Μια γιαγιά κάθεται σε ένα καφέ
και κοιτάζει την βιτρίνα με τα κέικ
Η σερβιτόρα πλησιάζει στο τραπέζι για την παραγγελία.
– Πόσο κοστίζει μία μερίδα κέικ, ρωτάει η γιαγιά τη σερβιτόρα
– 3 ευρώ και έχει δυο κομμάτια, της απαντάει εκείνη με μία μικρή δόση απαξίας
Η ηλικιωμένη βγάζει κάποια νομίσματα από τη τσάντα της, αρχίζει να τα μετράει και την ρωτάει ξανά:
– …και πόσο κοστίζει ένα κομμάτι;
Η σερβιτόρα αγχωμένη, καθώς είχε πολλά τραπέζια να σερβίρει, της απαντά με δυσφορία:
– 2 ευρώ.
– Εντάξει, της λέει η γιαγιά. Φέρε μου ένα κομμάτι.
Η σερβιτόρα φέρνει το κέικ και αφήνει το λογαριασμό στο τραπέζι «Είναι τόσο λίγο», σκέπτεται, που θα ξεκουμπιστείς αμέσως…»
Η γιαγιά, τρώει αργά και με ευχαρίστηση το κέικ, σηκώνεται, αφήνει τα λεφτά στο τραπέζι και φεύγει.
Όταν η σερβιτόρα πήγε να καθαρίσει το τραπέζι, παρατήρησε ότι η γιαγιά της είχε αφήσει 1 ευρώ φιλοδώρημα.