Επιδοτήσεις ρεύματος: Αντιδράσεις για τις επιστροφές
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις «στα κάγκελα»
Εμπαιγμός 1,2 εκατομμυρίου μικρομεσαίων
Επιστολή διαμαρτυρίας έστειλε η ΓΕΣΕΒΕΕ στα υπουργεία
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας
και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Επιδοτήσεις ρεύματος
Για εμπαιγμό 1,2 εκατομμυρίου μικρομεσαίων επιχειρήσεων κάνουν λόγο οι πολίτες και τα κόμματα, σε μια διαρκή επίθεση κατά της κυβέρνησης, λόγω των επιστροφών των επιδοτήσεων ηλεκτρικού ρεύματος που δόθηκαν την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, διότι αυτά τα χρήματα τελικά δεν… εκταμιεύθηκαν από τις Βρυξέλλες.
Την ίδια ώρα, ο κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, «μικραίνει» τον αριθμό των επιχειρήσεων, κάνοντας λόγο για «1,7 τις χιλίοις του συνόλου». Το ίδιο πράττει και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης.
Το θέμα έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, μεταξύ των οποίων και των εκπροσώπων των επιχειρήσεων, οι οποίοι κάνουν λόγο για «ανήθικες πρακτικές», που θα προκαλέσουν μεγάλο πρόβλημα σε μεγάλο αριθμό των επιχειρήσεων αυτών.
Η κυβέρνηση έρχεται με «πονηρό» τρόπο να εισπράξει το ποσό των επιδοτήσεων από τις επιχειρήσεις
Επιστολή διαμαρτυρίας έστειλε η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος στην πολιτική ηγεσία των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, «σχετικά με τις, χωρίς αιτιολογία από τους πάροχους, επιπρόσθετες υπέρογκες χρεώσεις στους λογαριασμούς ενέργειας, οι οποίες και δεν δικαιολογούνται από τα υφιστάμενα τιμολόγια».
Όπως αναφέρεται στην επιστολή, οι συμπληρωματικοί αυτοί λογαριασμοί ενέργειας φαίνεται να έχουν στηριχθεί σε μία υπουργική απόφαση, η οποία και εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2024, μία ημέρα μετά τις Ευρωεκλογές, και με την οποία δίνεται στους πάροχους ενέργειας η δυνατότητα να ζητήσουν πίσω ποσά που αντιστοιχούσαν σε επιδοτήσεις που δόθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2022 έως και τον Δεκέμβριο του 2023 και είχαν σκοπό να μειώσουν το τελικό πληρωτέο ποσό ανά λογαριασμό, σε μία περίοδο που το ύψος των λογαριασμών ενέργειας «γονάτιζε» τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το ύψος εκείνης της επιδότησης έφτανε τα 800 εκατομμύρια ευρώ και δόθηκε μέσω του Εθνικού Προγράμματος Στήριξης, χωρίς όμως, όπως φαίνεται, τη σχετική έγκριση από την Ε.Ε.
«Το εξοργιστικό και παράδοξο συνεχίζει η ΓΣΕΒΕΕ, είναι πως ενώ η Κυβέρνηση γνώριζε το πρόβλημα, δεν φρόντισε να καλύψει το ποσό αυτό από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζει αυξημένα έσοδα ή μέσω των παρόχων που παρουσιάζουν υπερκέρδη ή με κάποιο συνδυασμό αυτών των πηγών, αλλά έρχεται πλέον με «πονηρό» και ανάλγητο τρόπο να το εισπράξει από τις επιχειρήσεις, οι οποίες, ιδίως οι μικρές και πολύ μικρές, αντιμετωπίζουν σειρά προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ρευστότητας».
Η γενική συνομοσπονδία, υπογραμμίζει ότι «καταδικάζει απερίφραστα το χαράτσι που θα κληθούν να καταβάλουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο επιχειρήσεις και καλεί τα αρμόδια υπουργεία να ανακαλέσουν άμεσα».
Τι απαντά η κυβέρνηση μέσω Μαρινάκη
«Από την αρχή της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης που ξέσπασε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε συνολικά περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος του ρεύματος», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης.
«Από αυτά, περίπου 5 δις αφορούσαν μόνο στις επιχειρήσεις, εκ των οποίων πάνω από 800 εκ. χορηγήθηκαν σε 1.250.000 καταναλωτές οι οποίοι είναι: επιχειρήσεις με παροχές ισχύος έως 35 KVA, αγρότες καθώς και αρτοποιεία.
Εκ των υστέρων, προέκυψε η ανάγκη επανυπολογισμού των κρατικών ενισχύσεων για έναν μικρό αριθμό επιχειρήσεων, προκειμένου να ελεγχθεί αν είχαν λάβει τα ορθά ποσά σε σχέση με τα ανώτατα όρια ενίσχυσης για κάθε κατηγορία δικαιούχων, όπως προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Ο επανυπολογισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να πρέπει να διαθέσει επιπλέον 4,2 εκ. ευρώ σε περίπου 130.000 επιχειρήσεις και σε λιγότερες από 2.200 να ζητείται η επιστροφή συνολικού ποσού 970.000 ευρώ», προσθέτει ο κ. Μαρινάκης.
«Οι καταναλωτές από τους οποίους ζητείται επιστροφή ενισχύσεων αντιστοιχούν στο 1,7 τις χιλίοις επί του συνόλου όσων επιχειρήσεων, αγροτών και αρτοποιείων ενισχύθηκαν συνολικά.
Τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν από την κάθε επιχείρηση είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους ποσά μέχρι 200 ευρώ.
