Μπέρτολτ Μπρεχτ | Ένας θεατρικός μεταρρυθμιστής


.

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ένας θεατρικός μεταρρυθμιστής

Bertolt Brecht: ένας θεατρικός μεταρρυθμιστής
που αντιτάχθηκε στη θεατρική ψευδαίσθηση
και μετέτρεψε το δράμα σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό φόρουμ.


Σαν σήμερα 10 Φεβρουαρίου, το 1898, γεννήθηκε, στο Άουγκσμπουργκ της Γερμανίας, ο σπουδαίος ποιητής, δραματουργός και σκηνοθέτης Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος άσκησε τεράστια επιρροή στο μοντέρνο θέατρο ως δραματουργός, σκηνοθέτης και θεωρητικός, με τον Πίτερ Μπρουκ να τον χαρακτηρίζει στο βιβλίο του «The Empty Space» ως τον «πιο δυναμικό, τον πιο ριζοσπαστικό και με τη μεγαλύτερη επιρροή θεατράνθρωπο του καιρού του».

Η μητέρα του ήταν προτεστάντισσα και ο πατέρας του ρωμαιοκαθολικός διευθυντής εταιρείας χάρτου. Είχε έναν νεότερο αδερφό, τον επιστήμονα Βάλτερ Μπρεχτ (1900-1986). Από μικρή ηλικία ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δείχνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα και παράλληλα έρχεται σε επαφή με το έργο των Μπύχνερ, Βέντεκιντ, Σω και Στρίντμπεργκ.

Εργάζεται ως κριτικός θεάτρου στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Η Λαϊκή Θέληση», γράφει ποιήματα και το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο «Μπάαλ» (1918), το οποίο παίχτηκε το 1923. Το πρώτο του έργο που παρουσιάστηκε στη θεατρική σκηνή ήταν τα «Ταμπούρλα στη Νύχτα», το 1922, ένα κυνικό και ειλικρινές έργο για την επιστροφή ενός στρατιώτη από τον πόλεμο, το οποίο γνώρισε επιτυχία και τιμήθηκε με το βραβείο Kleist. Τα έργα της πρώτης περιόδου είναι επηρεασμένα, εν μέρει από τον εξπρεσιονισμό και χαρακτηρίζονται από μια πολεμική εναντίον των αξιών της αστικής τάξης και από την αισθητική του γκροτέσκου. Επιπλέον, μαρτυρούν μια βαθιά απογοήτευση για τον δυτικό πολιτισμό του οποίου η «κατάρρευση» είχε οδηγήσει στο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917-1921), χωρίς να είναι επιμελής στις ιατρικές σπουδές του, αφού τον κέρδιζε ήδη η λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ φοιτά στην Ιατρική Σχολή του Μονάχου, επιστρατεύεται για λίγο σαν νοσοκόμος. Συγκλονισμένος από τις επιπτώσεις του πολέμου, το 1920, εγκαταλείπει τις σπουδές του και επιδιώκει μια θεατρική καριέρα. Άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το Εγκόλπιο ευσέβειας (Hauspostille). Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συνάντησε και εργάστηκε με τον συνθέτη Χανς Άισλερ (Hanns Eisler) και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε επίσης τη Χελένε Βάιγκελ (Helene Weigel), τη μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.

Εργάζεται ως κριτικός θεάτρου στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Η Λαϊκή Θέληση», γράφει ποιήματα και το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο «Μπάαλ» (1918), το οποίο παίχτηκε το 1923. Τον Ιανουάριο του 1919 η τότε 17χρονη εφηβική του αγάπη Πάουλα Μπάνχολτσερ του ανακοίνωσε πως έμεινε έγκυος, αλλά στην κίνηση του Μπρεχτ να τη ζητήσει σε γάμο ο πατέρας της αποκρίθηκε αρνητικά και την έστειλε μακριά, σε ένα χωριό του Άλγκοϊ. Εκεί στις 31 Ιουλίου έφερε στον κόσμο ένα αγόρι, το οποίο ονόμασε Φρανκ (Frank Banholzer, 1919-1943), ένα όνομα εμπνευσμένο από τον θεατρικό συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864-1918), τον οποίο ο Μπρεχτ είχε ως πρότυπο.

