«Αχ, πατρίδα, Κίεβο, Κίεβο κι είμαι μακριά!…»

Στο Κίεβο βρέθηκα σ’ άσχημη εποχή.
Θα διηγηθώ παρακάτω πώς έζησα εκεί και τι είδα·
πρώτα απ’ όλα όμως θέλω να μιλήσω για το ίδιο το Κίεβο.

 

Μικρό παιδί, πήγαινα συχνά στο Κίεβο -με φιλοξενούσε ο παππούς μου· έκανα μερικές μέρες στο Κίεβο και μετά την αποφυλάκισή μου, δίχως φύλλο πορείας, δίχως στέγη. Η ζωή μου κύλησε σε δυο πόλεις, στη Μόσχα και στο Παρίσι. Ωστόσο, ποτέ μου δεν μπόρεσα να ξεχάσω πως το Κίεβο είναι η πατρίδα μου. Κατά πώς φαίνεται, είναι μεγάλη η εξουσία αυτής της λέξης, είναι μεγάλη η δύναμη της φαντασίας. Δεν ξέρω πότε βρέθηκαν οι προπάτορες μου στην Ουκρανία κι από πού τους είχαν φέρει εκεί κυνηγημένους οι άνεμοι της ιστορίας· μπορεί απ’ την Κόρντοβα, ή κι απ’ τη Γρανάδα. Ο παππούς μου πήγε στο Κίεβο απ’ το Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ, απ’ την παλιά πολίχνη του κυβερνείου της Τσερνιγκόβσκαγια και φυσικά, η μετοικεσία εκείνη δεν έγινε την εποχή του πρίγκηπα Ιγκόρ, μα σχετικά πρόσφατα — στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου του 2ου. Πού τον τραβολογούσε άρα­γε ο παν ( Πολωνός ή Ουκρανός τσιφλικάς) αρπάζοντάς τονε από τα μακριά τσουλούφια του —στο Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ, στο Κίεβο ή μήπως στο Μπερντίτσεβ που αναφέρεται σ’ ένα σωρό αντιεβραϊκά ανέκδοτα; Δεν ξέρω. Δε θα επιχειρήσω ν’ αποδείξω πως είμαι βέρος, πάππου προς πάππου Κιεβλιάνος. Μα η καρδιά έχει τους νόμους της και δε μου ’τυχε φορά που να σκεφτώ το Κίεβο σαν να μην ήταν πατρίδα μου. Το φθινόπωρο του 1941 χάναμε τη μια πόλη μετά την άλλη, μα δε θα ξεχάσω την 20ή Σεπτεμβρίου — τότε μου είπανε στον «Ερυθρό Αστέρα», πως απ’ το Κρεστσάτικ (κεντρικός δρόμος του Κιέβου) περνάνε οι γερμανι­κές μεραρχίες. «Κίεβο, Κίεβο! Λέγανε τα σύρματα και  πάλι και  ξανά. — Σας καλούν οι πίκρες, σας μιλά η συμφορά. Αχ, πα­τρίδα, Κίεβο, Κίεβο κι είμαι μακριά!…»

θυμάμαι πως ταξίδευα μικρό παιδί, πλησιάζοντας στο Κίε­βο. Το τρένο σταμάταγε σε κάθε σταθμό, δε βιαζότανε (βιαζό­μουνα εγώ) και οι ονομασίες των σταθμών ήταν παράξενες — Μπόμπρικ, Μπομπρόβιτσα, Μπροβάρυ. Ύστερα άρχιζαν οι αμμότοποι· εμένα μου φαινόντουσαν απέραντοι σαν τη Σαχάρα. Έβγαζα το κεφάλι μου απ’ το παράθυρο. Το Κίεβο το ’βλεπες αναπάντεχα — τους τρούλους της Λαύρας, τους κήπους, τον πλατύτατο Δνείπερο με τα νησάκια, όπου πρασινίζανε τα δέν­τρα. Το τρένο αχολογούσε πολλή ώρα πάνω στη γέφυρα. . .

