Ανδρέας Εμπειρίκος | «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια…»


...

Ανδρέας Εμπειρίκος

| «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια» |

Αμφισβητήθηκε ως ποιητής, ως υπερρεαλιστής, ως ψυχαναλυτής·
για όλα αυτά για τα οποία εξακολουθεί ως σήμερα να βρίσκεται στο προσκήνιο


«Στον πέμπτο όροφο ενός σπιτιού, κάποιος κάθεται και γράφει με ένα μολύβι: η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου. Σε αυτόν τον δρόμο προχωρώ, όπως πορεύεται με ούριο άνεμο, ή σε άλλες στιγμές, επάνω στον καιρό, κάποιος που άλλοτε βιάζεται κι άλλοτε περπατά χωρίς να σπεύδει. Ο δρόμος συνεχίζεται. Η μέρα είναι όμορφη· μια μέρα του Μαρτίου, το 1940. Είμαι τριάντα εννέα ετών. Με λένε Ανδρέα Εμπειρίκο».

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος συνδέθηκε με την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα χάρη σε δύο τομές: Υπήρξε ο πρώτος που εφάρμοσε στην Ελλάδα, το 1935, μια νέα και τολμηρή τότε θεραπευτική μέθοδο: την ψυχανάλυση. Την ίδια χρονιά, εισήγαγε επίσης ένα ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό ρεύμα, τον υπερρεαλισμό. Και οι δύο αυτές επιλογές προκάλεσαν σκάνδαλο στους κύκλους της πνευματικής Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Ο ίδιος αμφισβητήθηκε έντονα και χρειάστηκε να περάσει χρόνος και να ωριμάσουν οι συνθήκες, ώστε να αναγνωριστεί και να καταλάβει τη θέση που του αρμόζει – όχι μόνο στα ελληνικά γράμματα αλλά και στην παγκόσμια λογοτεχνία – ως ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στον ελληνικό πνευματικό κόσμο.

Τι ήταν τελικά ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Ήταν ένας «λόγιος», όπως τον είδε ο Γιώργος Σεφέρης, ή ένας «Επαναστάτης με το ε κεφαλαίο», όπως τον αποκάλεσε ο Οδυσσέας Ελύτης; Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν μόνο αυτό που όλοι γνωρίζουμε· ήταν κάτι παραπάνω, κάτι που κρατά αναμμένη τη σπίθα της αγάπης.

Ήταν και ο φωτογράφος, που σήμερα αποκαλύπτεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας· ήταν και ένας τρυφερός παραμυθάς για τον γιο του, Λεωνίδα. Πάνω απ’ όλα, ήταν ένας δραστήριος και δημιουργικός νους, ένας πολίτης που συμμετείχε στην ιστορική πορεία του τόπου του και άφησε το προσωπικό του αποτύπωμα. Στην Υψικάμινο διακηρύσσει: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια… Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη».

 

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στη Μπραΐλα της Ρουμανίας. Οι γονείς του απέκτησαν ακόμη τρία αγόρια: τον Μαρή, τον Δημοσθένη – που πέθανε νέος – και τον Κίμωνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος, ήταν εφοπλιστής, απόγονος παλαιάς ναυτικής οικογένειας από την Άνδρο. Μαζί με τα αδέλφια του, Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1935–1939), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd., καθώς και άλλων ναυτιλιακών επιχειρήσεων.

Το 1902, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και το 1908 μετακόμισε στην Αθήνα. Ο Ανδρέας φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή (1912–1917) και κατόπιν υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στη Λωζάνη, όπου ζούσε η μητέρα του μετά τον χωρισμό της. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει ότι η συναισθηματική του εκτόνωση μέσα από την ποίηση ξεκίνησε τόσο πρόωρα, ώστε στα είκοσί του χρόνια είχε ήδη γράψει πλήθος ποιημάτων, επηρεασμένος από εκείνους που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο – κυρίως τον Κωστή Παλαμά.

Την περίοδο 1921–1925 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. στο Λονδίνο και ταυτόχρονα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926, ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του και μετέβη στο Παρίσι, όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Εκεί, δίπλα στον Ρενέ Λαφόργκ – ιδρυτικό μέλος και πρώτο πρόεδρο της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων – έκανε προσωπική και διδακτική ανάλυση. Συνδέθηκε με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ των οποίων και ο Φρουά Γουίτμαν, ο οποίος, ενδιαφερόμενος για τη μοντέρνα ποίηση, τον έφερε γύρω στο 1929 σε επαφή με την υπερρεαλιστική ομάδα.

Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για λίγο στα ναυπηγεία του πατέρα του, προτού παραιτηθεί, αποφασισμένος να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου 1935 έδωσε τη θρυλική διάλεξη «Περί σουρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών, με την οποία ουσιαστικά εισήγαγε τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Για τον αντίκτυπό της, ο Ελύτης σημείωνε πως εκφωνήθηκε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν».

Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Υψικάμινος, η οποία περιλάμβανε 63 πεζόμορφα ποιήματα, και τυπώθηκε στις εκδόσεις «Κασταλία». Την ίδια εποχή γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφθηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935 άρχισε να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση, αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ως «διδάσκων ψυχαναλυτής», ενώ ταυτόχρονα αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και τη διάδοση του υπερρεαλισμού. Τον Μάρτιο του 1936 διοργάνωσε στο σπίτι του την «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων», με πίνακες των Μαξ Ερνστ, Όσκαρ Ντομίνγκεζ και άλλων, σπάνια βιβλία, μανιφέστα του κινήματος και φωτογραφικό υλικό.

  • Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α’, ενώ ποιήματα από τη συλλογή Ενδοχώρα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Έως το 1939 συνέχισε να ταξιδεύει συχνά στη Γαλλία, διατηρώντας ζωντανή την επαφή του με τον γαλλικό υπερρεαλιστικό κύκλο.
  • Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, με την οποία χώρισε το 1944. Κατά την Κατοχή, οργάνωνε στο σπίτι του λογοτεχνικές συγκεντρώσεις, με ανάγνωση έργων δικών του, φίλων του και νέων συγγραφέων. Αυτές οι συναντήσεις, που ξεκίνησαν με στενούς φίλους, σύντομα διευρύνθηκαν και συμμετείχαν λογοτέχνες όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι.
  • Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, ανακρίθηκε και μεταφέρθηκε με φάλαγγα ομήρων στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα κατόρθωσε να διαφύγει και να επιστρέψει στην Αθήνα.
  • Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός, ενώ ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο, ενώ εκδόθηκε και η Ενδοχώρα από τις ίδιες εκδόσεις.
  • Το 1947 παντρεύτηκε τη Βιβίκα Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα μαζί με τον Γιώργο Ζαβιτζιάνο και τον Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας του στη Γενεύη.
  • Το 1962 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος από τον Σύνδεσμο «Ε.Σ.Σ.Δ.–Ελλάς», μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά. Κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο και έγραψε το ποίημα Ες Ες Ες Ερ Ρωσσία.
  • Το 1963 εκφώνησε ομιλία για τον Νίκο Εγγονόπουλο, με αφορμή την ατομική του έκθεση, ενώ το 1964 ολοκλήρωσε το επικό ποίημα Η Άσπρη Φάλαινα (παραλλαγές στο μέγα θέμα του Moby Dick), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συντέλεια το 1991. Το 1967 ξεκίνησε τη συγγραφή του [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλη, που έμελλε να παραμείνει ημιτελές.
  • Στις 26 Ιανουαρίου 1971 έδωσε διάλεξη στο Κολέγιο Αθηνών για τη μοντέρνα ποίηση και το 1973 μίλησε για το έργο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ίδιο έτος πέθανε η μητέρα του.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στις 3 Αυγούστου 1975 στην Κηφισιά, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα.

Σε πρώτο πρόσωπο

«Από το 1921 έως το 1925 διέμενα εις την Αγγλίαν όπου εργαζόμουν εις τας οικογενειακάς επιχειρήσεις. Το 1925 επήγα εις την Γαλλίαν. Ενδιαφερόμουν εξαιρετικά για την ψυχανάλυση και την εποχή εκείνη είχα αποφασίσει να γίνω ψυχαναλυτής. Ανελύθην τρία χρόνια εις τον Ρενέ Λαφόργκ και συνδέθηκα με πολλούς γάλλους ψυχαναλυτάς. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Φρουά Γουϊτμάν, ο οποίος ενδιαφέρετο πολύ και για την μοντέρνα ποίηση. Μου είπε ότι ξέρει τον Μπρετόν, εγώ εψόφαγα να τον γνωρίσω. Πήγαμε την μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουνα όπως θα αισθάνετο ένας αρχαίος έλλην αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Όχι αμέσως, αλλά όταν επέστρεψα από ένα ταξίδι που έκανα τότε, οι συναντήσεις μας έγιναν τακτικές. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα πέραν του ορίζοντος, με την καθολικότητα του σύμπαντος. Επραγματοποιείτο ανυπαρξία των οριζόντων σαν φράγμα, που δημιουργεί η κυκλικότητα της γης και, σαν να μετείχαμε όλων αυτών εις βάθος, ύψος και πλάτος. Καθημερινώς, εις την Πλας Μπλανς. Ο Τανγκύ, ο Περέ, ο Ελυάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς, συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνικήν ψευτιά και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φρόυντ.»[2]

