Διονύσης Σαββόπουλος:
Πώς έγραψα «Το Περιβόλι του Τρελού»
Στη φυλακή για να περνάει η ώρα, έγραψα τη «Δημοσθένους λέξη», τη «Θεία Μάνου», και τη «Θαλασσογραφία». Πολλοί απορούσαν. «Μα πώς βρε παιδί μου μέσα σε ‘κείνον το ζόφο εσύ έγραφες τραγούδια;». Μα γι’ αυτό χρειάζονται τα τραγούδια, για να μπορούμε να ξεπερνάμε τον ζόφο. Μετά, όταν βγήκα, συνέχισα να γράφω, έγραψα το «Είδα την Άννα κάποτε», τις «Πίσω μου σελίδες».
Η «Θαλασσογραφία» είναι τραγούδι φυγής. Είναι ενδιαφέρον το ότι γράφτηκε μέσα σε μια φυλακή. Το τραγούδι «Δημοσθένους λέξη» είναι για έναν άνθρωπο που ενώ είναι φυλακισμένος, μέσα του νιώθει ελεύθερος. Η «Θεία Μάνου» είναι υπαρκτό πρόσωπο, ήτανε κρατούμενη μεγαλύτερης ηλικίας από μας -που ήμασταν νέα παιδιά- και λόγω πείρας, επειδή είχε φυλακιστεί πολλάκις -ήταν μέλος του ΚΚΕ η θεία Μάνου- κυριολεκτικώς μας περιέθαλψε, μας ενθάρρυνε και μας έδινε συμβουλές για το πώς να τα βγάλουμε πέρα μέσα στη φυλακή. Τη σκέφτομαι πάντα με μεγάλη αγάπη.
Πριν ακόμη βέβαια μπω στη φυλακή χώρισα με το τότε κορίτσι μου και το ερωτεύτηκα μόλις χωρίσαμε. Το τραγούδι «Είδα την Άννα κάποτε» είναι τραγούδι έρωτος, αλλά μετά τον χωρισμό. Χωρίσαμε τελειωτικά, αλλά πολλές φορές ένας χωρισμός φέγγει, φωταγωγεί όλη την ιστορία. Δίνει το αληθινό νόημα μιας σχέσης και βοηθιέται αν υπάρχει και κανένα καλό τραγουδάκι από δίπλα.
Μετά έφυγα στο Παρίσι. Έφυγα μαζί με την Άσπα. Η Άσπα είχε χαρτιά, εμένα μού απαγόρευσαν την έξοδο. Πήγα στο υπουργείο Εσωτερικών μαζί με την Άσπα και είπα «Κοιτάξτε, παντρευτήκαμε και θέλουμε να κάνουμε ένα ταξίδι του μέλιτος. Εγώ εξάλλου είμαι φοιτητής και πρέπει να γυρίσω για τις εξετάσεις μου». «Το παντρευτήκαμε» το είπα λιγάκι σαν να έκανα δήλωση μετάνοιας, σαν να έλεγα «κοιτάξτε, έγινα καλό παιδί». Και κάπως έτσι ίσως το εισέπραξε και ο γενικός γραμματέας γιατί μου έδωσε τελικά ένα χαρτί που μου έδινε την άδεια να ταξιδέψω για δεκαπέντε μέρες μόνο. Βγήκα στο εξωτερικό με αυτό και το πλαστογράφησα μετά για να μπορώ να κινούμαι. Δεν είχα σκοπό να γυρίσω.
Ήταν ακριβώς στο τέλος του ’68. Γυρίσαμε στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, Οκτώβρη. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε δηλαδή, να κάνουμε το πρώτο μας παιδί, να κάνουμε σπίτι και δουλειά. Έμεινα έναν χρόνο έξω. Εκεί πέρα έγραψα τα τραγούδια «Το Περιβόλι», «Οι πίσω μου σελίδες», ξαναέγραψα τη «Συννεφούλα». Έκανα μάλλον μια διασκευή, την έκανα σαρκαστικό στρατιωτικό εμβατήριο. Έγραψα επίσης τα «Παιδιά που χάθηκαν». Γιατί εμείς, κάποια στιγμή, γυρίσαμε με την Άσπα στην Ελλάδα, αλλά πολλά παιδιά της ηλικίας μου παρέμειναν στην παρανομία, στις χημικές παραισθήσεις και στην περιπέτεια – γι’ αυτούς είναι γραμμένο το τραγούδι.
Την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» την έγραψα επίσης εκεί. Το τραγούδι ήταν γραμμένο στην αρχή για τον Τσε, αλλά μετά το ξαναδούλεψα για να μπορέσω να αντιμετωπίσω τη λογοκρισία και νομίζω ότι δεν θα δυσαρεστηθεί ο στρατηγός Καραϊσκάκης που τον δάνεισα στον Τσε, ούτε και το ανάποδο, ο ένας περιέχει τον άλλο κατά κάποιο τρόπο. Νομίζω γράφτηκε και τελευταίο στη σειρά, στο Μιλάνο πια. Από το Παρίσι πήγαμε στο Μιλάνο, την προηγουμένη της αντιδιαδήλωσης του Ντε Γκολ. Τον Μάιο του ’68 είχαν κοπεί οι συγκοινωνίες, απεργούσαν ως και οι τελωνοφύλακες. Λοιπόν, κινηθήκαμε με οτοστόπ με διάφορα φορτηγά, μα κάθε τρεις και λίγο η Άσπα ήθελε να σταματήσουμε για να κάνει εμετό. Ο άνθρωπος μας περίμενε, την επόμενη φορά όμως ντρεπόμουνα, τον χαιρετούσα και άντε πάλι από την αρχή να προσπαθείς να βρεις φορτηγά. Φοβηθήκαμε εγκυμοσύνη.