 

Η Πάουλα Μπάνχολτσερ και ο μικρός Φρανκ

 

Το πρώτο του έργο που παρουσιάστηκε στη θεατρική σκηνή ήταν τα «Ταμπούρλα στη Νύχτα», το 1922, ένα κυνικό και ειλικρινές έργο για την επιστροφή ενός στρατιώτη από τον πόλεμο, το οποίο γνώρισε επιτυχία και τιμήθηκε με το βραβείο Kleist. Τα έργα της πρώτης περιόδου είναι επηρεασμένα, εν μέρει από τον εξπρεσιονισμό και χαρακτηρίζονται από μια πολεμική εναντίον των αξιών της αστικής τάξης και από την αισθητική του γκροτέσκου. Επιπλέον, μαρτυρούν μια βαθιά απογοήτευση για τον δυτικό πολιτισμό του οποίου η «κατάρρευση» είχε οδηγήσει στο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Νοέμβριο του 1922 νυμφεύθηκε την τότε σύντροφό του, τραγουδίστρια της όπερας Μαριάννε Τσοφ (Marianne Zoff). Η κόρη τους Χάννε Μαριάννε Μπρεχτ (μετέπειτα ηθοποιός, γνωστή με το επώνυμο του συζύγου της ως Χάννε Χίομπ) γεννήθηκε τέσσερις μήνες αργότερα.

 

 

Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο γερμανικό θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε τον διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 νυμφεύθηκε τη Χελένε Βάιγκελ, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον συγγραφέα Στέφαν Μπρεχτ (1924-2009) και αργότερα μια κόρη, τη θεατρική ηθοποιό Μπάρμπαρα Μπρεχτ-Σαλ (1930-2015), που έγινε και η κύρια κληρονόμος και διαχειρίστρια των δικαιωμάτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Η πρώτη του μεγάλη θεατρική επιτυχία αποτέλεσε «Η Όπερα της Πεντάρας» (1928), μια διασκευή της «Όπερας του Ζητιάνου» του Τζον Γκέυ σε μουσική Κουρτ Βάιλ. Στο διασκευασμένο έργο, το οποίο διανθίστηκε με ηθικοπλαστικά στοιχεία από τη βίβλο, από τον Ρ. Κίπλινγκ και τον Φρανσουά Βιγιόν, διατυπώνεται μια κριτική εκ μέρους των Μπρεχτ και Βαίλ, όσον αφορά το νεότερο μουσικό και δραματικό θέατρο, καθώς προσεγγίζονται και τα δύο είδη μέσα από το έργο. Παράλληλα, το αίσθημα της αποστασιοποίησης ενισχύεται μέσα από τη μουσική, τη σκηνογραφία και την διαδοχή ασύνδετων χρονικά και αιτιολογικά μεταξύ τους εικόνων. Παράλληλα, μέσα από τη σκιαγράφηση του υποκόσμου των προαστίων του Λονδίνου, που διαδραματίζεται το έργο, προσπάθησε να επιφέρει ένα χτύπημα στην υποκρισία της αστικής ηθικής, υπογραμμίζοντας την ομοιότητα των ηθών ανάμεσα σε «επαγγελματίες ζητιάνους», κλέφτες, μαχαιροβγάλτες και την αστική τάξη. Η κοινωνική κριτική εκφράζεται μέσα από τα δεκαέξι απλά στροφικά τραγούδια της παράστασης («songs style»), τα οποία έως σήμερα διαγράφουν τη δική τους αυτόνομη πορεία, σε μουσικές παραστάσεις και συναυλίες από όλο τον κόσμο.

