Αντιόχεια – Μαριούπολη:
Δύο πόλεις φαντάσματα
(Έργα της Φύση-Σεισμός και Έργα Ανθρώπου-Πόλεμος).
«Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι Θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται.»
Ο Κ. Καβάφης σε ανύποπτους και ομαλούς χρόνους αφορμώμενος από την γνωστή ρήση του Φιλόστρατου “Θεοί γαρ μελλόντων, Άνθρωποι δε γινομένων, Σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται” προβαίνει σε διαπιστώσεις σχετικά με την ικανότητα του ανθρώπου να προβλέψει ή και να αποτρέψει τα μελλούμενα κακά.
Ο παροιμιώδης μέσος “ανθρωπάκος” αδυνατεί να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει ορθολογικά όσα υπόγεια τεκταίνονται και αφήνεται στην μοίρα του. Αρκείται μόνον σε μία επιφανειακή προσέγγιση των “γινομένων”, αφού έτσι κι αλλιώς το μέλλον βρίσκεται έξω από το πεδίο πρόγνωσης και γνώσης ή το χειρότερο γι αυτόν άλλες υπέρτερες δυνάμεις(Θεός, μοίρα, τύχη, πεπρωμένο, κισμέτ,εξουσία…) το διαμορφώνουν.
Οι Σοφοί, βέβαια, μπορούν να αντιληφθούν νωρίτερα από τους άλλους ανθρώπους όσα αχνοφαίνονται στον ορίζοντα του μέλλοντος, αλλά αδυνατούν κι αυτοί να τα αποτρέψουν. Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που τον λόγο και τις προειδοποιήσεις των σοφών-επαϊόντων ο απλός λαός τις απορρίπτει ή επί το επιεικέστερον αδιαφορεί.
Η δυνατότητα των Θεών να προβλέπουν τα μελλούμενα προκαλεί αντιτιθέμενα συναισθήματα στους ανθρώπους και ιδιαίτερα σε εκείνους που πάσχουνκαι υποφέρουν. Άλλοι αποδίδουν κάθε τι κακό στην θεϊκή οργή και το μεταφράζουν ως τιμωρία. Άλλοι πάλι, όταν από τύχη σωθούν από βέβαιο θάνατο ή ξεπεράσουν το πρόβλημά τους το αποδίδουν στην θεϊκή παρέμβαση και μεγαλοθυμία. Στην περίπτωση αυτή κυριαρχεί το ”Ο Θεός είναι Μεγάλος”.
Επειδή Θεοί δεν είμαστε, οι Σοφοί λιγόστεψαν ή δεν εισακούονται και το μέλλον είναι αβέβαιο και μάς τρομάζει ή το υποπτευόμαστε από τα παθήματα του παρόντος, είναι ανάγκηως άνθρωποι θνητοί, φθαρτοί και επιρρεπείς στον ανορθολογισμό να βρούμε εκείνους του κώδικες για να προβλέπουμε τα απροσδόκητα ή τουλάχιστον να διαχειριζόμαστε με φρόνηση και υπομονή τα παρόντα κακά-δυστυχίες ή καταστροφές.
Τα έργα των Σεισμών
Αφορμή για όλες τις παραπάνω σκέψεις στάθηκαν οι εικόνες από τα συντρίμμια του σεισμού στην Τουρκία και Συρία σε συνδυασμό με τις υπεράνθρωπες όσο και συγκινητικές προσπάθειες των διασωστών για την ανεύρεση και διάσωση τυχόν ζωντανών ανθρώπων.
Οι υλικές καταστροφές, οι χιλιάδες θάνατοι, ο ανείπωτος πόνος των διασωθέντων και η απελπισία των άστεγων και βασανισμένων συνθέτουν το σκηνικό μίας βιβλικής καταστροφής, όπως διακήρυξε ο κ.Ερντογάν: “Τέτοια πράγματα συνέβαιναν πάντα. Είναι μέρος του σχεδίου του πεπρωμένου”.
