Ἐν Ἀγρινίῳ τῇ 28 Μαρτίου

Αγρινιώτικο καλαντάρι Μαρτίου

28 Μαρτίου 1902 

Επιτροπή Αγρινιωτών
στη Βουλή για σιγαροποιία

«Σήμερον την 3ην μ.μ. συνέρχεται εις συνεδρίασιν εν τη βιβλιοθήκη της Βουλής η επιτροπή επί της συμβάσεως της σιγαροποιίας. Κατά την σημερινήν συνεδρίασιν θα παραστή και η εξ Αγρινίου αφιχθείσα επταμελής επιτροπή, ήτις θα αναπτύξη τας γνώμας της και θα υποδείξη το καλόν, όπερ θα προέλθη εκ της επιψηφίσεως της συμβάσεως μετά τας υποβληθείσας τροποποιήσεις αυτής».

Πράγματι εκείνη τη μέρα, στο Αναγνωστήριο του Κοινοβουλίου η επιτροπή[1&2] που είχε καταρτιστεί από τον Πρόεδρο της Βουλής, Θεόδωρο Ρετσίνα, για να γνωμοδοτήσει «περί κυρώσεως της συμβάσεως περί συστάσεως ελληνικής εταιρείας προς ανάπτυξιν της παραγωγής και της εμπορίας των καπνών» (Σύμβαση σιγαροποιίας), δέχθηκε σε ακρόαση μία αντιπροσωπεία καπνοπαραγωγών από το Αγρίνιο, η οποία ανέβηκε στην Αθήνα για να τοποθετηθεί πάνω σε αυτό το σημαντικό για την εξέλιξη της καπνοπαραγωγής και καπνεμπορίας σχέδιο που η Εθνική Τράπεζα σε συνεργασία με την Κυβέρνηση ήθελε να προχωρήσει.

Πριν όμως περάσουμε να δούμε τι ακριβώς υποστήριξαν οι εκπρόσωποι του Αγρινίου, ας δούμε σε τι ακριβώς αφορούσε αυτός ο σχεδιασμός.
Στις αρχές του 1902, το ελληνικό δημόσιο με τη συνεργασία και τη χρηματοδότηση της Τράπεζας Αθηνών[3], επιχειρεί να συγκροτήσει μία εθνική εταιρεία καπνού και σιγαροποιίας στη χώρα. Για το λόγο αυτό, ο υπουργός Οικονομικών εκείνης της εποχής Φωκίωνας Νέγρης και ο διευθυντής της παραπάνω Τράπεζας, υπογράφουν μια σύμβαση συνεργασίας που, συνοπτικά, ονομάστηκε στον τύπο «Σύμβασις σιγαροποιίας». Με αυτήν, η Τράπεζα Αθηνών αναλάμβανε να ιδρύσει μια εταιρεία με στόχο να στηρίξει την παραγωγή καπνού και να αναπτύξει το εμπόριο φύλλων καπνού, με αντάλλαγμα το προνόμιο να ιδρύσει εργοστάσια κοπής καπνού αλλά και σιγαροποιίας, τόσο για την εγχώρια αγορά όσο και για εξαγωγές. Με ανοικτή επιστολή του προς το «Εμπρός» στις 22 Ιανουαρίου του 1902, ο Ι. Πεσμαζόγλου παρουσίασε τους στόχους και τους σκοπούς της Εταιρείας, ενώ δυο μέρες μετά (24/1/1902) στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκε στο σύνολό της, η σύμβαση.

Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ήταν 2.500.000 δρχ. (+ 5.000.000 αργότερα) και είχε εξασφαλισμένη πίστωση 2.000.000 δρχ. από την Τράπεζα Αθηνών, για να δραστηριοποιηθεί σε τρία πεδία: στο καπνεμπόριο, στη σιγαροποιία και στην καπνοπαραγωγή. Ο κυριότερος όμως τομέας δραστηριοποίησης της Εταιρείας θα ήταν η σύσταση εργοστασίων παραγωγής τσιγάρων στην Ελλάδα: «Η Εταιρεία θέλει ιδρύση εν μεγάλω βιομηχανίαν σιγαρέττων κατά το πρότυπον των αιγυπτιακών, εγκαθιστώσα μεγάλα εργοστάσια εν οις συν τω χρόνω θα απασχολώνται χιλιάδας εργατών και εργατριών και εν τοις οποίοις θέλει συγκεντρωθή βαθμηδόν … μέγα μέρος της πλουτοπαραγωγού εργασίας, ην σήμερον εκμεταλλεύονται αποκλειστικώς εν Αιγύπτω … η Εταιρία … οργανούσα τοιαύτην βιομηχανίαν … θέλει διά αυτής παράσχη εργασίαν άφθονον, διαρκή και καλώς πληρωνομένην εις εκατοντάδας οικογενειών, […] της κατασκευής αιγυπτιακών σιγαρέττων αποκλειούσης εντελώς την χρήσιν οιουδήποτε μηχανήματος»[4]

Το γεγονός αυτό και η επικείμενη σύσταση της Εταιρείας ξεσήκωσε θύελλα αντιπαραθέσεων και ανοιχτών συγκρούσεων δυο αντικρουόμενων ομάδων, οι οποίες, ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνονταν τα συμφέροντά τους, τάσσονταν υπέρ ή κατά της ίδρυσής της.

Οι καπνοπαραγωγοί των μεγάλων καπνοπαραγωγικών περιοχών της χώρας (του Αγρινίου, της Λαμίας και του θεσσαλικού κάμπου) τάχθηκαν υπέρ της σύμβασης, αφού θεωρούσαν ότι η συγκεκριμένη σύμβαση αποτελούσε «σανίδα σωτηρίας» και μέσω αυτής θα πετύχαιναν μεγαλύτερη ενίσχυση της παραγωγής τους.

Από την άλλη μεριά, οι καπνέμποροι και οι καπνοπώλες της Αθήνας, του Πειραιά καθώς και άλλων αστικών κέντρων της χώρας εξέφρασαν μέσα από τα συλλογικά τους όργανα, την έντονη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη «Σύμβαση της σιγαροποιίας», αφού θεωρούσαν ότι αυτή θα επιφέρει τον επαγγελματικό τους αφανισμό. Ο φόβος τους αυτός εδράζονταν πάνω στην πεποίθηση ότι η δημιουργία και η λειτουργία ενός μεγάλου ομίλου θα διαφοροποιούσε τους όρους λειτουργίας της αγοράς στο χώρο του καπνού και του τσιγάρου, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να πεταχτούν έξω από αυτόν.
«Λάβετε υπ’ όψει σας ότι 5.000 άτομα αποζώντα εκ της εργασίας αυτής θα ριφθώσιν εις τον δρόμον, ψηφιζομένης της συμβάσεως, διότι εκτός των καπνεμπόρων και των καπνοπωλών καταστρέφονται και οι σιγαροποιοί, αφού κατά το άρθρον 5 της Συμβάσεως επιτρέπεται εις την Εταιρίαν να προμηθευθή μηχανήματα χάριν της τελειοτέρας εκτελέσεως της εργασίας» [5], υποστήριξαν οι αντιπρόσωποι των καπνεμπόρων και των καπνοπωλών, σκεφτόμενοι υποτίθεται και τους σιγαροποιούς που κατασκεύαζαν χειροποίητα τσιγάρα. Μεταξύ αυτών που υποστήριξαν τα παραπάνω με την παρουσία τους σε μια από τις συνεδριάσεις της επιτροπής ήταν και ο Κ. Βάρκας ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα εισήγαγε σιγαροποιητικές μηχανές χωρίς καθόλου να σκεφτεί την ανεργία του κλάδου των παροδοσιακών σιγαροποιών.

Συμπερασματικά να αναφέρουμε ότι ο συγκεκριμένος σχεδιασμός της Τράπεζας Αθηνών για τα καπνά και τη σιγαροποιία ήταν μια πρώτη εκδήλωση των προθέσεων της Τράπεζας να αναμειχθεί ενεργά στην αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, σχέδιο που υλοποιήθηκε λίγο αργότερα και μάλιστα με επιτυχία, με την ίδρυση της «Προνομιούχου Εταιρεία για την Προστασία και τη Διάδοση της Κορινθιακής Σταφίδας», καταφέρνοντας ουσιαστικά να βάλει κάτω από τον έλεγχο της ολόκληρο το κύκλωμα παραγωγής και εμπορίας της σταφίδας.

