«Αριστερά της λύπης», του Κυριακου Κατζουράκη

«Αριστερά της λύπης» ο τίτλος… Ωραία διφορούμενος,
εύστοχα κριτικός, ταιριαστός για ένα ζωγράφο
που  υπηρέτησε την αριστερά με μεστό καλλιτεχνικό όραμα.

 

 

  • της Μαρώ Τριανταφύλλου
    και Κώστα Δαύλια

 

«Δεν βάζω ούτε μία πινελιά, αν εκείνη τη στιγμή
δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει τον κόσμο»
Κ. Κατζουράκης

Μέχρι το τέλος του χρόνου, θα φιλοξενείται στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αλίμου (Λ .Ιωνίας 96) η έκθεση του τόσο πρόωρα χαμένου σπουδαίου ζωγράφου Κυριάκου Κατζουράκη.

Ο Κατζουράκης έφυγε πριν από ένα χρόνο σε μια στιγμή που η δημιουργικότητά του ξεχείλιζε και ενώ σχεδίαζε πολλά για την ζωγραφική, το θέατρο και τον κινηματογράφο, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στα ελληνικά εικαστικά πράγματα. Όσοι τον είχαμε γνωρίσει, όσοι είχαμε τη μεγάλη χαρά να τον γνωρίσουμε από κοντά, τον θυμόμαστε με θαυμασμό και αγάπη. Σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο. Ένα μεγάλο σοφό παιδί, ένας δυναμικός και ακούραστος αγωνιστής, ένας ονειροπόλος επαναστάτης, ένας ερωτευμένος έφηβος, ένας μαγικός ζωγράφος που δεν μας άφηνε να ξεχνάμε ούτε ένα λεπτό πως ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι διαρκώς παρών και η τέχνη του, μένοντας πρωτίστως σπουδαία τέχνη,  να παρεμβαίνει για να αλλάξει συνειδήσεις.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μόραλη, στο έργο του οποίου υπάρχουν συχνά αναφορές στη δική του δουλειά. Το 1969 κέρδισε το βραβείο «Παρθένη» και τρία χρόνια αργότερα έφυγε στο Λονδίνο, όπου έμεινε ως το 1986 σπουδάζοντας χαρακτική και παρακολουθώντας από κοντά τις εξελίξεις των εικαστικών. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο. Αρχικά φιλοτέχνησε σκηνικά («Μέρες του ‘36» του Θ. Αγγελόπουλου, 1971) και κοστούμια («Το προξενιό της Άννας» του Π. Βούλγαρη, 1972), από το 2000 και μετά όμως άρχισε να δημιουργεί δικές του ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους και ντοκιμαντέρ. Κανείς μας δεν θα ξεχάσει τον «Δρόμο για την Δύση» (2003),  από τα πρώτα ντοκιμαντέρ για τους μετανάστες, που τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και το βραβείο Fipresci.  Η τελευταία του κινηματογραφική δουλειά, το μεγάλου μήκους φιλμ USSAC, που δημιούργησε μαζί με την αφοσιωμένη σύντροφό του, την σπουδαία ηθοποιό Κάτια Γέρου, βρήκε μεγάλες δυσκολίες στη διανομή της. Το φουτουριστικό τοπίο, τα σκοτεινά χρώματα, η δυστοπική ιστορία, οι πολιτικές αλήθειες που παρουσίαζε, ενόχλησαν όλους τους πολιτικούς χώρους που είχαν εμπλακεί στις μνημονιακές πολιτικές. Για δυο χρόνια μαζί με την Κάτια γύρισαν μόνοι τους όλη τη χώρα, παρουσιάζοντάς την σε χωριά και πόλεις, μεταφέροντας το πάθος τους και την βαθιά τους πίστη πως ο σπόρος της αλήθειας, ο σπόρος της ελπίδας, ό,τι κι αν γίνει θα καρπίσει, όπως μας δείχνει το τέλος της ταινίας.

Από το 1989 μέχρι το 2003 συνεργάστηκε με τον Γιώργο Λαζάνη στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν ως βασικός σκηνογράφος των παραστάσεων.

Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Νέοι Ρεαλιστές» (1969-1972), μαζί με τον Γιάννη Βαλαβανίδη, τον Χρόνη Μπότσογλου, τον Γιάννη Ψυχοπαίδη και την Κλεοπάτρα Δίγκα -μια ευλογημένη πεντάδα με έργο δυνατό και πλούσιο-  της «Ομάδας Τέχνης» (1990) και της Ένωσης Καλλιτεχνών “Europa 24” (1991-1998). Από το 2005 ήταν τακτικός καθηγητής της ΑΣΚΤ.

Στο εικαστικό έργο του συνδυάζει μια τολμηρή ευαισθησία στην επιλογή των θεμάτων σε συνδυασμό με βαθιά γνώση της ιστορίας της τέχνης. Μιλά για τον πόνο, την αδικία, τον πόλεμο, την παιδική ηλικία, τα όνειρα, την αγάπη και τον έρωτα. Μιλά για την ιστορία και το αποτύπωμά της πάνω στο σώμα και την ψυχή των ανθρώπων. Με χρώματα γήινα, με υπέροχα μπλε του κοβαλτίου, με τις διαβαθμίσεις της ώχρας, τα προκλητικά κόκκινα, με τις ξαφνικές λευκές πινελιές… Μια ζωγραφική ανθρωποκεντρική, με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, που έφτιαχνε κόσμους ολόκληρους και σχεδόν πάντα, άλλοτε κεντρική και  κυρίαρχη, άλλοτε σε μια διακριτική γωνιά της σύνθεσης η φιγούρα της αγαπημένης του Κάτιας.

 

 

Συχνά συνδιαλέγεται ανοιχτά με ζωγράφους που θαυμάζει και με τους οποίους έχει εκλεκτικές συγγένειες. Ξέρει πολύ καλή ιστορία της τέχνης και έτσι οι αναφορές του είναι άλλοτε υπόγειες και παιχνιδιάρικες και [1]άλλοτε με ρωμαλέα σαφήνεια. Στο έργο του θα δούμε να συνομιλεί με τον Τσαρούχη αλλά και τον Κόντογλου -ψάχνοντας τη «ελληνικότητα» όχι με εθνοκεντρικό σκεπτικό -πώς θα μπορούσε αυτός ο ανθρωπιστής αριστερός άλλωστε;- αλλά σαν  συνθήκη του τόπου και της ιστορικής μοίρας. Στις μεγάλες συνθέσεις, που αγαπούσε και δούλεψε από νωρίς αλλά χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο του έργου του,  βλέπουμε τη γόνιμη συνομιλία όχι μόνο με το αισθητικό αλλά κυρίως το φιλοσοφικό στίγμα σπουδαίων καλλιτεχνών και των έργων τους. Ας σταθούμε στην συγκλονιστική «Γκουέρνικα», όπου το έργο του Πικάσο γίνεται ο καμβάς μιας δικής ταυ σύνθεσης, τα σύμβολα του μεγάλου Ισπανού ανανοηματοδοτούνται  από τους καημούς του σύγχρονου κόσμου και της Ελλάδας της κρίσης . Λέει ο ίδιος: «Σήμερα λοιπόν, που αναβιώνουν οι εθνικισμοί, πρέπει να ξαναδούμε, να ξαναανακαλύψουμε το δικό μας στίγμα, αυτό που μας διαφοροποιεί πολιτισμικά και ταυτόχρονα μας ενώνει με τις άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς. Για παράδειγμα, ο Πικάσο με την Γκουέρνικα διατυπώνοντας την διαμαρτυρία του για τον φασισμό δίνει ένα έργο που εμπεριέχει την ισπανικότητα και μαζί μια διεθνικότητα. Και το ενδιαφέρον είναι ότι το κατορθώνει αυτό με την τόλμη, το θάρρος και το θράσος της παιδικής ματιάς που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. […]».