Στην ίδια λογική αιτιολόγησης των φυσικών καταστροφών-σεισμού κινήθηκε ο μηχανικός που συνελήφθη για τις κακοτεχνίες των πολυκατοικιών της Τουρκίας που κατέρρευσαν: “Εγώ δεν φταίω σε τίποτα. Ήταν το Κισμέτ τους!”.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ερντογάν και τον τούρκο μηχανικό για όλα φταίει το Κισμέτ. Αθώος, έτσι, και ο τούρκος ηγέτης και οι μηχανικοί της διαφθοράς. Αυτή είναι η εύκολη αιτιολογία ή δικαιολογία των υπευθύνων για τις φυσικές καταστροφές,όπως και η επίκληση της θεϊκής μεγαλοθυμίας και βοήθειας, όταν κάποιοι ανέλπιστα διασώζονται από βέβαιη καταστροφή ή θάνατο. Κανείς, βέβαια, δεν γνωρίζει, αν ο Αλλάχ, κατά το “Ο Αλλάχ είναι μεγάλος”, θα σώσει εκλογικά και τον κ.Ερντογάν.
Αν, όμως, μπορούμε να βρούμε κάποιες δικαιολογίες για όλα τα παραπάνω έργα της Φύσης και τις ερμηνείες των Πολιτικών, των Υποτελών τους(μηχανικός),όπως και του απλού πάσχοντα και πονεμένου ανθρώπου(Ο θεός είναι μεγάλος),τι μπορούμε να πούμε βλέποντας σε παράλληλα οθόνη τις καταστροφές από την ισοπεδωμένη Μαριούπολη;
Η Μαριούπολη
Κι αυτό γιατί η ισοπέδωση της Μαριούπολης δεν είναι προϊόν του Κισμέτ,ούτε αποτέλεσμα της οργής κάποιου Θεού, αλλά είναι έργο ανθρώπων ή ενός ανθρώπου για να αποδώσουμε σωστά τις ευθύνες(Ενός ανδρός αρχή). Αν η θέαση των καταστροφών που προκάλεσε ο σεισμός στην Τουρκία-Συρία βοηθά στην έκφραση “Γιατί όλα αυτά Θεέ μου…”, τότε ποιο παράπονο ή οργή μπορεί να αποτυπωθεί βλέποντας την καταστροφή της Μαριούπολης;
“Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει”
(Πολλά είναι τα φοβερά, μα τίποτα δεν υπάρχει πιο φοβερό από τον άνθρωπο).
Η παραπάνω θέση του Χορού στην “Αντιγόνη”του Σοφοκλή επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Την επικαλούνται και όσοι θέλουν να αναδείξουν την δύναμη του ανθρώπου και να πλέξουν το δοξαστικό του. Την επικαλούνται, όμως, και όσοι θέλουν να καταδείξουν την κακότητα και τον παραλογισμό του. Όσοι θέλουν,επίσης, να καταγγείλουν τα παράλογα έργου του ανθρώπου που προκαλούν θυμό, φόβο, οργή και φρίκη.
Το “Ουδέν δεινότερον” του Χορού μάλλον την αγριότητα και τον παραλογισμό του ανθρώπου περιγράφει, όταν βλέπεις μία πόλη κατεστραμμένη, χωρίς αποχρώντα λόγο. Σε αυτήν την θέα της ισοπεδωμένης πόλης ένα ηχηρό«Γιατί» ακούγεται, που άλλοτε εμπεριέχει παράπονο, άλλοτε απορία, άλλοτε οργή κι άλλοτε καταγγελία.
Πώς μπορείς να αιτιολογήσεις την πολεμική μανία των ανθρώπων και την αυταρχικότητα ενός ανθρώπου που δεν διδάχτηκε τίποτα από την ιστορία; Σε τι μπορεί να φταίει η Μαριούπολη για την καταστροφή της; Ποιες αμαρτίες της πληρώνει; Υπάρχει ατομική ή συλλογική ευθύνη;Toδικαστήριο του μέλλοντος ποιον θα καταδικάσει για τα εγκλήματα πολέμου στην πονεμένη πόλη; Ποιος θα απολογηθεί για τον βαθύ πόνο και την δυστυχία των κατοίκων της;
Η Ύβρις και η Τίσις
Τα “ Έργα της Φύσης”, αν δεν μπορούμε να τα προβλέψουμε ή να τα αποτρέψουμε, προσπαθούμε με υπομονή και καρτερικότητα να τα απαλύνουμε, γιατί η ζωή αυτό επιτάσσει. Τον θυμό της Φύσης (σεισμοί, καιρικά φαινόμενα… ) οι άνθρωποι, αιώνες τώρα πασχίζουν να τον μειώσουν, οχυρώνοντας τις πόλεις του. Άλλοτε το πετυχαίνει κι άλλοτε όχι.
