Χειμώνας, οι δρόμοι στα ορεινά κλείνουν
και ο ποδαρόδρομος αρχίζει από χαμηλά
και μακριά απ’ τον προγραμματισμένο στόχο
- του Τάκη Ντάσιου
Φεβρουάριος 1987
…Η νύχτα καλά κρατεί και το κρύο κάνει τα μέλη του σώματος να μην γνωρίζουν το ένα το άλλο. Οι πρώτες αχτίνες του ηλίου αργούν να φανούν. Φώτισαν με το φως τους τις μακρινές ψηλές κορφές. Σμίγουμε αχτίνες του ήλιου και βήματά μας στον δρόμο για τα ψηλώματα. Το πόδια περπατούν στον χωμάτινο δρόμο που είναι ξέχιονος και η ανάσα μας ίχνος στην συνάντηση με τον ήλιο. Ολόγυρα μια ησυχία πλανιέται και ακόμα και τα πουλιά να μην τολμούν να ξεμυτίσουν απ’ την φωλιά τους. Είμαστε τρεις και περπατάμε στον δρόμο για τα ψηλά. Ο καιρός είναι αυτός που είναι και γύρο μας σιωπή.
Χειμώνας, οι δρόμοι στα ορεινά κλείνουν και ο ποδαρόδρομος αρχίζει από χαμηλά και μακριά απ’ τον προγραμματισμένο στόχο. Τώρα δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε το υψηλό χωριό, που άλλοτε αποτελούσε την δυνατή πρόσβαση και σημείο εκκίνησης για τα αγαπημένα μας βουνά. Τώρα έχουμε να περπατήσουμε, από χαμηλά, δρόμους, μονοπάτια, να περάσουμε από χωριά, μέχρι να πάρουμε κάποιο ύψος. Τον χειμώνα κουράζεσαι πιο πολύ μέχρι να φτάσεις στο κυρίως βουνό, απ’ την ίδια την ανάβαση.
Πριν φτάσουμε στο πρώτο χωριό, βλέπουμε στο ποτάμι παρ’ όλο που είναι γεμάτο – φουσκωμένο με νερό, να επικρατεί παράξενη ησυχία. Το νερό κυλάει και οι καταρράκτες πιο κει μοιάζουν μαγική εικόνα. Στην στροφή, εκεί δα στο πλάτωμα, το μαντρί, ο γέρος τσοπάνος με το κοπάδι που γρήγορα κολλάει στο μονοπάτι και χάνεται στην βλάστηση, πριν προλάβουμε να ανταλλάξουμε λίγες κουβέντες. Μένουμε πάλι μόνοι, συντροφιά με τον θόρυβο των ποδιών μας, καθώς αυτά σπάζουν τη λεπτή κρούστα του πάγου. Στην στροφή του δρόμου φαίνονται τα πρώτα σπίτια του χωριού, οπτασία ψεύτικη. Το φως του ήλιου φωτίζει τώρα τον πάνω μαχαλά και από τα δένδρα των μπαχτσέδων (περιβολιών) αχνίζουν οι κορμοί. Σταματάμε στην πλατεία του οικισμού, ανοιχτός χώρος, μετά τα στενοσόκακα που διασχίσαμε, ξεφορτωνόμαστε τους σάκους απ’ την πλάτη μας και αφήνουμε τη ματιά μας να γεμίσει από εικόνες ολόγυρα.