Να επιστρέψουμε στην αγρινιώτικη αντιπροσωπεία, που όπως αναφέραμε στο ξεκίνημα του άρθρου έφθασε στο Αναγνωστήριο της Βουλής στις 28 Μαρτίου 1902, για να εκθέσει τα συμφέροντα της πόλης του Αγρινίου. Αυτή απαρτιζόταν από τους: Θανάση Γεράκη, Ανδρεόπουλο[6], Κωνσταντίνο(;) Κέντρο, Αναστάσιο(;) Μηλιώνη και Κωνσταντίνο(;) Χατζόπουλο.

Πρώτος πήρε το λόγο ο Ανδρεόπουλος, ο οποίος «χαρακτήρισε την σύμβασιν ως σανίδαν σωτηρίας της καπνοπαραγωγής, έφερεν δε ως παράδειγμα το Αγρίνιον, το οποίον παράγει μεν ετησίως 1.300.000 οκάδας καπνού, αγοράζοντα δε εκ των καπνοπωλών μόνον 250.000 οκάδες. Αι λοιπαί μένουν απώλητοι, ενώ ιδρυομένης της εταιρείας θα καταναλίσκεται και τούτο».

Ο Κατσάνος (Βουλευτής Τριχωνίας), ο οποίος είχε ταχθεί κατά της σύμβασης ζήτησε στη συνέχεια «πληροφορίας περί των εγγυήσεων τας οποίας έχουν ότι πράγματι η Εταιρεία θα αγοράζει το ποσόν τούτο δια την κατασκευήν των σιγαρέττων». Στην ερώτηση του αυτή απάντησε ο Ανδρεόπουλος, οποίος είπε «ότι έχουν πεποίθησιν ότι η σιγαροποιητική εταιρεία θα αγοράζη το ποσόν τούτο διά την κατασκευήν των σιγαρέττων».

Στο σημείο αυτό οι βουλευτές ζήτησαν διάφορες πληροφορίες για τις ζημιές που λένε ότι θα προξενήσει σ’ αυτούς η σύμβαση και αν έχουν να υποβάλουν κάποιες τροποποιήσεις. Η επιτροπή πρότεινε τις παρακάτω τροποποιήσεις:

α) Να μπει πολύ βαρύς δασμός στις ποσότητες καπνού που εισάγονται από την Τουρκία,

β) Να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε εταιρεία και άτομα, που θα παρουσιασθούν μετά από την ίδρυση της εταιρείας, με τα ίδια ή και τα μισά κεφάλαια να απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια, και

γ) Να απαγορευτεί στην εταιρεία να καλλιεργεί καπνά ή να ενοικιάζει για το σκοπό αυτό χωράφια[7].

Ο Γεράκης είπε ότι η εταιρεία δεν θα αγοράζει μόνο τα καπνά, αλλά θα τους δίνει και καλλιεργητικά δάνεια, για να παρέμβει Γρηγοριάδης και να του πει ότι αυτό είναι λάθος, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 5 θα χορηγεί δάνεια μόνο αν ο παραγωγός βάλει ενέχυρο τον παραγόμενο καπνό.

Η αντιπροσωπεία έκλεισε τη συνάντησή της με την επιτροπή, με τις τοποθετήσεις του Μηλιώνη και του Κέντρου, οι οποίοι επιχειρηματολόγησαν και αυτοί υπέρ της σύμβασης.

Τελικά αυτή η σύμβαση δεν υλοποιήθηκε. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη. Ίσως, αν οι διαβουλεύσεις κράτησαν πολύ να μην πρόλαβε ο Ζαΐμης[8] να την περάσει από τη Βουλή και η Κυβέρνηση Δεληγιάννη που προέκυψε από τις εκλογές του Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς να την ακύρωσε. Γεγονός είναι πάντως, ότι, για όσο καιρό βρισκόταν στο προσκήνιο, «άναψε πολλές φωτιές».