«Πρέπει να σας είπω ότι η φροϋδιανή θεωρία εβοήθησε πολύ την εκδήλωση του σουρρεαλισμού. Ημπορεί μάλιστα να είπη κανείς ότι είναι εφαρμογή της εις την τέχνην. […] ημείς δεν θέλομεν τίποτε να εκφράσωμεν. Αφήνομεν την λέξιν ν’ αναβλύση μόνη της, να τοποθετηθή μόνη της ως μία αυθύπαρκτος οντότης, χωρίς να την πειθαρχούμεν εμείς. Ο κανών μάλιστα του σουρρεαλιστικού γραψίματος μας επιβάλλει να θέσωμεν τελεία και παύλαν εις την φράσιν αν αισθανθώμεν ότι αρχίζομεν να την επηρεάζωμεν λογικώς. […] Η προσπάθειά μας έχει την ακρότητα της πρώτης αντιδράσεως. Την ακρότητα και τον φανατισμόν της πρώτης επαναστατικής περιόδου.  Αι άλλαι μορφαί τέχνης έχουν μακροτάτην ζωήν. Ο σουρρεαλισμός έχει ελαχίστην. Μετά έτη δεν γνωρίζω τι θα έχη παραγάγει. Τώρα ψάχνει, αναζητεί. Και διά να είναι συνεπής προς εαυτόν, προσεχώρησε και εις πολιτικήν επαναστατικήν θεωρίαν, τον ιστορικόν ματεριαλισμόν, τον  διαλεκτικόν υλισμόν. […] Υπάρχει βεβαίως το αναρχικόν στοιχείον εις την θεωρίαν μας χωρίς όμως ν’ ανήκωμεν εις τον ρωσσικόν αναρχισμόν του Μιχαήλ Μπακούνιν, ούτε εις τον τύπον του ισπανικού αναρχισμού, ούτε του ιταλικού. Κατ’ αρχήν προσεχωρήσαμεν εις το κομμουνιστικόν κόμμα, αλλ’ απεχωρήσαμεν.»[3]

« Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα. Τα ’μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Κι έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του. Μάλιστα. Τα ποιήματά μου τα πρώτα, τα προϋπερρεαλιστικά, τα οποία απεκήρυξα (ήσαν λίγα άλλωστε) ήσαν στη δημοτική […]. Εννοείται έλεγα εγώ «Φχαριστώ-Φκαριστώ», να καταργήσουμε το υ, έγραφα άβριο με β, όταν λοιπόν έφθασα με το καλό στον υπερρεαλισμό, και εφήρμοσα την μέθοδο της αυτομάτου γραφής, τι νομίζετε ότι συνέβη; Εγώ δεν ήξερα δημοτική, εννοώ «με τα γράμματα» όπως λέμε, ήξερα δημοτική επειδή ήτο η λαλιά του τόπου μου και την άκουγα αλλά η παιδεία μου έγινε εξ ολοκλήρου στην καθαρεύουσα και έτσι ήρθαν στην επιφάνεια αυτά που είχα αφομοιώσει. Φυσικότατα. Αλίμονο αν εγώ στεκόμουν να διορθώσω επί το δημοτικότερον μία φράση. Καταστροφή στο ποίημα και ζημιά στην πνευματική προσωπικότητα, την οιανδήποτε έχει ο καθείς φυσικά. Μάσκα. Το άλλο ήτο η αλήθεια μου.»[4]

 

————————————————————————————————————————-

Παραπομπές: 1.«Καθημερινή», Εύη Μαλλιαρού, «Ο άγνωστος Ανδρέας Εμπειρίκος», 21.10.2018 | 2. Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, «“Μάχομαι διά την απελευθέρωσιν του έρωτα”. Συνέντευξη με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Αθήνα, Μάρτης 1967», περ. Ηριδανός, τχ. 4 (Φλεβ.-Μάρτ. 1976) 14. | 3. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι: Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20ού αιώνα, εισαγωγή – επιμ. Αλέξης Ζήρας, Καστανιώτης,1999. | 4. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Συζήτηση στην Θεσσαλονίκη», περ. Χάρτης, τχ. 17/18 (Νοέμ. 1985) 638-639.
——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T