Ησυχία παντού. Το νερό «αντικαθιστά» τους κατοίκους. Νερό στα πετρόστητα πλακόστρωτα ρυάκια, ανάμεσα στα σοκάκια του χωριού, για να τρέχει αβίαστα το νερό, κάποιοι σωλήνες που μεταφέρουν νερό με πίεση, κάποιες βρύσες ανοιχτές και το νερό να τσιρίζει, καθώς στριμώχνεται στο μικρό στόμιο μιας βρύσης. Τα σπίτια, πέτρινα παλιά αλλά κλειστά, οι πόρτες σφαλισμένες και η ανθρώπινη απουσία παρούσα. Ξαφνικά μου φάνηκε, ότι είδα καπνό στο βάθος και σκίρτησα από χαρά. Εντάξει, αλλά είναι μακριά, από την άλλη μεριά του μεγάλου ποταμού και εκτός δρομολογίου μας. «Άνθρωποι..» αναφωνούμε «ξωμάχοι που ζουν εκτός οικιστικού ιστού, στη μέση του πουθενά. Ήρωες!». Αναλογίζομαι για λίγο τον άνθρωπο και χάνομαι.. Τα μάτια αρχίζουν τώρα να ψάχνουν για σημάδια ανθρώπινης ύπαρξης γύρω μας. Ρούχα απλωμένα στο χαγιάτι, κάπου κάτι να κουνιέται αλλά να μην είναι σίγουρο, μπορεί να είναι κάποια πολυκαιρισμένα ρούχα – σκουτιά, αφημένα για αυτό τον λόγο ίσως.. Ο Χειμώνας δεν αφήνει περιθώρια. Ο κόσμος αφήνει το ορεινό χωριό και κατεβαίνει χαμηλότερα, αν μπορεί, που είναι πιο ζεστά. «Πέφτει» σε πιο ήπια κλίματα στον κάμπο και εκεί προσπαθεί να βγάλει τον χειμώνα, μέχρι να σκάσει η Άνοιξη, που θα ξαναγυρίσει στο χωριό του.
Τούτη η ανάπαυλα είναι μόνο μια στάση στον μακρύ δρόμο για τα ψηλώματα. Ξαναφορτωνόμαστε τα σακίδιά μας και πιάνουμε το μονοπάτι. Στην έξοδο του χωριού, ανταμώνουμε με τον χωρικό που έρχεται φορτωμένος ξύλα απ’ την αντίθετη μεριά. Χαιρετιόμαστε όλο χαρά. Έστω και αργοπορημένα ένα φόρτωμα ξύλα είναι κάτι πολύτιμο εδώ, όλο το χρόνο. Το λέμε για λίγο. Ευκαιρία ανάσας γι’ αυτόν και για μας, να μάθουμε πόσοι ξεχειμωνιάζουν στο χωριό. Ρωτάμε για το επόμενο χωριό που πηγαίνουμε και μας δείχνει ένα μονοπάτι που οδηγεί εκεί, καλλίτερα απ’ το δρόμο. Τον ευχαριστούμε και του ευχόμαστε καλή δύναμη και καλό χειμώνα και αυτός μας απαντάει «και σε σας, την χρειάζεστε». Πιάνουμε το «καινούργιο» μονοπάτι, που δεν πατιέται τα τελευταία χρόνια, με την άφιξη του δρόμου στο χωριό και διαπιστώνουμε πόσο σοφά είναι χαραγμένο. Μέχρι το επόμενο χωριό συναντάμε στάνη έρημη, αγροτόσπιτο, έργο τέχνης, παλιά πέτρινη βρύση, γεφυράκι, χαρακτηριστικό έλατο σε σημείο αγναντερό και πιο πάνω το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Ένας ολάκερος κόσμος, σημάδια να σε συνοδεύουν και να σου υπενθυμίζουν την ανθρώπινη παρουσία. Να το μονοπάτι, που κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό, που ανηφορίζει ζιγκ – ζαγκ, καλοστρωμένο με πέτρα και προστατευτικό «πεζούλι» χτιστό, σε επικίνδυνα σημεία του, για να μην ξεσαρίσουν τα φορτωμένα ζώα. Στα βράχια χαμηλά