 

28 Μαρτίου 1955

Ιπτάμενος δίσκος στο Πυργί

«Μεταδίδεται εξ Αγρινίου ότι αερόστατον από τα χρησιμοποιούμενα διά την μεταφοράν αντικομμουνιστικών προκηρύξεων εις τας χώρας του Παραπετάσματος, προσεγειώθη, παρασυρθέν υπό του ανέμου, παρά το χωρίον Πυργί.

Εις τον τόπον της προσγειώσεως παρευρίσκοντο τρεις γεωργοί, οι οποίοι νομίσαντες ότι το αερόστατον εξέπεμψε σπινθήρας και ήτο ιπτάμενος δίσκος εκ του πλανήτη Άρεως, επυροβόλησαν κατ’ αυτού τραπέντες εν συνεχεία εις φυγήν αφού είδον ότι ουδέν αποτέλεσμα είχον οι πυροβολισμοί των. Ούτοι ειδοποίησαν την Χωροφυλακήν. Δύο χωροφύλακες μεταβάντες επί τόπου και πλησιάσαντες με πολλάς προφυλάξεις το μυστηριώδες αντικείμενον διεπίστωσαν ότι ήτο σάκκος εκ πλαστικής ύλης περιέχον προκηρύξεις. Παρόμοιος σάκκος έπεσε σήμερον και εις την περιοχήν του Αιτωλικού».

 

 