Στο Κίεβο υπήρχαν τεράστιοι κήποι κι εκεί, ανάμεσα στ’ άλλα, έβλεπες και καστανιές· για ένα παιδί της Μόσχας ήταν δέντρα εξωτικά, όπως τα φοινικόδεντρα. Την άνοιξη τα δέντρα στραφτοκοπάγανε σαν πολυέλαιοι μ’ αναμμένα κεριά και το φθινόπωρο μάζευα από κάτω τα γυαλιστερά, λουστραρισμένα κάστανα. Παντού υπήρχαν κήποι —και στην οδόν Ινστιτούτου και  στην Μαρίινσκο – Μπλαγκοβέστσενσκαγια και στην Ζιτομίρσκαγια και στην Αλεξαντρόβσκαγια· όσο για την Λουκιάνοβκα, όπου έμενε η θεία Μάσα με τις αχλαδιές της και τις κό­τες της, μου φαινότανε επίγειος παράδεισος. Στο Κρεστσάτικ υπήρχε το χαρτοπωλείο της Τσιόρνουχα που πούλαγε σχολικά τετράδια με γυαλιστερά πολύχρωμα εξώφυλλα· σ’ ένα τέτοιο τετράδιο, ακόμα κι ένα πρόβλημα τόκου, φάνταζε πιο υποφερτό. Υπήρχε το ζαχαροπλαστείο της Μπαλαμπούχα, που πούλαγε πα­στέλι φρούτου (το λέγανε «μπαλαμπούχα»)· μπορούσες ακόμα ν’ αγοράσεις καραμέλες που τις είχαν σε κουτάκια, μοιάζανε με τριαντάφυλλο και μύριζαν άρωμα. Στο Κίεβο έτρωγα βαρένικι (ειδος μικρών πιροσκί με γέμιση, που ψήνονται σε ζεματιστό νερό) με βύσσινο και  τηγανίτες με σκόρδο. Οι διαβάτες χαμογελούσα­νε. Το καλοκαίρι στο Κρεστσάτικ οι πελάτες των καφενείων κα­θόντουσαν έξω στο δρόμο, πίνανε καφέ ή τρώγανε παγωτό. Ε­γώ τούς κοίταζα με ζήλεια και θαυμασμό.

Αργότερα, κάθε φορά πού πήγαινα στο Κίεβο, μου έκανε εντύπωση η ανεμελιά, η εγκαρδιότητα, το κέφι των ανθρώπων. Κατά πώς φαίνεται, κάθε χώρα έχει το νότο της και το βορρά της. Τους κατοίκους του Τουρίνου οι Ιταλοί τούς έχουν για βόρειους — είναι κάπως στυφοί, συγκρατημένοι, ασχολούνται σοβαρά με τίς δουλειές τους. Οι Γασκώνοι, ζοϋνε στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τους κατοίκους του Τουρίνου, η Γασκώνη όμως είναι ο νότος της Γαλλίας και γαλλικά «Γασκώνος» σημαί­νει φαντασιοκόπος, είρων, χωρατατζής. Για τον Ισπανό, οι κά­τοικοι της Βαρκελώνης είναι βόρειοι, μ’ αν ταξιδέψεις απ’ τη Βαρκελώνη προς βορράν και περάσεις τα σύνορα, μπορείς να φτάσεις στην Ταρασκώνη, όπου ζούσε ο Ταρταρίνος…

 

 