Tο οπισθόφυλλο του LP «Το Περιβόλι του Τρελλού» με τη φωτογραφία του Άλκη Σαχίνη. Από αριστερά: Άρης Τασούλης, Βασίλης Ντάλλας, Διονύσης Σαββόπουλος
Ταλαιπωρημένοι φτάσαμε κάποια στιγμή στο Μιλάνο. Ήταν όντως εγκυμοσύνη. Τώρα τι κάνουμε; Πρώτη λύση γυρίζουμε Αθήνα. Η δεύτερη, προχωράμε σε άμβλωση και μένουμε προσώρας Μιλάνο, όπου είχα βρει και μια δουλίτσα. Το να προχωρήσουμε σε άμβλωση δεν ήταν έξω από την κουλτούρα μας, είχαμε καταφύγει ξανά σε ανάλογο μέσο, αλλά είδα τον εαυτό μου σε μια φλασιά, μετά από δέκα-είκοσι χρόνια, και αναρωτήθηκα, μπορώ να ζήσω όλη μου τη ζωή στον αέρα; Το θέλω αυτό το πράγμα; Έχω τη γνώμη ότι πολλά παιδιά εκείνης της δεκαετίας το αναρωτήθηκαν αυτό το πράγμα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Εμείς αποφασίσαμε να γυρίσουμε Ελλάδα, να γυρίσουμε στη γλώσσα μας και στον κόσμο τον παραδεδομένο, όπως τον ξέραμε.
Ήταν ακριβώς στο τέλος του ’68. Γυρίσαμε στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, Οκτώβρη. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε δηλαδή, να κάνουμε το πρώτο μας παιδί, να κάνουμε σπίτι και δουλειά. Όταν γυρίσαμε μας συλλάβανε στο αεροδρόμιο γιατί είπα ότι έχασα το διαβατήριό μου. Είχαμε κάτι προβλήματα, τέλος πάντων ορθοποδήσαμε, τα καταφέραμε, ας πούμε. Αυτή η επιστροφή είναι το «Περιβόλι», γι’ αυτό το πράγμα μιλάει.
«Οι Πίσω μου σελίδες» γράφτηκαν στο Παρίσι. Με πείραζε κάποτε όταν ερμηνεύαν τα τραγούδια μου τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι τα σκέφτηκα εγώ. Ήμουν καινούργιος στη δουλειά, δεν ήξερα ότι αυτό συμβαίνει πάντα. Μετά από κάποιες ταλαιπωρίες που πέρασα στο Παρίσι και μετά τη φυλακή, σαν να ωρίμασα κάπως και σκέφτηκα ότι τα τραγούδια που γράφω είναι κάτι ανεξάρτητο από μένα. Σαν να ‘ναι παιδιά δηλαδή, που μάλιστα μπορεί να μουντζώσουνε και αυτόν που τα έγραψε, όπως τα παιδιά τον μπαμπά τους, ας πούμε, και βροντάν την πόρτα πίσω. Τα έργα μας έχουν μια δικιά τους ζωή, δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Το τραγουδώ μάλλον πικραμένος αυτό το τραγούδι, όμως είναι αλήθεια αυτό το συναίσθημα που ένιωσα. Πολλές φορές με ρωτούνε «εσύ που έγραψες εκείνο και εκείνο γιατί τώρα λες το δείνα και το άλλο;». Τους απαντώ «κρατήστε λοιπόν το τραγούδι και αφήστε εμένα, τι σημασία έχει;».
Η «Δημοσθένους Λέξη» δεν έχει μπει στο «Περιβόλι», αλλά γράφτηκε τότε. Είναι της φυλακής.
Το «Σαν ρεμπέτικο παλιό» λέει «Τα ξεπούλησα φθηνά /το χαλί μου, τα ρούχα και το μπρίκι». Είχα διαβάσει εκείνο τον καιρό τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες του Βασίλη Βασιλικού, που τελείωναν με ένα στιχάκι: «Δεν είδα τίποτε στις ΗΠΑ και είπα γεια χαρά σου στον Αντύπα». Από κει το πήρα και έγραψα το τραγούδι με την έννοια ότι εγκαταλείπω την Ελλάδα. Μαζί με τη «Θεία Μάνου» και το «Βιετνάμ γιε γιε» είναι οι πρώτες μου αμερικανιές. Από την άποψη του ρυθμού δηλαδή. Μάλιστα στο «Βιετνάμ» αυτή η μελωδία στο στίχο «Τώρα κρυμμένος στο ποτάμι/ ανασαίνεις» είναι κλεμμένο από Ντίλαν, κάποιο τραγούδι του Ντίλαν που δεν θυμάμαι τώρα. Έτσι ασυναίσθητα το έκανα.
