Οι αδελφοί Μανάκη (ή Μανάκια)
υπήρξαν πρωτοπόροι φωτογράφοι
και κινηματογραφιστές στο χώρο των Βαλκανίων
Έλληνες στην καταγωγή, κατάγονται από την Αβδέλα Γρεβενών, ένα κεφαλοχώρι-βλαχοχώρι της Πίνδου, για την εθνικότητα τους όμως ερίζουν ως σήμερα οι Σέρβοι, οι Σκοπιανοί, οι Τούρκοι και οι Ρουμάνοι. Έδρασαν στα Βαλκάνια όπως οι αδελφοί Λυμιέρ στο Παρίσι και ο Έντισον στην Αμερική την ίδια περίπου περίοδο: ασχολήθηκαν και προώθησαν τη νέα Τέχνη του Κινηματογράφου ανοίγοντας το δρόμο στους μεγάλους δημιουργούς των επόμενων δεκαετιών και αφήνοντας πίσω τους μοναδικά ιστορικά φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα των αρχών του 20ου αιώνα στα Βαλκάνια.
Η ζωή τους και το πρώιμο έργο τους
Οι αδελφοί Μανάκη, ο Γιαννάκης και ο Μίλτος, γεννήθηκαν στην Αβδέλα Γρεβενών στις 18.05.1878 και 09.09.1882 αντίστοιχα. Ο Γιαννάκης από μικρός ενδιαφερόταν για τη ζωγραφική και φοίτησε στο γυμνάσιο του Μοναστηρίου για να πάρει δίπλωμα δασκάλου αλλά και ζωγράφου με ιδιαίτερες ικανότητες στην «ιχνογραφία» και «καλλιγραφία». Ο Μίλτος, τέσσερα χρόνια πιο μικρός απ’ τον Γιαννάκη, σε αντίθεση με τον αδελφό του, είχε ενδιαφέρον κυρίως για τη φύση και τη φυσική ζωή και πολλά χρόνια πέρασε στην Αβδέλα. Κατόρθωσε να γίνει καλός φωτογράφος και στη συνέχεια κινηματογραφιστής με βοηθό τον αδελφό του Γιαννάκη. Αρχικώς δραστηριοποιήθηκαν στα Ιωάννινα ανοίγοντας φωτογραφείο, αλλά μετά από διώξεις που υπέστησαν από τις Οθωμανικές Αρχές μετέφεραν το ατελιέ τους στο Μοναστήρι.
Την πρώτη μεγάλη πόλη που επισκέφθηκαν ήταν η Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 1905. Την ίδια χρονιά πήγαν στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι. Εκεί τους δόθηκε η ευκαιρία να παρευρεθούν στο γύρισμα μιας ταινίας και, με αυτό τον τρόπο, να μαγευτούν από τον κινηματογράφο. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μίλτος θα διηγηθεί: «Στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας καταλάβαμε ότι στην Αγγλία και στη Γαλλία πουλάνε μηχανές για γύρισμα “ζωντανών φωτογραφιών”. Αυτή η είδηση για εμάς, εκείνη την εποχή, ήταν απίστευτη και μας προκάλεσε σοκ, παρόλο που δε μας άφηνε περιθώρια για υποψίες, αφού μάλιστα είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια την προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους. Οι άνθρωποι σε αυτές τις ταινίες θύμιζαν ένα είδος μαριονέτων, επειδή οι κινήσεις τους ήταν διακεκομμένες. Και θύμιζαν, θα έλεγα, εκείνες τις σκηνές, που τα χέρια και τα πόδια (των μαριονέτων) τα τραβούσαν με το σκοινί! Αυτό, όμως, δε στάθηκε εμπόδιο ώστε να μας απορροφήσει η ταινία, να μας γεμίσει αισθήματα και να μας καταμαγέψει. Ο Γιαννάκης δεν μπορούσε πλέον να αποβάλλει με τίποτε την επιθυμία που τον είχε καταλάβει… Δεν ήθελε να γυρίσει στην Μπίτολια χωρίς αυτή την κινηματογραφική μηχανή. Ακόμα και στον ύπνο του παραμιλούσε για αυτήν. Και μέχρι που να γυρίσω εγώ στο σπίτι εκείνος ξεκίνησε για το Λονδίνο, απ’όπου έφερε την κινηματογραφική μηχανή Bioscop.».
