Το Πάρκο ήταν Κτήμα
του Σωτήρη Στάικου,
και το κληρονόμησε ο εγγονός του,
Κώστας Χατζόπουλος
- γράφει ο Νίκος Αντωνίου
Το Πάρκο μας, υπήρξε σημείο αναφοράς για όλους τους Αγρινιώτες, τους φιλοξενούμενους και τους ταξιδιώτες για πολλά χρόνια. Σήμερα, συνεχίζει να είναι σημείο αναφοράς, μόνο μεταξύ των διαφόρων δημοτικών παρατάξεων, που προεκλογικά υπόσχονται ότι μόνο αυτοί μπορούν να λύσουν το πρόβλημα που προέκυψε μετά την επιθυμία παρελθούσης Δημοτικής Αρχής, να τσιμεντοποιήσει το Πάρκο μας, να του αφαιρέσει πολλά δένδρα (μαζί με τα ξερά να… κόψει και τα χλωρά) και να σπείρει σε όλη την έκτασή του γκαζόν, παντελώς ξένο με την χαμηλή χλωρίδα του τόπου.
Το Πάρκο ήταν το Κτήμα του Σωτήρη Στάικου, μέλος της μεγάλης οικογένειας των οπλαρχηγών του 1821. Εκείνα τα χρόνια η τοποθεσία λεγόταν ‘’ΛΥΚΟΡΡΑΧΙΑ’’ και το κληρονόμησε ο εγγονός του, ο πολύ γνωστός μας πεζογράφος και όχι μόνο, Κώστας Χατζόπουλος, ο οποίος πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί.
Ο Χατζόπουλος πούλησε το κτήμα το 1919 στους Αδελφούς Παπαστράτου και αυτοί με την σειρά τους το έκαναν δωρεά στο Δήμο Αγρινίου. Μέσα στο κτήμα υπάρχει το εκκλησάκι της Αγιά-Σωτήρας («Μεταμορφώσεως του Σωτήρος»), η οποία κτίστηκε στη μνήμη του Σωτήρη Στάικου. Οι πληροφορίες είναι γραμμένες με μολύβι στο πίσω μέρος ταχυδρομικής κάρτας που απεικονίζει το Ναό περίπου τη δεκαετία του 1950, γράφει μάλιστα ότι εκεί είναι θαμμένος ο Σωτήρης Στάικος.
Το πρώτο φωτογραφικό ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε σήμερα, αναφέρεται σε ένα κομμάτι του Πάρκου μας, το οποίο ο φωτογράφος μας ο Ξυθάλης, το αναφέρει ως «Η ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ». Σ’ αυτό βλέπουμε το αναψυκτήριο να δεσπόζει στο χώρο, ανάμεσα στο κατάφυτο τοπίο από τα πλατάνια, τα πεύκα αλλά και τα διάφορα θαμνοειδή. Πόσα καλοκαίρια περάσαμε εκεί στα παιδικά μας χρόνια; Αλλά και αργότερα στα μαθητικά μας, μέχρι να μας «τραβήξει» η πρωτεύουσα και να γίνουμε μόνιμοι κάτοικοί της, με την καρδιά μας να πεταρίζει πάντα σε εκείνα τα μέρη. Τι σκόνη σήκωνε το χαλίκι από τα τρέξιματά μας και πόσες φορές φεύγαμε κλαίγοντας, επειδή πέφταμε και χτυπούσαμε; Και εν συνεχεία τις τρώγαμε και από τη μάνα μας, επειδή λερώναμε τα καλά μας ρούχα!
Θυμάμαι κάποιο καλοκαίρι, όταν ήμουν στην Τρίτη Δημοτικού, είχανε τα ταλέντα και ανεβαίνανε οι πιτσιρικάδες και τραγουδούσαν. Πήρα το θάρρος και εγώ λοιπόν και ανέβηκα και είπα ένα άσμα που ήταν το χιτ της εποχής: «Του άντρα του πολλά βαρύ, μην του μιλάτε το πρωί». Περιττό να σας πω, τι έγινε! Η ανταμοιβή μου ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια, προσφορά κάποιου τοπικού καταστήματος. Τέτοια ωραία γίνονταν τότε.
Αργότερα, στα γυμνασιακά μας χρόνια, ήταν οι Αδερφοί Παπαδογιώργου με την ορχήστρα τους, που συντρόφευαν με την υπέροχη μουσική και τα τραγούδια τους τα ζεστά καλοκαιρινά μας βράδια. Προσπαθούσαμε να βρούμε κάποιο τραπέζι κοντά σε κοριτσο-παρέες για να φλερτάρουμε, ατυχώς τις περισσότερε φορές. Μήτσο, Λάμπρο θυμάστε; Μια φορά γελάσαμε τόσο πολύ που πέφταμε από τις καρέκλες μας. Ήταν η Δήμητρα, ο έρωτας του Μήτσου, που δυστυχώς αναχώρησε πολύ νωρίς από αυτόν τον κόσμο, η Αγγέλα, νομίζω ο Λάμπρος, φυσικά ο ενδιαφερόμενος (ο Μήτσος) και ο γράφων.