Το «Ντιρλαντά» είναι ένα τραγούδι το οποίο άκουσα για πρώτη φορά πολλά χρόνια πριν βγει, από τους ψαράδες στη Θάσο, και εν συνεχεία το άκουσα ηχογραφημένο στις συλλογές από 45άρια που έκανε η Δόμνα Σαμίου. Λοιπόν, έκανα μια διασκευή του. Πρέπει να σας πω ότι εκείνα τα χρόνια υπήρξε ένα ενδιαφέρον από πολλούς -και από τη μεριά μου- για παραδοσιακά τραγούδια. Θυμάμαι που στο ρεπερτόριό μου τραγουδούσα το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» από την Ήπειρο, το ’63 ακόμη. Ή, τραγουδούσα στη «Στοά» του Κούνδουρου τον «Ερωτόκριτο». Εκ των υστέρων παρατηρώ ότι αυτό γενικά συνέβαινε στον πλανήτη, υπήρχε μια στροφή στην παράδοση, έκανε, ας πούμε, σουξέ τραγουδώντας παραδοσιακά η Joan Baez. Εν συνεχεία έκαναν τεράστια επιτυχία με ένα παραδοσιακό τραγούδι οι Simon & Garfunkel, το «El condor pasa» και πάνω στα ρούχα τους επίσης τα παιδιά βάζανε στοιχεία φολκλορικά, δηλαδή γιλέκα με καθρεφτάκια -το θυμάμαι και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα- κάτι ταγάρια…
Μέσα σε αυτό το πράγμα πρέπει να δεις την επιτυχία «Ντιρλαντά». Άρεσε πάρα πολύ στον κόσμο, έγινε μεγάλη επιτυχία και μάλιστα διεθνής. Βγήκε και σε δισκάκι μικρό, είχε πουλήσει πάρα πολύ, είχε πάει στο εξωτερικό. Βγήκε και στα γιαπωνέζικα. Μια μέρα παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος από την Κάλυμνο και ισχυρίστηκε ότι το τραγούδι είναι δικό του. Η Δόμνα, την οποία άκουγα, το απέκλειε, είναι παραδοσιακό τραγούδι, και μάλιστα πήγα στο λαογραφικό αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών που μου το δώσανε ως καταχωρημένο στα παραδοσιακά νησιώτικα τραγούδια. Σε κείνη την πρώτη φάση την κέρδισα τη δίκη. Δεν είπα ποτέ ότι είναι δικό μου το τραγούδι.
Στο εξώφυλλο γράφει ότι είναι μια διασκευή δημοτικού τραγουδιού. Παραδοσιακό το ανακήρυξε και το δικαστήριο και έκτοτε δεν έδωσα σημασία. Όμως ο Καπετάν Γκίνης, που ισχυριζόταν ότι είναι ο συνθέτης του τραγουδιού, κουβάλησε όλο το νησί στο δικαστήριο σε μιαν άλλη φάση, ως μάρτυρες που λέγανε «ήμουν εκεί όταν το έγραφε» και τα λοιπά. Το επιχείρημά όσων με υποστήριζαν ήταν ότι δεν γίνεται ένας άνθρωπος να γράψει ένα τραγούδι μόνο και μάλιστα ένα τέτοιο τραγούδι, πού είναι τα άλλα; Δεν υπήρχαν άλλα τραγούδια. Όμως το δικαστήριο δεν το δέχτηκε αυτό το επιχείρημα. Λένε τώρα αρβύλα ότι μεσολάβησε ο Πατακός, αλλά δεν ξέρω να σας πω αν αυτά είναι αλήθεια.
Υπάρχει ένα διασκεδαστικό περιστατικό στη δίκη από τον Γιάννη τον Παπαϊωάννου. Λέει ο Παπαϊωάννου «Εγώ το θυμάμαι από έφηβος που το τραγουδούσαμε». «Πού το τραγουδούσατε;» ρωτάει το δικαστήριο. «Στον Πειραιά, στην ξυλομηχανή». «Ποια ξυλομηχανή;». Ήθελε να πει δεν είχαμε μηχανή, κουπιά μόνο. Ονόμαζε ξυλομηχανή το ψάρεμα με βάρκα. Και του λέει ο δικηγόρος «Έχετε άδεια αλιείας;». Οπότε εδώ γελάνε όλοι, τι άδεια αλιείας να έχει ο κυρ Γιάννης τώρα; Και λέει «βεβαίως», γιατί δεν ξέρανε ότι ο λαϊκός άνθρωπος όλα τα έγγραφα της ζωής του τα κουβαλάει επάνω του. Και ανασύρει από την τσέπη το στεφανοχάρτι, το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού, το απολυτήριο του στρατού, το πιστοποιητικό γεννήσεως και άδεια αλιείας του 1930! Τον τάπωσε τον δικηγόρο. Όμως, τη δίκη τη χάσαμε.