Ο άνθρωπος διαχρονικά συμβιβάστηκε με τους νόμους της Φύσης και τα αποδίδει όλα στην κακή του Τύχη, στο Πεπρωμένο του και στο Κισμέτ. Η αρχαιοελληνική Ειμαρμένη συνθέτει όλα τα παραπάνω και απορροφά τόσο την οργή όσο και τον πόνο των ανθρώπων.
Τα “Έργα των ανθρώπων”, όμως, και ιδιαίτερα εκείνα που αναιτιολόγητα προκαλούν πόνο, δυστυχία και οργή ο διαχρονικός άνθρωπος τα καταγγέλλει και δικάζει του ενόχους. Σε αυτά τα έργα (πόλεμος, γενοκτονίες, μετανάστες, πρόσφυγες….) ο άνθρωπος δεν βλέπει το σκληρό πρόσωπο της Τύχης και του Πεπρωμένου του, αλλά τον ανθρώπινο παραλογισμό, την ματαιοδοξία του και την Ύβρη με την αρχαιοελληνική της έννοια και περιεχόμενο.
Γι αυτό έπλασε μύθους και ιστορίες για την σκληρή τιμωρία όλων εκείνων που έφθασαν στην Ύβρη και τιμωρήθηκαν σκληρά. Η Νέμεση απέδωσε δικαιοσύνηκαι η Τίσις ήταν σκληρή για τον αδικοπραγούντα.
Ωστόσο εκείνο που ακόμη ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει είναι γιατί ο άνθρωπος ως είδος ρέπει προς την βία, ατομική ή κρατική (πόλεμος).Το πιο ανησυχητικό, όμως, δεν είναι η αδυναμία ερμηνείας της ανθρώπινης βιαιότητας, αλλά η αδυναμία ή απροθυμία να διδαχτεί από τα βίαια έργα του.
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον του ανθρώπου βλέποντας την ισοπεδωμένη Μαριούπολη και τον συνεχιζόμενο Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο; Θα μπορέσουμε ως ανθρώπινο είδος και πολιτισμός να παράγουμε έργα ειρηνικά και να προστατεύουμε την ανθρώπινη ζωή ως το απόλυτο αγαθό: Θα κατορθώσουμε να σβήσουμε από το λεξιλόγιό μας και την σκέψη μας την λέξη Πό λ ε μ ο ς;
O άνθρωπος ικανός για το κακό και το καλό
Τα λόγια του γενικού Γραμματέα του ανενεργού ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες επ’ ευκαιρία της πρώτης επετείου του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου, συνιστούν μία παρήγορη προτροπή και υπενθύμιση ταυτόχρονα για όλους μας: “ Έχει έρθει η ώρα να απομακρυνθούμε από το χείλος του γκρεμού…Αυτή εισβολή αποτελεί προσβολή για την συλλογική μας συνείδηση”.
Τους επιζώντες και τα θύματα του σεισμού μπορούμε και οφείλουμε να τους βοηθήσουμε και να ευχηθούμε η Μητέρα Γη να μην σκορπίσει με τον θυμό της άλλο θάνατο και τέτοιες καταστροφές.
Τα θύματα, όμως, του πολέμου και της ισοπεδωμένης Μαριούπολης ποιος λόγος και ποια υπόσχεση θα τα παρηγορήσει και θα τα βεβαιώσει πως είναι τα τελευταία της ανθρώπινης παράνοιας; Ποιος θα τους βεβαιώσει πως τα λόγια του Χορού της Αντιγόνης αποτελούν ένα δοξαστικό της δύναμης και της αξίας του ανθρώπου που προκαλούν τον θαυμασμό μας;
Εμείς, όμως, ας έχουμε κατά νουν και την παράλληλη θέση του Σοφοκλή, που φαίνεται να δικαιώνεται ιστορικά πως ο άνθρωπος: «Τοτέ μεν κακόν, άλλοτε επ’ εσθλόν έρπει».