στην ρεματιά, στα κοιλώματα των βράχων, τα παλιά χρόνια τα χρησιμοποιούσαν για τα ζώα (μαντριά) και για καταφύγιο για ανθρώπους. Βγαίνουμε στο εικονοστάσι του Άϊ Δημήτρη. Μια στάση κάνουμε για ανάσα ψυχής και για να θαυμάσουμε τη φύση ολόγυρα. Είναι όμως αρκετή για να προλάβει και να τρέξει ο νους μας στα χρόνια τα παλιά και πώς θάταν τα πράγματα εδώ. Η ορεινή Ελλάδα σε γυρίζει πίσω, εκεί στα χρόνια μετά τον εμφύλιο, 1950 – 1970, σαν να θέλει κάτι να σου πει, κι’ ας «τρέχουν» όλοι και όλα αντίθετα. Ορεινά, στην καρδιά της Ρούμελης, κόσμος και κοσμάκης. Ο τόπος έσφυζε από ζωή, ο κόσμος ήθελε να ζήσει, προσπαθούσε… Στο μονοπάτι, να πηγαινο-έρχονται για δουλειές, παντού φωνές, γέλια σφυρίγματα και τα ζωντανά ανάκατα. Το μονοπάτι καμωμένο από ανθρώπων χέρια, προσωπική εργασία και στα σχολεία πλήθος παιδιών, κυψέλη μελισσών. Τώρα έχουν μείνει μόνο τα «σημάδια», μνημεία αναφοράς ανθρωπίνων έργων.. Άλλαξαν πολλά, μέσα σε λίγα χρόνια. Άλλαξαν πολλά! Ο τόπος έχασε τον κόσμο του, τα χωριά στοίχειωσαν και ο Χειμώνας τώρα τονίζει την εγκατάλειψη. Μόνο «εμείς» τούτη τη στιγμή, είμαστε όρθιοι και πηγαίνουμε στα ψηλώματα! Μάλλον κάποιο λάθος είμαστε!…
Οι λάσπες στο μονοπάτι απ’ τα νερά της βροχής και πιο πάνω το χιόνι, πασχίζουν να καλύψουν κάθε «παραφωνία» της φύσης. Δεν ακούμε πουλιά! Έχουν χαθεί κι’ αυτά; Ολόγυρα ηρεμία και μόνο η δική μας πατημασιά, που τσαλαβουτά στις λάσπες και σκοντάφτει στις πέτρες. Το μονοπάτι, με την σιγουριά του, μας οδηγεί στον συνοικισμό. Βιάζουμε τα πόδια μας να προλάβουμε το φως του ήλιου. Περνάμε το πέτρινο μονότοξο γεφυράκι πάνω στο ρέμα, αφήνουμε το πλακόστρωτο μεγάλο αλώνι στο αγνάντι του οικισμού και παίρνουμε την κατηφόρα. «Τούτη τη φορά είμαστε σε καλή ώρα» σκέπτομαι. Εάν υπάρχει ψυχή εδώ, κάτι θα συναντήσουμε. Θες το μάντρωμα των ζωντανών απ’ την γύρα της ημέρας, πάντως στο εικονοστάσι που περνάμε είναι το καντήλι αναμμένο. Είμαστε μια μέρα στο δρόμο και αναζητούμε κιόλας την ανθρώπινη παρουσία.. Από μακριά ακούγονται γαυγίσματα. «Καλό σημάδι» μονολογώ αλλά καμινάδες δεν βλέπουμε να καπνίζουν.
Χωνόμαστε στο συνοικισμό που είναι ο πιο προωθημένος του κάτω οικισμού, αλλά ψηλότερα. Τα σπίτια παλιά αρχοντόσπιτα, σφιχτοδεμένα, σωστή αετοφωλιά. Τα σπίτια έργα τέχνης, χαγιάτια, στενά παράθυρα, καμάρες στις πλακόστρωτες αυλές. Στην πλατεία όλα κλειστά και οι αυλόπορτες αμπαρωμένες των γύρω σπιτιών. Ψηλώνουμε, βγαίνοντας ψηλά απ’ τα σπίτια. Ο ήλιος έδυσε και ο σκύλος συνεχίζει να γαυγίζει στον απέναντι μαχαλά και προλαβαίνω να δω κάποια πρόβατα στριμωγμένα σε αυλή-μαντρί.
Άρα, εκεί υπάρχει ανθρώπινη παρουσία..
