Σε μια αγροτική αποθήκη
της οικογένειας του Παντελή Αυγούλη στο Ελαιόφυτο
αποφασίστηκε η δημιουργία του ΕΑΜ Αγρινίου
Κείμενο: Λ. Τηλιγάδας
Τέλη του Οκτώβρη του 1941 και αφού είχε προηγηθεί η ίδρυση του ΕΑΜ στην Αθήνα (10 Οκτώβρη 1941), τα στελέχη της οργάνωσης του Αγρινίου που είχε συσταθεί στα τέλη του Αυγούστου συγκεντρώθηκαν σε μια αγροτική αποθήκη της οικογένειας του Παντελή Αυγούλη στο Ελαιόφυτο και αποφασίστηκε η δημιουργία του ΕΑΜ Αγρινίου. Μαζί με εκείνη την πρώτη οργάνωση, και σχεδόν ταυτόχρονα εντάχθηκαν στο ΕΑΜ, όλες οι οργανώσεις, της περιοχής
Καθοδηγητικό όργανο του ΕΑΜ στο νομό ήταν η Περιφερειακή Επιτροπή του ΕΑΜ του νομού από την οποία πέρασαν ως στελέχη σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, καθώς και τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης, πληθώρα αγωνιστών και αγωνιστριών της πόλης και της περιοχής.
Ανάμεσα τους και εκτός από αυτούς που αναφέραμε σε προηγούμενες ανστρήσεις ήταν ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος (Σαντάλας), ο Βασίλης Κουτσοδήμας, ο Βασίλης Μποζώνης, ο Γιώργος Σκουλαρίκος, ο Σωτήρης Πύργος, ο Χριστόφορος Ζαχείλας, ο Θανάσης Φαρμάκης, οι Καρυτσαίοι, τα αδέρφια και οι αδερφές Καρέλλου, ο Γιάννης Τζωρτζόπουλος, ο Χρήστος Μαϊκαντής, τα αδέρφια Μπώκου, τα αδέρφια Πετρούλα (Κωστής, Νίκος και Μπέμπης) κ.α.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, όλος πληθυσμός του προσφυγικού συνοικισμού στον Άγιο Κωνσταντίνο και η Ερυθραία, άνδρες γυναίκες και νέοι είχαν ενταχθεί από νωρίς στην Ε.Α., στο Εργατικό ΕΑΜ, στο ΕΑΜ, στο ΕΑΜ Νέων, στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ. (Κακογιάννης, 1997)
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Νέων (ΕΑΜ ΝΕΩΝ)
Από τον Μάιο του 1941 ήδη, από τις πρώτες δηλαδή μέρες της κατοχής, οι νέοι της πόλης άρχισαν να συγκροτούν μικρές αντιστασιακές ομάδες, οι οποίες αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και με απόφαση της επιτροπής του στην πόλη, συγκρότησαν το ΕΑΜ Νέων Αγρινίου τον Φεβρουάριο του 1942.
Η Επιτροπή πόλης της οργάνωσης στελεχώθηκε από τους παρακάτω νέους: Πάνο Χατζόπουλο (Γραμματέα), Φώτη Κολοκοτσά, Θανάση Στραβοδήμο, Ηλία Παπαγεωργίου, Τάκη Παπαστάμο, Γιούλα Αλεξά και τον Θανάση Κακογιάννη (Άνθιμο), ο οποίος ορίστηκε Γραμματέας του νομού. Εκ μέρους της Πολιτικής Επιτροπής του ΕΑΜ την ευθύνη της οργάνωσης είχε ο Παντελής Ρόκος.
Στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα στην ΕΠΟΝ, συμμετείχαν: ο δάσκαλος Δημήτρης Τσίτος και οι αδερφές του, ο Δημήτρης Καπελλάκης, τα αδέρφια Ντίνος Βασίλης, Λούλα και Χρήστος Σαλάκος, ο Πάνος Σούλος, ο Πάνος Πάσχος, ο Βαγγέλης Μάτσας, ο Π. Κατσαγιάννης, ο Κ. Καρίμπας, ο Αντώνης Πάνου, ο Χριστόφορος Τριανταφύλλου, ο Χρ. Μπανιάς, ο Κώστας Ζαχαρίου, ο Β. Μαργιώλης, ο Λεωνίδας Καραμήτρος, ο Κώστας και ο Στέλιος Τσιτσιμελής, ο Σωτήρης Θεοδωρόπουλος, ο Φώτης Σισμάνης, ο Χριστόφορος Καραχρήστος, ο Γιώργος Μπετχαβάς, ο Νίκος Καραπαπάς (τον σκότωσαν οι Χίτες στην Αθήνα τις μέρες της απελευθέρωσης), ο Κ. Αλεξανδρής, ο Θανάσης Κουτούδης, ο Πάνος Κολοκύθας, η Ελένη Θεοφίλου, ο Αντώνης Τραυλός, ο Δημήτρης Παληούρας, ο Νίκος Κατσάμπαλος, ο Δ. Κουσιάδης, ο Γιάννης Θάνος, ο Κ. Καρίμπας, ο Γ. Ζούλας, ο Μπάμπης Χαμαμτζής, ο Πάνος Αλεξάς, ο Γιάννης Πετρούλας, ο Χρ. Κατσούλης, ο Σπ. Σαμαράς, ο Γραμμένος, οι αδερφοί Γιοβάνου, ο Γ. Παπαγαλάνης, ο Γ. Νιάκας, οι δικηγόροι Γιάννης Καρράς, Αντρέας Μπάβαρης και τ’ αδέρφια του και τέλος ο Μπάμπης Γκολφινόπουλος και οι αδερφές του.