Τα ποσά των επιστροφών, λοιπόν, αντιστοιχούν στο 1,2 τοις χιλίοις επί του συνόλου των χρημάτων που έχει λάβει μόνο αυτή η υποκατηγορία επιχειρήσεων (επιχειρήσεις, αγρότες, αρτοποιεία) ως κρατική ενίσχυση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση για ακόμα μια φορά, χωρίς να ενημερωθεί για το πραγματικό μέγεθος του ζητήματος, σπεύδει να το μεγεθύνει σε ανεξήγητο βαθμό χρησιμοποιώντας την προσφιλή της τακτική να αιτείται παραιτήσεις Υπουργών κάνοντας φθηνή αντιπολίτευση.
Συνεχίζουμε να γυρίζουμε την πλάτη στους φθηνούς και ανενημέρωτους για την πραγματικότητα λαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ και να στηρίζουμε τους πολίτες και τις επιχειρήσεις με σεβασμό στα χρήματα των φορολογουμένων και τα δημόσια οικονομικά της χώρας», καταλήγει η ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου.
Διευκρινίσεις Σκυλακάκη
Διευκρινίσεις για τον επανυπολογισμό των κρατικών ενισχύσεων που έλαβαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου 2022 – Δεκεμβρίου 2023 έδωσε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας σε ραδιοφωνικό σταθμό.
Ο κ. Σκυλακάκης υπογράμμισε πως το συνολικό ποσό που πρέπει να επιστραφεί είναι λιγότερο από 2 εκατ. ευρώ και αφορά σε λιγότερες από 2.500 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από τους παρόχους. Παράλληλα, τόνισε πως περισσότερες επιχειρήσεις θα λάβουν, συνολικά, πάνω από 4 εκατ. ευρώ, δηλαδή επιπλέον χρήματα.
Εξήγησε, σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις, πως με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν μπορεί κανένα κράτος – μέλος να υπερβεί τα όρια, καθώς απαγορεύεται ρητώς. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στη δυσκολία να γίνει σε πραγματικό χρόνο ο έλεγχος σώρευσης, διότι το ακριβές ποσό της επιδότησης, το μαθαίνει κάθε επιχείρηση στο τέλος, όταν λαμβάνει το λογαριασμό από τον πάροχο.
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας πρόσθεσε: «Η επιχείρηση είναι ενήμερη για κάθε κρατική ενίσχυση που λαμβάνει. Μάλιστα ζητήθηκε μεταγενέστερα, διότι η καταβολή των επιδοτήσεων κράτησε πολύ καιρό, να υπάρξει μία Υπεύθυνη Δήλωση, ότι δεν θα γίνει υπέρβαση του ορίου που προβλέπει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πολλές επιχειρήσεις δεν τη συμπλήρωσαν, τελείωσαν οι επιδοτήσεις και έγινε ο επανυπολογισμός, ο οποίος βγάζει θετικό πρόσημο για την πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».
Σε ερώτηση σχετική με τις τιμές του ρεύματος, ο Υπουργός επισήμανε: «Το φαινόμενο των τιμών που έχουμε είναι μία πραγματική συγκυρία που δεν έχει σχέση με τα δικά μας θέματα. Μετά το blackout που έγινε στις χώρες των Βαλκανίων, έχουμε προβλήματα σε σειρά διασυνδέσεων εκεί. Το σύστημα δεν λειτουργεί ομαλά, έχει φτάσει να έχει τιμή μεγαβατώρας η Ουγγαρία σε ώρες 650 ευρώ, έχουν προβλήματα διασυνδέσεων σε όλη την περιοχή.
Έχει βγει και 1 GW εκτός στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα στην ευθεία Ουγγαρία – Βουλγαρία – Ελλάδα να έχουμε πολύ υψηλές τιμές, λόγω των διασυνδέσεων που έχουμε και των εξαγωγών που υποχρεούμεθα να κάνουμε. Ο εξωγενής παράγοντας είναι αυτός που μας ανεβάζει τις τιμές… Είναι κάτι που μπορεί να εξομαλυνθεί ακόμη και μέσα στις επόμενες τρεις μέρες.
Αυτό συναρτάται από το πότε θα ξαναρχίσει το μεγάλο πυρηνικό της Βουλγαρίας να δίνει ενέργεια, να αποκατασταθεί πλήρως η ροή του καλωδίου από την Ιταλία και να διορθωθούν τα προβλήματα διασυνδέσεων, ιδίως μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας».
Σημείωσε πως αν κρατήσει παραπάνω αυτό το φαινόμενο, θα πρέπει να βρεθεί μία λύση, αλλά για τις δύο-τρεις μέρες δεν απαιτείται να ληφθούν έκτακτα μέτρα.
Σε σχέση με το αν ο μηχανισμός της επιδότησης στους λογαριασμούς του ρεύματος έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, σημείωσε: «Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι σε όποια τιμή και αν φτάσουν τα τιμολόγια έχει παρέλθει οριστικώς. Στη φάση αυτή, εμείς αυτό που βλέπουμε είναι ότι: θα έχουμε εποχικές διακυμάνσεις και διακυμάνσεις που στηρίζονται σε τέτοιου είδους φαινόμενα. ‘Αλλοτε θα πηγαίνουμε πολύ κάτω και άλλοτε θα πηγαίνουμε πολύ πάνω στις τιμές. Γι’ αυτό και τα σταθερά τιμολόγια που εξακολουθούν και προσφέρουν οι πάροχοι, είναι σημαντικά κάτω από τις τρέχουσες τιμές. Δηλαδή κάποιος που θέλει να “κλειδώσει” αυτά τα τιμολόγια που είναι στην ουσία στα προ κρίσης επίπεδα, μπορεί να το κάνει σήμερα». Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Υπουργός, η μεσοσταθμική τιμή φέτος εκτιμά ότι δεν θα υπερβεί αυτή του Ιανουαρίου.