1. Στη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1902, ο Πρόεδρος της Βουλής, ανακοίνωσε στο σώμα τα μέλη της επιτροπής γνωμοδότησης «περί κυρώσεως της συμβάσεως περί συστάσεως ελληνικής εταιρείας προς ανάπτυξιν της παραγωγής και της εμπορίας των καπνών» (Σύμβαση σιγαροποιίας), τα οποία ήταν: Γεώργιος Αναστασόπουλος (Βουλευτής Μεγαρίδος), Θεόδωρος Βελλιανίτης (Βουλευτής Παξών), Ιωάννης Γιαννακίτσας (Βουλευτής Λαρίσης), Ηλίας Ζέγγελης (Βουλευτής Μαντινείας), Κωνσταντίνος Ζώτος (Βουλευτής Ευρυτανίας), Νικόλαος Μπουφίδης (Βουλευτής Λειβαδείας), Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος (Βουλευτής Λακωνίας), Εμμανουήλ Ρέπουλης (Βουλευτής Ερμιονίδος), Ανδρέας Σκαλτσοδήμος (Βουλευτής Τριχωνίας), Δημήτριος Τερτίπης (Βουλευτής Καρδίτσης), Κωνσταντίνος Χατζηπέτρου (Βουλευτής Τρικάλων) και Νικόλαος Χατζίσκος (Βουλευτής Φθιώτιδος). Πρακτικά, της 3ης Συνόδου, της ΙΕ΄ Περιόδου της Βουλής, Συνεδρίαση ΚΖ΄, Σάββατο, 8/3/1902, σελ. 200. | 2. Τέσσερις μέρες μετά, στις 12 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, το Προεδρείο προχώρησε σε αναμόρφωση της επιτροπής ορίζοντας τη νέα σύνθεση της. Αυτή ήταν: Κωνσταντίνος Αγαθοκλής (Βουλευτής Φθιώτιδος), Γεώργιος Αναστασόπουλος (Βουλευτής Μεγαρίδος), Τιμολέων Αδαμόπουλος (Βουλευτής Καρδίτσας), Θεόδωρος Βελλιανίτης (Βουλευτής Παξών), Δημήτριος Βοκοτόπουλος (Βουλευτής Σύρου), Ιωάννης Γιαννακίτσας (Βουλευτής Λαρίσης), Νικόλαος Γουναράκης (Βουλευτής Αττικής), Ιωσήφ Γρηγοριάδης (Βουλευτής Φαρσάλων), Κωνσταντίνος Ζώτος (Βουλευτής Ευρυτανίας), Δημήτρης Κατσάνος (Βουλευτής Τριχωνίας), Δημήτρης Κρίτσας (Βουλευτής Φθιώτιδας), Μιχαήλ Λαμπρινίδης (Βουλευτής Ναυπλίας), Επαμεινώνδας Μαυρομμάτης (Βουλευτής Βονίτης και Ξηρομέρου), Κωνσταντίνος Πλατούτσας (Βουλευτής Άργους), Αντώνιος Ρικάκης (Βουλευτής Αχαΐας), Ευστάθιος Ρακόπουλος (Βουλευτής Αλμυρού), Εμμανουήλ Ρέπουλης (Βουλευτής Ερμιονίδος),Ανδρέας Σκαλτσοδήμος (Βουλευτής Τριχωνίας), Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος (Βουλευτής Αττικής), Ανδρέας Στεφανόπουλος (Βουλευτής Ηλείας), Δημήτριος Τερτίπης (Βουλευτής Καρδίτσης), Μιχαήλ Φωτιάδης (Βουλευτής Δομοκού), Κωνσταντίνος Χατζηπέτρου (Βουλευτής Τρικάλων) και Νικόλαος Χατζίσκος (Βουλευτής Φθιώτιδος). Πρακτικά, της 3ης Συνόδου, της ΙΕ΄ Περιόδου της Βουλής, Συνεδρίαση Λ΄, Τετάρτη, 12/3/1902, σελ. 237. |3. Η Τράπεζα Αθηνών άρχισε τη λειτουργία της στην Αθήνα το 1894 κάτω από τη διεύθυνση του Αντώνη Καλλέργη. Το 1896 απορρόφησε την ιδιωτική τράπεζα του Γιάννη Πεσμαζόγλου στην Αλεξάνδρεια και έτσι απέκτησε το πρώτο υποκατάστημά της στο εξωτερικό. Τον επόμενο χρόνο, ο Πεσμαζόγλου παραμερίζει τον Αντώνη Καλλέργη από τη διοίκηση και αναλαμβάνει γενικός διευθυντής της Τράπεζας Αθηνών ο ίδιος. Η Τράπεζα εξελίχθηκε γοργά σε τράπεζα καταθέσεων και ανέπτυξε δραστηριότητες σε ολόκληρη την ελληνική ομογένεια της νοτιοανατολικής Μεσογείου. | 4. Σκριπ, 22/1/1902 | 5. Εμπρός, 24/3/1902. | 6. Η πηγή δεν αναφέρει τα μικρά τους ονόματα. Τα ερωτηματικά αναδεικνύουν τη συνέχιση της έρευνας για τα μικρά ονόματα των συμμετεχόντων στην επιτροπή. | 7. Οι προτάσεις αυτές ήταν ολόιδιες (ακόμα και στη διατύπωση σχεδόν) με τις τροποποιήσεις που εισηγήθηκε ο Μιχάλης Λαμπρινίδης, στις 21 του ίδιου μήνα, για να τοποθετηθεί υπέρ της σύμβασης, και οι οποίες ήταν οι παρακάτω: α) Κάθε εταιρεία που θα παρουσιασθεί μετά την έγκριση της σύμβασης, να μπορεί ακόμα και με τα μισά κεφάλαια να πάρει το προνόμια, που θα πάρει και αυτή της «εθνικής σιγαροποιίας», β) Να απαγορευτεί στην «εθνική σιγαροποιία» να καλλιεργεί καπνά ή να ενοικιάζει για το σκοπό αυτό χωράφια και γ) Να επιβληθεί 100 δρχ./οκά, εισαγωγικό τέλος στις ποσότητες καπνού που εισάγονται από την Τουρκία.
Φωτογραφία ανάρτησης (από πάνω προς τα κάτω, από αριστερά προς τα δεξιά): Σύνθεση τεσσάρων φωτογραφιών Παλιά Βουλή | Ιωάννης Πεσμαζόγλου (Πηγή: hellenicaworld.com), Διαφήμιση Τράπεζας Αθηνών (Πηγή: Ψηφιοποιούμενη συλλογή ΕΛΙΑ), Φωκίων Νέγρης (Πηγή: Ψηφιοποιούμενη συλλογή ΕΛΙΑ), Ανδρέας Σκαλτσοδήμος (Πηγή: Μεταξούλα Μανικάρου, Χρυσούλα Σπυρέλη, Δήμαρχοι και Δημαρχίες, 1833 – 2007, εκδόσεις: Το δόντι, Δεκέμβριος 20.09)
Έρευνα – Κείμενα: Λ. Τηλιγάδας
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Ημερολόγιο Αγρινίου