Ο Χρήστος Καπράλος γεννήθηκε
στο Μουσταφούλι (σημερινό Παναιτώλιο),
στις 16 Νοεμβρίου του 1909
- του Δημοσθένη Γ. Γεωργοβασίλη
Σε πολύ μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του έμεινε μόνη να μεγαλώσει τέσσερα παιδιά. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, δείχνει το μεγάλο του ταλέντο και η μητέρα του βλέποντάς τον να ξεχωρίζει από τα άλλα της παιδιά, δίνει το δικό της αγώνα για να του εξασφαλίσει τη βασική μόρφωση: «Όλα θα τα πουλήσουμε για να σε κάνουμε μεγάλο άνθρωπο», του έλεγε συχνά. Έτσι, ο μικρός Χρήστος βρέθηκε μαθητής στο Σχολαρχείο του Αγρινίου.
Δεν ήταν όμως τα γράμματα, που τον ενδιέφεραν. Εκείνο που τον γέμιζε ήταν η ζωγραφική του. «Κάπου κοντά στην Αβόρανη μέσα στα λιοστάσια», γράφει ο Βασίλης Δανιάς σε ένα άρθρο στη ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ[1], «ο Χρήστος Καπράλος με τους καθηγητές του και τους συμμαθητές του βρίσκονται εκδρομή μια ανοιξιάτικη ηλιόλουστη ημέρα. Με κάρβουνα, που πάντα γέμιζαν τις τσέπες του, ζωγράφισε ένα τοπίο της Αβόρανης, που δείχνει μερικά σπίτια ανάμεσα στις ελιές», μας λέει ο παλιός ο φίλος του ιατρός Σιαδήμας. Είναι η μεγάλη στιγμή που ο Καπράλος βρίσκει τον πραγματικό εαυτό του και οι συμμαθητές του ανακαλύπτουν το καλλιτέχνη συμμαθητή τους. Ο μακαρίτης καθηγητής της χειροτεχνίας Καρζής συνεπαίρνεται κι αυτός με τη σειρά του από το έργο εκείνο του καλλιτέχνη κι αμέσως τον συνέστησε στον Αγιογράφο Γεωργιάδη[2] για να τον πάρει στο ατελιέ του».
Το ταλέντο του νεαρού αρχίζει να συζητιέται έντονα στην πόλη και ο Ανδρέας Παναγόπουλος, ως Δήμαρχος της πόλης, τον βοηθάει να φθάσει και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εκεί γνωρίζεται με το γλύπτη Φαληρέα και γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου.
Με υποτροφία των Παπαστραταίων φεύγει για το Παρίσι, και σπουδάζει στις ακαδημίες Γκραντ Σωμιέρ και Κολαρόσι, όπου και τελειώνει τις σπουδές του με τη βοήθεια μάλιστα της γυναίκας του Ελευθερίου Βενιζέλου, Έλενας.
Ο πόλεμος του ’40 και η Κατοχή βρίσκουν τον Καπράλο στο Παναιτώλιο να δουλεύει με τα υλικά της γενέθλιας γης σε μια καλύβα που έφτιαξε μόνος του. «“Τρελό” τον λένε οι απλοϊκοί συγχωριανοί του, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις ανησυχίες του», γράφει ο Δανιάς. «Γυρνάει στον Κάμπο, στέκεται στα σταυροδρόμια περιμένοντας τους αγρότες που γυρίζουν από τη δουλειά τους, να τους “συλλάβει” αποκαλυπτικά σε μια εκφραστική στάση. […] Τη μητέρα του, μέχρι το θάνατό της, την χρησιμοποιεί σαν μοντέλο, αποτυπώνοντας όλες τις κινήσεις της πότε με τον χρωστήρα και πότε με πηλό, εκδηλώνοντας έτσι την μεγάλη του αγάπη γι’ αυτή. Απ’ τον καιρό εκείνο οι Μουσταφουλιώτες δεν καταλάβαιναν τον Καπράλο, σήμερα όλοι ξέρουν ότι ο παράξενος εκείνος άνθρωπος έγινε ο μεγαλύτερος Έλληνας γλύπτης κι όλοι περηφανευόμαστε για τη δόξα που έφερε στο χωριό του, στο Αγρίνιο και γενικότερα στην Ελλάδα».
Εκείνη την περίοδο στο Παναιτώλιο εκτός από τα ρεαλιστικά γλυπτά τη μητέρας του, δημιουργεί τη σειρά «Ανάγλυφα» με σκηνές από τον πόλεμο και την Κατοχή.
Το 1951 ανεβαίνει ξανά στην Αθήνα και ανακαλύπτει την Αίγινα φιλοξενούμενος του ζωγράφου Τάκη Καλμούχου. Από το 1952 έως το 1956 δουλεύει στην Αίγινα και φτιάχνει σε μεγάλο μέγεθος, πάνω σε πωρόλιθο, τα «Ανάγλυφα» του 1940-45. Το έργα αυτό με την ολοκλήρωσή του θα αποτελέσει τη σύνθεση «Η μάχη της Πίνδου», μια αρχαγγελική ζωφόρος που θα αγοραστεί το 2001 από τη Βουλή των Ελλήνων για να κοσμήσει το περιστύλιο του Κοινοβουλίου.
Παράλληλα ασχολείται με την κεραμική και εργάζεται με πέτρες της θάλασσας. Το 1957 εκθέτει γλυπτική και ανάγλυφα στην αίθουσα της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς. Το 1962 εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας με μια σειρά χάλκινων έργων που δουλεύει με την τεχνική του «χαμένου κεριού»[3].
Από το 1963 έως το 1973 πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στην Αμερική στις γκαλερί Martha Jackson and Park (1963), στο Cincinnati Art Museum (1967) και στην Albert White Galleries στο Τορόντο. Συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις στη Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ και το 1970 μεταφέρει σε ξύλο τύπους από τα αετώματα της Ολυμπίας. Από το 1973 έως το 1974 εργάζεται για το μνημειακό ξύλινο σύμπλεγμα Σταύρωση. Το 1975 συμμετέχει στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το 1991 δημιουργείται το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου και στις 20 Ιανουαρίου 1993, ο μεγάλος Παναιτωλιώτης γλύπτης, πεθαίνει στην Αθήνα.