Η πρωτοπριακή κινηματογράφηση
της καθημερινής ζωής και Ιστορικών γεγονότων στα Βαλκάνια
Οι Μανάκηδες γύρισαν το 1905, στο χωριό τους, την πρώτη κινηματογραφική ταινία στα Βαλκάνια τις περίφημες “Υφάντρες”. Πρωταγωνίστρια της πρώτης και σύντομης σε διάρκεια ταινίας τους ήταν η γιαγιά τους κυρά-Λουκία Μανάκη, ετών 117, που έγνεθε μαλλί και ύφαινε στον αργαλειό. Το δεύτερο σε σειρά ντοκυμαντερ τους “το υπαίθριο σχολείο στην Πίνδο” ξεκινάει με ένα είδος λιτανείας όπου σε μια πλαγιά βαδίζουν κληρικοί και λαικοί μαζί με παιδιά που μεταφέρουν μια θρησκευτική εικόνα. Στα
επόμενα πλάνα αποθανατίζεται το υπαίθριο Ελληνικό σχολείο της Αβδέλλας εν ώρα μαθήματος. Το υλικό αυτό αποτελεί μοναδικό τεκμήριο για την Ελληνορθόδοξη εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και συμπληρώνει το πλούσιο σχετικό φωτογραφικό υλικό. Δύο άλλα κλασικά ντοκιμαντέρ των αδερφών Μανάκη με πλούσιο υλικό από την οικονομική και κοινωνική ζωή στην Μακεδονία τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας είναι ο “βλάχικος γάμος” και η “εμποροπανήγυρις”.
Με την κάμερά τους τύπου «Bioscop 300», αγορασμένη από το Λονδίνο το 1905 από το Γιάννη Μανάκη, αποθανάτισαν πολλά από τα πλέον συγκλονιστικά γεγονότα (περίπου 40) του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου στα Βαλκάνια μεταξύ των οποίων το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 και τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Ξέρουμε ότι το 1908 φωτογράφησαν και κινηματογράφησαν στρατιωτικές ασκήσεις των Νεότουρκων, υπό την καθοδήγηση του Νιάζι Μπέη. Το 1909 κινηματογράφησαν την επίσκεψη προσωπικοτήτων από τη Ρουμανία που επισκέφθηκαν το Γκόπεσι, το Ρέσεν, την Οχρίδα και το Σμίρντες. Το 1911 όμως έκαναν το πιο ολοκληρωμένο ρεπορτάζ για την επίσκεψη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ε΄ Ρεσιάντ, την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, το ταξίδι του και την παραμονή του στην Μπίτολια.
Ήταν εύκολο να φωτογραφίζουν και να κινηματογραφούν ακόμη και στις περιοχές όπου υπήρχαν αντάρτες (Νεότουρκοι) επειδή είχαν πολύ καλές σχέσεις με την αυλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, ανάλογα χαρτιά και φιρμάνια. Λέγεται μάλιστα ότι αυτοί κινηματογράφησαν και την Απελευθέρωση της πόλης στις 26 Οκτωβρίου 1912 αν και υπάρχουν γι’ αυτό επιφυλάξεις. Το διάστημα 1916-1919 ο Γιαννάκης Μανάκιας ήταν εξόριστος στη Φιλιππούπολη, γιατί μέσα στο φωτογραφείο τους είχαν βρεθεί όπλα και πυρομαχικά και γι’ αυτό είχε κατηγορηθεί ως κατάσκοπος από τους Βούλγαρους. Στο βουλγαρικό Πλόβντιφ λειτούργησε εκείνο το χρονικό διάστημα φωτογραφείο των Μανάκια. Ο Γιαννάκης φωτογράφησε μάλιστα τότε εκεί και το βασιλιά Φερδινάρδο.
Ο κινηματογράφος “Μανάκια”
και το τελευταίο στάδιο της ζωής των αδερφών Μανάκη
Μετά την λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, οι αδελφοί Μανάκη επαναδραστηριοποιήθηκαν στο Μοναστήρι αποφασίζοντας να δημιουργήσουν την δική τους κινηματογραφική αίθουσα. Στις 7 Ιουλίου 1921 πήραν την άδεια και νοίκιασαν μια γεννήτρια από το Βλάχο Χρήστο Κίργιο ή Κυρατζή, ο οποίος είχε τυπογραφείο, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τον κινηματογράφο τους. Υπέγραψαν τη συμφωνία στις 9 Αυγούστου 1921 και δανείστηκαν μια μηχανή προβολής από τον Κώστα Τσιόμο, Βλάχος και αυτός, που ήταν ένας από τους κυριότερους διανομείς ταινιών στη Μακεδονία. Ένα χρόνο αργότερα, το 1922, το φθινόπωρο, απέκτησαν τη δική τους αίθουσα που την έκτισαν σε ένα οικόπεδο που το αγόρασαν από το Θεσσαλονικιό Λουκά Βρέττα. Αγόρασαν δικά τους μηχανήματα, συνεταιρίστηκαν με άλλους συμπατριώτες τους, όμως επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, το 1927 αποχώρησαν από την επιχείρηση οι άλλοι και έμεινε μόνο σε αυτούς ο κινηματογράφος «Μανάκια». Με αυτό τον τρόπο θεμελίωσαν την επιχείρησή τους. Δυστυχώς η αίθουσά τους καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, το 1939.