Υπάρχουν στιγμές που ο κάτοικος του βορρά χαμογελάει: σίγουρα θα θυμήθηκε κάτι ευχάριστο. Ο νότιος όμως γιατί χαμογελάει; Κατά πάσαν πιθανότητα επειδή του αρέσει να χαμογελάει. Η ουκρανική φαντασία, το ουκρανικό χιούμορ, ομορφαί­νανε την τραχιά όψη της παλιάς Ρωσίας. Ο Γκόγκολ ήταν έ­νας φιλάσθενος άνθρωπος, με πολύ στριφνό χαρακτήρα, πόσους όμως δεν θεράπευσε με τα βιβλία του! Ξέρω πως ο Γκόγκολ εί­ναι «μεγάλος ρεαλιστής», αυτό το αναφέρουν όλα τα μαθητικά βιβλία και στο γυμνάσιο μάθαινα απέξω το «Είναι υπέροχος ο Δνείπερος την ώρα της απανεμιάς». Εκεί υπάρχει και η φρά­ση: «Σπάνια βρίσκεται πουλί που φτάνει πετώντας ως τη μέση του Δνείπερου». Τα πουλιά μπορούν και πετάνε πάνω από θά­λασσες, ο Γκόγκολ όμως έχει δίκιο: είναι πλατύς ο Δνείπερος, πλατιά και η τέχνη.

Μετά την επανάσταση, εισβάλανε στη ρωσική λογοτεχνία οι σπινθηροβόλοι, πληθωρικοί, σαρκαστικοί και ρομαντικοί νότιοι· μας θαμπώνανε, μας διασκεδάζανε, μας εμπνέανε όλοι τους – ο Μπαμπέλ, ο Μπαγκρίτσκι, ο Παουστόβσκι, ο Κατάγιεβ, ο Σβετλόβ, ο Ζόστσενκο, ο Ιλφ, ο Πετρόβ, ο Ολέσα…

Όταν ήμουν παιδί, μ’ έπαιρνε στο σπίτι της η θεία Μά­σα· νοίκιαζε ένα μετόχι κοντά στο Μπορισπόλ· εκεί, στην εμποροπανήγυρη, άκουγα τούς τυφλούς να λένε τα παλιά τραγούδια. Πολλά χρόνια αργότερα άκουσα τον Μ. Φ. Ρύλσκι ν’ απαγγέλλει ποιήματα του και η απαγγελία του είχε κάτι γνώριμο — την παιχνιδιάρικη και απαλή μουσική της ουκρανικής προφοράς.

Πέρασα κάμποσες ώρες στην άγια – Σοφιά του Κιέβου. Συχνά αντιπαραθέτουν την βυζαντινή τέχνη στην αρχαία ελ­ληνική· φυσικά, ο Χριστός – Παντοκράτωρ, ο απαιτητικός και  συνοφρυωμένος, πού είναι συνυφασμένος όχι μόνο με τον γαλα­νό ουρανό της Ελλάδας, μα και με το φανατικό αστυνομικό κα­θεστώς μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, δεν έχει θέση στον κόσμο των κενταύρων και  των νυμφών. Παρ’ όλ’ αυτά, το Βυζάντιο διαφύλαξε την αρμονία της αρχαίας Ελλάδας· το αντιφέγγισμά του έφτασε ως το αρχαίο Κίεβο. Στην άγια – Σοφιά, δεν ένιωθα μόνο τον φόρτο των αιώνων, μα και την αλαφράδα, τα φτερά της τέχνης.

Αγαπώ το μπαρόκ του Κιέβου· τα περίπλοκα διακοσμητικά του μοτίβα απαλύνονται από μια έμφυτη καλοκάγαθη διάθε­ση· δεν πρόκειται για μορφασμό, μα για χαμόγελο. Λυπάμαι το μοναστήρι Μιχαηλόβσκι, ήταν καλά διατηρημένο, είχε ένα μι­κρό προαύλιο που χαιρόσουν να το βλέπεις. Δε λέω, η εκκλησιά του Αγιαντρέα είναι καλύτερη, δε θα ’πρεπε όμως να το γκρεμίσουν… (Μια απ’ τις συνηθισμένες κατηγορίες εναντίον των φουτουριστών, ήταν πως δεν σέβονται την τέχνη του πα­ρελθόντος· οι φουτουριστές ωστόσο κρατάγαν πένες κι όχι λο­στούς. Στη δεκαετία 1930—40, ήταν φορές πού κόβανε με τό­σο ζήλο το δάσος, ώστε δεν πεταγόντουσαν ολόγυρα μόνο σκλή­θρες, μα και αιωνόβιες πέτρες. Το 1934 είδα στο Αρχάνγκελσκ να ανατινάζουνε το τελωνείο, πού είχε χτιστεί επί Μεγάλου Πέ­τρου· όταν ρώτησα γιατί, μου απαντήσανε: «Εμποδίζει την κυ­κλοφορία». Κι όμως στο Αρχάνγκελσκ, τα αυτοκίνητα μετριόν­τουσαν στα δάχτυλα.)