Τώρα ο συνοικισμός παίρνει μια όψη «σκυθρωπή», καθώς η κρύα πέτρα υποδέχεται την νύχτα, που δεν θ’ αργεί. Ξεχωρίζουμε ρούχα απλωμένα σε αυλή, αλλά βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπέρασμα, πέφτουμε έξω, αφού κοιτάζοντας καλλίτερα βλέπουμε ότι ήταν του σκιάχτρου, φιγούρα φρουρός των ανθρώπων στο κηπάκι τους.
Ο δρόμος για σήμερα τελειώνει. Εδώ θα στήσουμε το αντίσκηνο για το βράδυ πούρχεται Οι χιονισμένες κορφές μπορούν να περιμένουν, πάνω από το χωριό. Αύριο είναι μια άλλη μέρα. Επειδή είναι νωρίς, αφήνουμε τα σακίδια καταμεσής στην πλατεία και παίρνουμε σβάρνα ξανά τα σοκάκια του συνοικισμού. Τι θησαυρός τούτη η ελληνική γη! Η ορεινή Ελλάδα που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε και χάνεται..
Σκοτείνιασε και τίποτα δε σαλεύει. Είναι κιόλας τούτη η ώρα που όλα τα ζωντανά του Δημιουργού λουφάζουν. Εμείς, σκιές στο φως της ημέρας φαντάσματα της νύχτας, ευτυχώς πούμαστε τρεις κι’ ακούμε τη φωνή μας..
Μάταια ο αγέρας που σηκώνεται με τον ερχομό της νύχτας, ο ήχος του νερού που συνεχίζει μέρα – νύχτα, αλλά γίνεται μονότονος, φοβικός και τα χρώματα της νύχτας που προσπαθούν να δώσουν, πέρα από την μαγεία, την ελαφρότητα στο σκηνικό, δεν τα καταφέρνουν. Ίσως είναι η δική μας διάθεση, μόνοι στο πουθενά.. Στήνουμε το αντίσκηνο χωρίς να μιλάμε, παρ’ όλο που χρειαζόμαστε τις κουβέντες, ίσως γιατί η νύχτα σκεπάζει τα πάντα και το κρύο γίνεται πιο αισθητό. – 15ο C βαθμούς δείχνει το θερμόμετρο.
Έχουμε κατασκηνώσει καταμεσής της πλατείας του συνοικισμού, έχουμε χωθεί στους υπνοσάκους και ρουφάμε με θόρυβο μία σούπα ζεστή, πρώτο πιάτο. Φοράμε τους φακούς κεφαλής και όπως γυροφέρνουμε, το φως τους κάνει παιχνίδια σκιάς στο εσωτερικό του αντισκήνου. Συνεχίζουμε μοιραία να ονειρευόμαστε ή να αναπολούμε την ζωή εδώ χρόνια πίσω. Βλέπουμε κιόλας χορούς και πανηγύρια, με πλήθος κόσμου, γλέντια και πειράγματα των ανθρώπων, εδώ π’ έχουμε κάτσει, μην και στεκόμαστε στη μέση της κομπανίας και γύρο – γύρο στρατοκόποι από ολούθε. Τα παιδιά τρέχουν και ξεφωνίζουν στο προαύλιο του μονοθέσιου σχολείου και επειδή είναι τόσα πολλά βγήκαν και περικυκλώνουν την εκκλησιά. Τα μαγαζάκια είναι τόσα, που όσοι δεν χορεύουν κάθονται στις καρέκλες και οι υπόλοιποι στις παγκάδες και πεζούλες. Η κουβέντα και τα χάχανα πηγαίνουν σύννεφο, οι γυναίκες με τα γιορτινά τους να κουβαλούν τις πίττες στο χέρι και να απαντούν στα πειράγματα των ανθρώπων. Να, σηκώνεται η παρέα του μπάρμπα Νίκου να χορέψει «ο χορός με τη σειρά» και μας τραβάει κι εμάς στο χορό. Πιανόμαστε στην ουρά του κύκλου, μουδιασμένα.. Λέει μια κουβέντα ο αρχηγός της οικογένειας, οι υπόλοιποι μας χαμογελούν και εμείς θεωρούμε μεγάλη μας τιμή την αποδοχή από τους ανθρώπους του τόπου…
Πηγή: Ορεινογραφίες