«Μ’ αυτά τα γλέντια και με τούτους τους καημούς
καμώθηκε ο λογαριασμός της ιστορίας του χωριού μας»
- του Κώστα Μπούτιβα
Τότε που λίγα ήξεραν οι άνθρωποι, κι ήταν μικρές οι στράτες τους, το παγκύρι τ’ Αγγελοκάστρου στ’ Αυγούστου τις αρχές, μετά τ’ απομαζώματα και το βαρύ μόχθο και τον παιδεμό του καλοκαιριού στα καπνά, σημάδεψε γενιές και γενιές Κι ήτανε τούτο το παγκύρι γιορτή για τον χωριό και τον Παντοκράτορα πάνω στο λόφο του Μοναστηριού.
Ξεθύμανε όμως το παγκύρι στου καιρού το πέρασμα, κι αλλάξανε σιγά-σιγά οι καιροί. Ο κόσμος αποδήμησε, στην Αθήνα και αλλού κι όπως στα περισσότερα χωριά, έτσι και στ’ Αγγελόκαστρο άρχισε ν’ αλλάζει ο παραδοσιακός τρόπος του πανηγυριού. Άλλαξε βέβαια κι ο τρόπος του γλεντιού. Οι μεγάλες οικογενειακές αντάμωσες πια των συγχωριανών στο χοροστάσι άρχισαν σιγά – σιγά να χάνονται, με τις Αθηναϊκές «φίρμες» που έκαναν την «αρπαχτή τους» στο γνωστό ανά την επικράτεια πανηγύρι του χωριού.
Κι έτσι αντιλαλούν σήμερα σ’ εμάς τους μυημένους όπου και αν βρισκόμαστε οι αναμνήσεις, αντιλαλούν και τα κλαρίνα του Γ.Βασιλόπουλου και του Σαλέα, και η φωνή του Δημήτρη Ζάχου και του Τάκη Καρναβά σε μια ασίγαστη παλιά ηχώ, σαν τα ζαχαρωτά που παίρναμε με του μοναστηριού το σκόλασμα, και σαν την παγωμένη μπύρα στα βαρέλια με τον πάγο, στα χοροστάσια του πανηγυριού. Κι έρχονται πίσω οι μορφές κι οι μυρωδιές και οι εικόνες, τα γλέντια και οι καημοί.
Μ’ αυτά τα γλέντια και με τούτους τους καημούς καμώθηκε ο λογαριασμός της ιστορίας του χωριού μας. Σωστά η λάθος, ο λογαριασμός καμώθηκε… Κι είν’ οι αναμνήσεις εκείνες οι παγκυριώτικες σαν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κειμήλια από την αλησμόνητη γενέτειρα.
Όμως τι κι αν εκείνα τα κλαρίνα και τις παραδοσιακές υπέροχες δημοτικές φωνές τις έφαγε το χώμα, ένας μαΐστρος μερακλής φυσάει πάνω απ’ τον κάμπο, τρυπώνει στου Αγγελόκαστρου τη ρεματιά, και σέρνει πίσω από χρόνια αλαργινά, το αχάλαστο μεράκι. Έτσι το Αγγελοκαστρίτικο το πανηγύρι ζει και θα ζει μες τις καρδιές μας.