Ο πόλεμος άφησε στο Κίεβο πολλές πληγές. Οι Γερμανοί ανατίναξαν τον καθεδρικό της Λαύρας. Το Κρεστσάτικ έπαψε να υπάρχει. Αργότερα φτιάξανε πεζοδρόμια, τοποθέτησαν γλά­στρες με λουλούδια, αστυφύλακες. Ύστερα ξαναχτίσανε τα σπί­τια. Στο παλιό Κρεστσάτικ δεν υπήρχαν μνημεία της αρχαιότητας, τον δρόμο αυτόν τον αγαπώ μόνο και μόνο γιατί μου θυ­μίζει τα παιδικά μου χρόνια… Στη Μόσχα μένω στην οδόν Γκόρκι και το μάτι μου έχει πια συνηθίσει την Αρχιτεκτονική που τώρα τελευταία την ονομάζουν «εξωραϊστική» αν και δεν είναι σε θέση να εξωραΐσει τίποτα. Όμως, ενθουσιάστηκα μό­λις είδα την καινούργια λεωφόρο στην όχθη του Δνείπερου: τώ­ρα, το Κίεβο μπορεί να κάτσει σ’ ένα παγκάκι (τις ώρες της α­πανεμιάς εννοείται) και  να διαπιστώσει πόσο υπέροχος είναι ο Δνείπερος… Ομορφήνανε τα πράσινα Λίπκι. Απ’ το Ποντόλ αφαιρέσανε το στίγμα του εξοστρακισμού -τη μάντρα του γκέτο.

Όχι, το Κίεβο δεν μου είναι ξένο! Oι πρώτες μου αναμνή­σεις είναι μια μεγάλη αυλή, οι κότες, μια ασπροκόκκινη γάτα και  απέναντι απ’ το σπίτι (στην Αλεξαντρόβσκαγια) τα ωραία φαναράκια — εκεί ήταν το θερινόν κέντρον διασκεδάσεως «Σατώ ντε Φλερ».

[…]

 

 

Τον Οκτώβριο του 1943, έμενα μαζί με άλλους ανταποκρι­τές του «Έρυθρού Αστέρος» στο καμένο χωριό Λέτκι, στις ό­χθες του Ντέσνα. Περιμέναμε την απελευθέρωση του Κιέβου. Γύρω, βουίζανε τα ψηλά καλάμια. Κάθε τόσο πηγαίναμε στην Ντάρνιτσα, από κει μπορούσες να δεις την πόλη. Πού και πού περνάγαμε στην άλλη όχθη του Δνείπερου. Δύσκολα που περ­νάνε οι ώρες της αναμονής. Ο ποιητής Σεμιόν Γκουντζένκο έγραψε αργότερα: «Μα και στη Μόσχα, μέσ’ στα χιόνια και μέσ’ στους βάλτους τους ουκρανικούς, αξέχαστο έμενε το Κίεβο και για χρόνια, ήταν ο πρώτος μου έρωτας στους δύσκολους και­ρούς».