Ο θεατής των έργων του δεν μπορεί να τα ξεχάσει, τον υποχρεώνουν να συμμετάσχει σε μια τελετουργία και να παραμείνει για πάντα μύστης. Όπως δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει τη γενναία στάση του με την παραίτησή του από το ΔΣ του Μουσείου Ακρόπολης, όταν από νωρίς κατάλαβε το είδος των παρεμβάσεων που επιχειρούνται στην Ακρόπολη, την εμπορευματοποίηση της ιστορικής μνήμης.

«Είμαι μέλος του Δ.Σ. του Μουσείου της Ακρόπολης και μιλάω για τα έργα που ξεκίνησε το ΥΠΠΟΑ πάνω στο βράχο, όχι ως ειδικός αλλά ως πολίτης με μακρά θητεία στο χώρο του πολιτισμού. Προσπαθώ να περιγράψω τη θλίψη μου για την κακομεταχείριση της κοινής μνήμης μας και την απαξίωση κάποιων βασικών αρχών που κάποτε ούτε καν χρειαζόντουσαν λόγια για να κοινοποιηθούν, ήταν κοινωνικά αυτονόητα. Όπως η αίσθηση της ιστορίας και των παθών του λαού που ζωντάνευαν πάνω στον κακοτράχαλο βράχο – στα μάτια μου ιερός ως φορέας μνήμης και φορέας πολιτισμού – που η προσοχή μας στο δύσκολο βάδισμα πάνω στις πέτρες του, μας οδηγούσε στην κυριολεξία να σκύβουμε με προσοχή, να γινόμαστε ένα με τη δυσκολία του. Κι αυτό μας αναβάθμιζε σε κατ’ ουσία ερευνητές της ιστορίας των 2500 χρόνων του, γιατί δεν είναι μόνον οι ναοί του, οι Καρυάτιδες, τα αγάλματα, το θαύμα της «μη γεωμετρίας» του Παρθενώνα με τις οπτικές διορθώσεις. Είναι και η αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής, η σημαία του Σάντα και του Γλέζου, το τζαμί, ο βίαιος εκχριστιανισμός του, η ασεβής στάση των Άγγλων που το χρησιμοποίησαν σαν οχυρό, ο βομβαρδισμός του Μοροζίνι, οι μύθοι και η μυθοπλασία του, ο ενεργητικός ρεμβασμός των ερωτευμένων, η ληστεία του Ελγίνου, η ηρεμία που αποπνέει όταν σταθείς και κοιτάξεις τη θάλασσα χωρίς βιασύνη, χωρίς να σε εγκαλεί το καθήκον».

 

 

Σ’ αυτήν την επιστολή βρίσκεται όλος ο Κατζουράκης και αυτή η επιστολή είναι όχι μόνο μνημείο γενναιότητας και παρρησίας, ορθής κρίσης και περήφανης στάσης ζωής, αλλά και ένα μοναδικό εργαλείο κατανόησης του ανθρώπου και του έργου του.

Η έκθεση στον Άλιμο –και πιστώνεται ως μεγάλη προσφορά  του δήμου στην τέχνη η πραγματοποίησή της– οργανώθηκε με αγάπη από ανθρώπους που γνώριζαν καλά τον Κατζουράκη και το έργο του: ο κριτικός τέχνης και καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Αθηνών, Μάνος Στεφανίδης, ο συλλέκτης των έργων του Γιώργος Αγγελόπουλος και φυσικά η Μούσα του, η σπουδαία ηθοποιός Κάτια Γέρου.

Για όσους ζουν μακριά από την Αθήνα ή δεν θα προλάβουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου να περάσουν από τον Άλιμο, υπάρχει πάντα η δυνατότητα να θαυμάσουν τη δουλειά του Κατζουράκη στο καλά ενημερωμένο σάιτ simatakapnou.art,  όπου υπάρχουν πολλά έργα του, κατά χρονικές περιόδους και σχολιασμένα αλλά και θεατρικές και κινηματογραφικές δημιουργίες, δικές του και της Κάτιας Γέρου.

 

[1] Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη, Αυγή, 13.5.2019
Πηγή

AgrinioStories