Μετά την καταστροφή της κινηματογραφικής τους αίθουσας τα δύο αδέρφια χώρισαν. Ο Γιαννάκης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε στη Ρουμάνικη Εμπορική Σχολή και εργαζόταν ως φωτογράφος στην παραλία. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε γλυκιά φυσιογνωμία, έξυπνος αλλά μοναχικός, με καλλιτεχνικές αγωνίες και θρήσκος. Ο Γιάννης Μανάκιας πέθανε σε ηλικία 76 ετών στη Θεσ/νίκη στις 19/5/1954, συντετριμμένος μετά και από το θάνατο του γιου του Δημήτριου σε ηλικία 22 ετών. Στο τέλος της ζωής του ήταν έρημος και πάμπτωχος.
Ο Μίλτος Μανάκιας έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μετά το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου στην Γιουγκοσλαβία, εργαζόμενος ως φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Ευτύχησε μάλιστα να δει το πρόσωπό του σε γραμματόσημο που εκδόθηκε προς τιμήν του. Για τους Γιουγκοσλάβους υπήρξε εθνικός κινηματογραφιστής και παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον στρατάρχη Τίτο τον οποίο άλλωστε είχε φωτογραφήσει. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξινομώντας τις χιλιάδες φωτογραφιών και τις δεκάδες ταινιών που δημιούργησαν τα δύο αδέλφια. Ο Μίλτος ως το τέλος της ζωής του λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Πέθανε στα Μοναστήρι στις 5/3/1964 σε ηλικία 82 ετών, όπου και θάφτηκε με τιμές που του απέδωσε το γιουγκοσλαβικό καθεστώς του Τίτο.
Αποτίμηση του έργου τους
Κατά την διάρκεια των δημιουργικών τους χρόνων οι αδελφοί Μανάκια έφτιαξαν ένα αρχείο με περισσότερες από 12.000 φωτογραφίες και 67 ταινίες μικρής διάρκειας συνολικού μήκους 1.500 μέτρων. Το αρχείο αυτό πουλήθηκε σε δύο δόσεις – και μετά από πολλές περιπέτειες – στο «Αρχείο της Μακεδονίας», ένα ίδρυμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων, και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ιστορικού Αρχείου της Μπιτόλια. Οι ανεκτίμητες αυτές καταγραφές μιας εποχής και κάποιων συνθηκών που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί είχαν μείνει εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Αναμφίβολα το έργο των αδερφών Μανάκη είναι πρωτότυπο, πληθωρικό και έχει μεγάλη εθνολογική, ιστορική και καλλιτεχνική αξία. Η λήψη της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας έγινε το 1906, από το Γάλλο οπερατέρ Λεόν, ο οποίος ανήκε στην εταιρεία Γκωμόν Αιγύπτου. Είχε έρθει στην Ελλάδα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κινηματογράφησε το Στάδιο. Πρωτοπόροι όμως στο Βαλκανικό χώρο αναμφισβήτητα ήταν οι αδελφοί Μανάκια, αφού χωρίς να διακόψουν, παρά από ανωτέρα βία, κινηματογραφούσαν αυτά που λάμβαναν χώρα, κάνοντας ταινίες που σήμερα θα τις ονομάζαμε ντοκιμαντέρ. Πρώτα φωτογράφοι, κατόπιν κινηματογραφιστές δεν έπαψαν να υπηρετούν την τέχνη, κινηματογραφική ή φωτογραφική, με μεγάλη αφοσίωση, απόρροια του έρωτα τους για την τέχνη και πιο ειδικά για τη φωτογραφία και της θέλησής τους να ενημερώνονται και να χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες, με απώτερο σκοπό να εξυπηρετούν τα καλλιτεχνικά τους ενδιαφέροντα.