο στάθηκε στα πόδια του. Λειτουργούσε κρυφό σχολειό.
Τον 19ο αιώνα, σημειώνεται μια βαθμιαία ανοδική πορεία. Στις αρχές του αιώνα συμμετέχει στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρίας με τη δράση του Γιαννάκη Γραμματικού που συνεργάζεται με το Μάρκο Μπότσαρη. Στα 1816 – 1820 χτίζεται η μεγάλη κεντρική εκκλησία. Εκπρόσωπος των Φραστανών συμμετέχει στη σύσκεψη, που έγινε στη Βήσσανη το 1854, για την οργάνωση εξέγερσης στο Πωγώνι κατά των Τούρκων με εντολή του Θεοδώρου Γρίβα. Μετά το μαζικό ταξιδεμό των αντρών στην Κωνσταντινούπολη ενισχύεται οικονομικά και πολιτισμικά το χωριό. Χτίζεται το 1862 διώροφο σχολικό κτίριο αμέσως νότια της εκκλησίας, το μεγαλύτερο τότε στα γύρω χωριά. Από τότε λειτουργεί κανονικά δημοτικό σχολείο με εκσυγχρονισμένο πρόγραμμα και διδακτικό προσωπικό.
Διαμορφώνεται το ενιαίο κέντρο του χωριού. Πολλά νέα μεγάλα πέτρινα σπίτια, αμφιθεατρικά χτισμένα, συμπληρώνουν την ανοδική πορεία. Γίνονται και άλλα έργα. Παράλληλα αναπτύσσεται και η αγροτική παραγωγή σε διάφορους τομείς, όπως η σιτοπαραγωγή, η ποιοτική καλλιέργεια του καλαμποκιού, η κτηνοτροφία, η αμπελουργία, η οπωροφόρα δεντροκομία, η σηροτροφία, η μελισσοκομία. Μετά την απελευθέρωση το 1913 από τον Τουρκικό ζυγό, συνεχίζεται η ανοδική πορεία μέχρι το 1940 και συντελούνται αξιόλογες θετικές εξελίξεις στον παραγωγικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα.
Το χωριό σφύζει από ζωή. Σημαντική ήταν η συμμετοχή στο ηρωικό έπος 1940 – 1941 και στην Εθνική Αντίσταση 1941 – 1944. Από τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα ως τα μέσα το 20ου αιώνα διευρύνονται οι σχέσεις και οι δεσμοί με τα χωριά και κωμοπόλεις του Πωγωνίου, με ορισμένα χωριά της Κόνιτσας και με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Σήμερα, η Κάτω Μερόπη, παρά την βαθμιαία εγκατάλειψή της από το 90% του πληθυσμού που εγκαταστάθηκε μόνιμα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τα Ιωάννινα, και παρά τις βαρύτατες συνέπειες του εμφυλίου, παρουσιάζεται ανακαινισμένη.
Έγιναν μεταπολεμικά μια σειρά μικρά και μεγάλα έργα από την Πολιτεία, την Αδελφότητα, την Κοινότητα και του συγχωριανούς. Διαμορφώθηκε εκσυγχρονιστικά το κέντρο της. Κατασκευάστηκαν πολλές θερινές κατοικίες. Εξασφαλίστηκε η κανονική ύδρευση με εσωτερικό οικιακό δίκτυο, δίκτυα παροχής ηλεκτρενέργειας και τηλεφωνικής σύνδεσης, λειτουργία ξενώνα με σύγχρονο εξοπλισμό καθώς και εντευκτηρίου και κυλικείου. Λειτουργεί καθημερινά λεωφοριακή γραμμή με τα Ιωάννινα. Τους μήνες του καλοκαιριού το χωριό σφύζει και πάλι από ζωή.
Ιδρύθηκε αρχαιολογικός χώρος. Ο αρχαιολογικός χώρος, τα άλλα ιστορικά μνημεία και το εντυπωσιακό φυσικό τοπίο, προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσδίδουν στην Κάτω Μερόπη αξιόλογη αρχαιολογική και τουριστική σπουδαιότητα.
Από την δεκαετία του 1930 και κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνουν οι διπλωματούχοι πανεπιστημιακών σχολών, αυξάνεται το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό. Οι καθηγητές, γιατροί και μηχανικοί, φτάνουν τους 40, το 60% του συνόλου. Αναδείχτηκαν ένας εισαγγελέας πρωτοδικών, ένας διπλωμάτης – πρόξενος, ένας πανεπιστημιακός μαθηματικών και ένας ταξίαρχος.