Την πρώτη εμφάνισή της η οργάνωση την έκανε με προκηρύξεις, τις οποίες σκόρπισε στην πόλη κατά τον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου του 1942.
Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Ε.Α.Μ.)
Η δεύτερη οργάνωση που στελέχωσε και ανέπτυξε το ΕΑΜ Αγρινίου ήταν το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αγρινίου.
Αρχικά συγκροτήθηκε μια επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από τον Αντρέα Αποστόλου (καπνεργάτη και Γραμματέα της επιτροπής), τον Στράτο Σταυρόπουλο από την Παληοκαρυά Τριχωνίδας και τον Θανάση Κακογιάννη, ο οποίος είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την κοινωνία του συνοικισμού του Αγίου Κωνσταντίνου, λόγω της προσφυγικής του προέλευσης.
Αργότερα αυτή η επιτροπή διευρύνθηκε με την αντικατάσταση των δύο τελευταίων από εργάτες και συνδικαλιστές, όπως οι: Τάσος Πετρίδης (πρόεδρος του Εργατικού κέντρου), Κώστας Λαδάς (Αντιπρόεδρος του Εργατικού Κέντρου), Απόστολος Δεληγιάννης (γραμματέας του Εργατικού Κέντρου), Τάσος Πανταζίδης κ.α.
Η οργάνωση αυτή είχε θέσει ως προταρχικό της καθήκον την προετοιμασία για τον ένοπλο αγώνα, ο οποίος είχε αρχίσει να παίρνει υπόσταση στα ορεινά χωριά της περιοχής με τους «κλαρίτες»[1].
1.Κλαρίτης αρσενικό (παρωχημένο) αυτός που βγαίνει στο κλαρί, ο κλέφτης, ο ληστής. Λουκάς Κούσουλας, Ο Αρης Βελουχιώτης και η πειθαρχία, εφημερίδα το ΒΗΜΑ, 30/08/1998. «Όταν πρωτοφάνηκε, λέει, το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης, οι λιγοστοί αντάρτες του Βελουχιώτη στη δυτική Φθιώτιδα κι Ευρυτανία, κι άλλοι αλλού, νωρίς το καλοκαίρι του 1942, τα βουνά ήσαν ήδη κατειλημμένα από τους κλαρίτες κατσικοκλέφτες, φυγόδικους, ληστές. Σκόρπιοι αυτοί ολούθε λυμαίνονταν από το χειμώνα κιόλας του ’41 χώρες και χωριά. Στις επαφές ύστερα και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στους αντάρτες και τους «κλαρίτες» όπως ανέκαθεν τους προσονόμαζαν τα πράγματα εξελίχθηκαν μάλλον καλά· οι δεύτεροι δηλαδή, μολονότι αγροίκοι (στην πρώτη και τη δεύτερη σημασία της λέξης), τη μια με το καλό την άλλη με τη βία, κατάλαβαν τις περιστάσεις της πατρίδας, οι περισσότεροι προσχώρησαν στο οργανωμένο αντάρτικο, με τους όρους του και τον κανονισμό του, λίγοι αποσύρθηκαν, κι ακόμα λιγότεροι σκοτώθηκαν. Ήταν από τους πρώτους στόχους του αγώνα η απαλλαγή του υπαίθρου από την πληγή αυτή, η αποκατάσταση μιας τάξεως μεταξύ των σκλαβωμένων στον ξένο κατακτητή Ελλήνων. Αν όχι λοιπόν αυτοί, ποιος θα νοιαζόταν τώρα όλ’ αυτά… Επειδή όμως, λέει η ιστορία κι ο θρύλος, έπρεπε και οι αντάρτες πρώτοι και καλύτεροι να δώσουν το παράδειγμα της συμμόρφωσης αυτής στην τάξη που επαγγέλλονταν, μέσα στις φοβερές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κι αυτοί, χρειάστηκε, ως γνωστόν, αρκετές φορές να τιμωρήσουν σκληρά τους δικούς τους παραβάτες. Ως γνωστόν, λέω, καθώς αναφέρονται διάφορα επεισόδια, και πιο συχνά, η εκτέλεση, μετά από ανταρτοδικείο, κάποιου νεοφώτιστου αντάρτη που «κατεχράσθη» κι έφαγε πεινασμένος την κότα ενός χωρικού… Κι άλλα όμως μέσα επιστρατεύτηκαν συχνά, βαριά κι ασήκωτα κάποτε, για την εξασφάλιση της απαραίτητης σ’ ένα στρατό σαν το αντάρτικο πειθαρχίας[…]»
*Με πληροφορίες από Θανάσης Κακογιάννης, Μνήμες και σελίδες της Εθνικής αντίστασης, Κωσταράκη 1997