Το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ο Μπέρτολτ Μπρεχτ εγκαταλείπει την Γερμανία. Αρχικά αυτοεξορίζεται στην Ελβετία, τη Δανία και τη Φιλανδία, ενώ αργότερα, το 1941, με την επέλαση του ναζισμού στην Ευρώπη μεταναστεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου διαμένει εκεί έως το 1947, όταν και αναγκάζεται να φύγει υπό την απειλή της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Τα πρώτα χρόνια της εξορίας γράφει τα έργα: «Ο Βίος του Γαλιλαίου» (1938-1939) για τη σχέση μεταξύ εξουσίας και επιστήμης, το αντιναζιστικό έργο «Τρόμος και αθλιότης του Γ΄Ράιχ» (1935-1938) κ.α. Την περίοδο της διαμονής του στις Η.Π.Α. αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, μεγάλη πνευματική και συναισθηματική απομόνωση, αποτυχία και μεγάλη αδιαφορία για την αναγνώριση της καλλιτεχνικής του ιδιοφυΐας. Επιπλέον, βρέθηκε τελείως αποκομμένος από το γερμανικό θέατρο, με τα βιβλία του πίσω στην πατρίδα να καίγονται και τα έργα του να απαγορεύονται. Παρά τις αντιξοότητες, όμως, εκεί έγραψε μερικά από τα σπουδαιότερα θεατρικά του δημιουργήματα και συμμετείχε στη δημιουργία κινηματογραφικών φιλμ για το Χόλλυγουντ.

Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με τη Χελένε Βάιγκελ ίδρυσαν το 1949 το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Το έργο του

Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.

Κορυφαία Έργα

Το κορυφαίο αντιπολεμικό δράμα «Η Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της» (1941), ένα χρονικό για τον τριακονταετή πόλεμο, με την ιστορία μιας μάνας που για ελάχιστα κέρδη μπήκε στην υπηρεσία διάφορων στρατευμάτων, τιμωρούμενη για τον οπορτουνισμό της με την απώλεια όλων των παιδιών της. «Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν» (1938-1940), μια παραβολή για την απουσία αλληλεγγύης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, όπου κυριαρχεί ο εγωισμός και η επιθυμία για κέρδος. «Η Άνοδος του Αρθούρου Ούι» (1941), μια παραβολή για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τοποθετημένη στο προπολεμικό Σικάγο. «Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-1945), το τελευταίο σημαντικό έργο του Μπρεχτ, για τη διεκδίκηση ενός βρέφους από τη μητέρα που το εγκατέλειψε και την υπηρέτρια του που το ανέθρεψε.

 

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στη σκηνή με τους ηθοποιούς παίζοντας το έργο του «Μάνα κουράγιο»

 

Τα τελευταία χρόνια

Το 1949 επιστρέφει στην Ανατολική Γερμανία και μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Χελένε Βάιγκελ ιδρύουν τον θίασο Berliner Ensemble. Η δραματουργική του παραγωγή μειώνεται αισθητά. Τα τελευταία χρόνια ανέβασε, κυρίως, επαναλήψεις δικών του έργων ή διασκευές έργων άλλων. Πρόκειται για έναν θίασο που παρουσίασε τις καινοτόμους και πειραματικές του προτάσεις τόσο σε παραστάσεις στη Γερμανία, όσο και στο εξωτερικό, ενώ μέχρι σήμερα προστατεύει την κληρονομιά του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος πέθανε στις 14 Αυγούστου του 1956.

 

————————————————————————————————————————-

Με πληροφορίες: Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οραματιστής που σημάδεψε το παγκόσμιο θέατρο, από https://www.monopoli.gr/2024/02/10/istories/san-simera/452278/mpertolt-mprext-o-oramatistis-pou-simadepse-to-pagkosmio-theatro/, 10/2/2025 | Μπέρτολτ Μπρεχτ, https://el.wikipedia.org/wiki, 10/2/2025
Πηγές φωτογραφιών: Bundesarchiv, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=5371156, 10/2/2025 | https://www.sansimera.gr/biographies/2846, 10/2/2025 | Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στη σκηνή με τους ηθοποιούς παίζοντας το έργο του «Μάνα κουράγιο», από https://www.rizospastis.gr/story.do?id=6476179, 10/2/2025 | https://www.wgsebald.de/genie/genie.html
——–————————————————
Επιμέλεια Λ.Τ.