Υπέροχα χρόνια αλλά πολύ δύσκολα. Τα καλοκαίρια μας ήταν γεμάτα δουλειά. Οι περισσότεροι στα καπνά από πολύ νωρίς το πρωί με όλη την οικογένεια, έως τις πρώτες βραδινές ώρες. Η οικογένειά μου δεν καλλιεργούσε καπνά, αλλά εγώ δούλευα σε διάφορες καπναποθήκες γιατί έπρεπε να βγάλουμε τα έξοδά μας. Τις διακοπές τις ανακαλύψαμε αργότερα. Πόση ώρα περιμέναμε για να σερβιριστούμε, θυμάστε; Ήταν η διασκέδασή μας. Περιμέναμε πώς και πώς, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα.
Το χειμώνα βρίσκαμε λιμάνι δίπλα στο τζάκι είτε όταν κάναμε σκασιαρχείο από το 1ο Γυμνάσιο δίπλα είτε όταν είχαμε κάποιο κενό από τα μαθήματα. Πόσες και πόσες προσωπικότητες είχαν φιλοξενηθεί στη μεγάλη του αίθουσα! Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κ.ά.
Το πάρκο μας, έχει διάφορες εισόδους. Η πιο προσιτή ήταν αυτή δίπλα στα ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ. Λίγο πιο μέσα, ήταν και η μαρμάρινη προτομή του Κ. Χατζόπουλου, ο οποίος σημειωτέον ήταν μεγάλος χωρατατζής!!! Σχεδόν κάθε βράδυ περνούσε κάποιος περίοικος, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τα κρασάκια του και έλεγε: «Καλησπέρα Μπάρμπα Κώστα». Τον άκουσαν κάποια καλόπαιδα και κάποιο βράδυ του την έστησαν πίσω από το άγαλμα και μόλις εκείνος καλησπέρισε τον ποιητή, του απάντησαν: «Καλησπέρα και σε σένα παιδί μου». Ο φουκαράς, νομίζω, ότι ακόμα τρέχει.
Η κύρια είσοδος, είναι αυτή απέναντι από το Εργατικό Κέντρο, όπου δέσποζαν οι μαρμάρινες προτομές των Δωρητών της Πόλης μας, των Αδερφών Παπαστράτου καθώς και της μητέρας τους, Χαρίκλειας. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από μπρούτζινες, αλλά δυστυχώς η μία κλάπηκε και απομάκρυναν τις υπόλοιπες για να μην εξαφανιστούν από τους κυνηγούς μετάλλων. Υπήρχαν και μερικές ακόμα στην πίσω πλευρά του αναψυκτήριου.
Μεγαλώνοντας, το πάρκο μας απαξιώθηκε, με αποκορύφωμα τις παρεμβάσεις που θέλησαν να κάνουν και την αντίσταση που προέβαλαν σύσσωμοι οι κάτοικοι της πόλης μας.
Κοντά στο αναψυκτήριο, δεσπόζει και η Αγιά Σωτήρα. Στα χρόνια μου, άνοιγε μια φορά το χρόνο, στις 6 Αυγούστου, που γιόρταζε. Από μικρός είχα απορία πώς ήταν το εσωτερικό της. Τότε την βλέπαμε και ανάβαμε το κεράκι μας είτε όταν μας πήγαινε η μάνα μας πρωί – πρωί είτε αργότερα όταν πήγαινα για δουλειά στις καπναποθήκες και περνούσα μέσα από το πάρκο. Έχει περάσει διάφορες φάσεις με εγκατάλειψη, με ψευτοσυντήρηση, είτε τώρα που την ανακαίνισαν εκ βάθρων μεγαλώνοντας και τον περίγυρο για να χωρά περισσότερους ανθρώπους –υποθέτω- για γάμους και βαφτίσια.
Το τεκμήριο που βλέπουμε σε αυτή τη σελίδα είναι τα ερείπια του αρχικού ναού, περίπου τη δεκαετία του 1920, ο οποίος περιβάλλεται από ελάχιστα δένδρα.
Εύχομαι να γεμίσει ξανά το πάρκο μας από τις φωνές και τα γέλια των μικρών παιδιών αλλά και τις κουβέντες των μεγαλύτερων που στους ίσκιους των πλατανιών, θα απολαμβάνουν το καφεδάκι τους και θα συζητάνε είτε για τα περασμένα είτε για την επικαιρότητα… όπως ακριβώς γίνονταν και παλιά.