Η εποχή της αντισυστημικότητας

Οι αναλυτές φροντίζουν για την ταύτιση
αντισυστημικότητας και αποχής: είτε έμμεσα, είτε ευθέως

  • του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Εμείς το καταλαβαίνουμε από όσα συμβαίνουν στους δρόμους, μέρες τώρα, ήδη απ’ τις πρώτες ώρες μετά τη φρίκη  στα Τέμπη: από τον κόσμο που διαδηλώνει μέρα-νύχτα, σχεδόν καθημερινά, που απεργεί κι ας χάνει μεροκάματα, που καταλαμβάνει σχολές και σηκώνει πανό σε όλα τα γήπεδα, που γεμίζει πλατείες αχρηστεύοντας το ψέμα περί «ανθρώπινου λάθους», που ζητά ευθύνες χωρίς να πείθεται από παιχνίδια επίρριψης ευθυνών, που ρισκάρει να χτυπηθεί και συγκρούεται – θυμίζοντας πως όσα κάναμε «παλιά», από το 2008 ως το 2012, ισχύουν.

Άλλοι πάλι το συνειδητοποιούν με τα ξεσπάσματα γνωστών –και αμφίβολης αξιοπιστίας– παρουσιαστών, τώρα που αυτοί στρέφονται κατά «των πολιτικών», διεκδικώντας μερίδιο από το πολιτικό τους «κεφάλαιο».

Η αντίθεση στο σύστημα –επίμονη, σχεδόν καθολική, επ’ ουδενί απαξιώσιμη όπως ο «αντιεμβολιασμός», ούτε και «αντιπολιτική», τουλάχιστον στις βασικές όψεις της*–, η αντίθεση στο σύστημα πρώτα στο δρόμο και μετά στην οθόνη, ξαναείναι εδώ. Και το αποτύπωμά της στις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές μες το Μάιο, είναι το κύριο στα πρωτοσέλιδα τις τελευταίες μέρες: «Οι αντισυστημικοί φόβοι σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ» (Τα Νέα, 9.3.2023)· «Γιατί η αποχή θα εκφράσει την αντισυστημική στάση;» (Τα Νέα, 11.3.2023)· «Πόσο πιθανό είναι ένα νέο αντισυστημικό κύμα;» (Καθημερινή, 12.3.2023)· «H αντισυστημική ψήφος στο μικροσκόπιο των κομματικών επιτελείων» (Βήμα, 12.3.2023).

Οι αναλύσεις του κυρίαρχου ρεύματος καθησυχάζουν: ό,τι κι αν γίνει, δεν θα πρόκειται για «νέο 2012», γιατί σήμερα δεν έχουμε μνημόνια και κόμματα άφθαρτα από τη διαχείρισή τους. Καλού-κακού, όμως, οι αναλυτές φροντίζουν για την ταύτιση αντισυστημικότητας και αποχής: είτε έμμεσα (προβάλλοντας δηλαδή τη γραμμή «φταίνε όλοι» της κυβέρνησης), είτε ευθέως (όπως το έκαναν στις πρώτες εκλογές μετά τη δεκεμβριανή εξέγερση –τον Ιούνιο του 2009–, στέλνοντας τον κόσμο για μπάνιο).

Οι εκλογές ήταν πάντα ο ασφαλέστερος τρόπος να εκτονωθεί η ένταση και να τεθούν όρια στις διεκδικήσεις του δρόμου. Το φθινόπωρο του 2007, παρότι 84 άνθρωποι χάθηκαν στις πυρκαγιές της Ηλείας (και ο τότε υπουργός Πολύδωρας δήλωνε με παροιμιώδη αναισθησία «ο στρατηγός άνεμος δυσκολεύει το έργο της κατάσβεσης»), η οργή εκφράστηκε με λίγες βουβές συγκεντρώσεις στα λευκά μπροστά στη Βουλή: παρότι φορτωμένη με σκάνδαλα, στάχτες και ξύλο σε φοιτητές, η ΝΔ ξανακέρδισε τις εκλογές. Μετά την εξέγερση, οι ευρωεκλογές του 2009 κατέγραφαν τη μεγαλύτερη αποχή σε κάλπη της Μεταπολίτευσης (47,4%), φέρνοντας πρώτο το ΠΑΣΟΚ, τον ακροδεξιό ΛΑΟΣ πάνω απ’ τον τότε ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή ψηλότερα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τον Σεπτέμβριο του 2015, οι εκλογές σηματοδοτούσαν την πρώτη επιστροφή στην «κανονικότητα», μετά τις ελπίδες που άνοιξε το αντιμνημονιακό 2010-2015.

Τα Τέμπη, ωστόσο, δεν είναι Ηλεία: η ελληνική κοινωνία βρίσκεται πολύ μακριά από το 2007. «Άφθαρτος» ΣΥΡΙΖΑ όντως δεν υπάρχει: υπάρχουν όμως δυνάμεις στ’ αριστερά του να υποδεχτούν τη διαμαρτυρία. Τα μνημόνια «τελείωσαν», αλλά τα ίχνη της εφαρμογής τους παραμένουν ανεξίτηλα (και) στα Τέμπη, η δε ζωή «μετά τα μνημόνια» είναι μια όλο δυσκολότερη άσκηση επιβίωσης για όσους «εξαρτώνται» (sic) από μισθό και επιδόματα. Αν σε άλλες περιπτώσεις οι εκλογές λειτουργούσαν ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, τώρα διαβάζονται ως ευκαιρία να γίνει επιτέλους ό,τι δεν έγινε μια τριετία – παρά τη ζοφερή διαχείριση της πανδημίας και των πυρκαγιών, την υπόθεση Λιγνάδη και τις υποκλοπές, την ακρίβεια και την υγεία, το σχολείο και το πανεπιστήμιο, τη βία και την κατά συρροή μιντιακή χαύνωση.

Με όσες επιφυλάξεις κι αν διαβάζει κανείς τις δημοσκοπήσεις, υπάρχουν στοιχεία αρκετά επίμονα για να αγνοηθούν: η συνεχιζόμενη πτώση της ΝΔ, η απόστασή της από την αυτοδυναμία, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συνδεθεί με την άνοιξη στους δρόμους όλης της χώρας, η ενίσχυση του ΜΕΡΑ25, η αποδυνάμωση φασιστικών και ημι-φασιστικών σχηματισμών. Οι τάσεις αυτές –όπως και οι εκλογές– δεν αποτυπώνουν στατικά αυτό που συμβαίνει. Αντίθετα, δίνουν την αίσθηση στον κόσμο του δρόμου ότι είναι ευκαιρία να επιδράσει – τερματίζοντας το διαζύγιο ανάμεσα στο δρόμο και την κεντρική πολιτική, που άφησε τη Δεξιά χωρίς υπολογίσιμο αντίπαλο σχεδόν μια οχταετία τώρα.

 

* Αθλιότητες, όπως αυτές σε βάρος των Γιάνη Βαρουφάκη και Δημήτρη Βίτσα, ευτυχώς δεν δίνουν τον τόνο.
Πηγή

AgrinioStories