Είδα τούς αμμότοπους του Μπάμπι Γιαρ· εκεί οι χιτλερι­κοί σκοτώσανε εβδομήντα χιλιάδες Εβραίους. Μου δείξανε την ανακοίνωση: «Οβριοί του Κιέβου και των περιχώρων. Την Δευ­τέραν 29 Σεπτεμβρίου και ώραν 7 π.μ. υποχρεούσθε να παρου­σιαστείτε με τας αποσκευάς σας, με τα πιστοποιητικά σας και τον χειμερινόν ιματισμόν σας εις την οδόν Ντορογκοζίνσκαγια, πλησίον του εβραϊκού νεκροταφείου. Οι μη εμφανιζόμενοι θα τιμωρούνται διά της ποινής του θανάτου». Ή πομπή των μελλοθανά­των βάδιζε στην ατέλειωτη οδό Λβόβσκαγια· οι μανάδες κουβα­λάγανε τα βυζανιάρικα μωρά τους· τους παράλυτους τούς πηγαί­νανε με τα καροτσάκια. Ύστερα τούς ανθρώπους τούς γδύνανε και τους σκοτώνανε. Ανάμεσα σ’ αυτούς που χάθηκαν δεν υπήρχαν συγγενείς μου, μου φαίνεται όμως πως πουθενά δεν ένιωσα τόσον πόνο, τόση ορφάνια, όση στους αμμότοπους του Μπάμπι Γιάρ. Δω και κει, έβλεπες μαύρες στάχτες, καρβουνιασμένα κόκαλα (οι Γερμανοί, λίγο πριν εκκενώσουν την πόλη, διατάξανε τους αιχμαλώτους πολέμου να ξεθάψουν τα πτώματα των θυμά­των και να τα κάψουν). Δεν ξέρω γιατί, είχα όμως την εντύπωση πως εδώ χαθήκανε οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου, οι συνο­μήλικοί μου, πως εδώ και σαράντα χρόνια τους είχα δει —παί­ζανε τα παιδικά παιχνίδια τους στους μισοσκότεινους δρόμους του Ποντόλ ή της Ντεμίεβκα.

Στο Κίεβο ζούσανε πολλοί Εβραίοι. Όταν ήμουν ακόμα παιδαρέλι, ένας ξάδελφός μου, που ήταν φοιτητής, μου έδειξε στο Κρεστσάτικ, έναν άνθρωπο με γυαλιά, με μακριά μαλλιά και  με πολύ σεβασμό μου εξήγησε: «Είναι ο Σολόμ – Αλεϊχέμ». Τό­τε δεν τον ήξερα αυτόν τον συγγραφέα και  μου ’δωσε την εντύπω­ση πολυδιαβασμένου γεροπαράξενου, που κάθεται σκυμμένος πά­νω από ένα βιβλίο και αναστενάζει εκ βαθέων. Πολύ αργότερα διάβασα τα βιβλία του Σολόμ – Αλεϊχέμ κι αναστέναζα και γε­λούσα, προσπαθώντας να θυμηθώ το πρόσωπο του πολυδιαβασμέ­νου γεροπαράξενου που είχα δει για μια στιγμή στο Κρεστσά­τικ. Ό Σολόμ – Αλεϊχέμ ονόμαζε το Κίεβο «Γιεγκούπτς» και οι άνθρωποι αυτής της πόλης έχουν πυκνοκατοικήσει τις σελίδες των βιβλίων του. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους αποχαιρέτησαν για πάντα το Γιεγκούπτς στο Μπάμπι Γιάρ…

Στο Κίεβο έζησα ένα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. Για μένα, το διήγημα του Ουκρανού συγγραφέα Κοτσιουμπίνσκι εί­ναι διπλά πολύτιμο — τόσο γιατί καταλαβαίνω τα βάσανα της Εστέρκα, όσο και γιατί ο συγγραφέας του διηγήματος δεν είναι ο κρεοπώλης Αμπρούμ, μα ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, ο γιός του Μιχαήλ Ματβέγιεβιτς και της Γλυκερίας Μαξίμοβνας.

Έζησα πολλές δύσκολες μέρες στο Κίεβο, μα δεν πρόκειται τώρα γι’ αυτό. Λένε πως μπορεί να γεννηθείς σ’ ένα τυχαίο μέ­ρος — σ’ έναν σιδηροδρομικό σταθμό ή σε μια χώρα μακρινή, όπου έριξε η μοίρα για ένα μήνα ή ένα χρόνο τους γονείς σου. Ε, στην περίπτωση αυτή, ο σιδηροδρομικός σταθμός, παύει να ’ναι μια απ’ τίς κουκίδες του χάρτη, η μακρινή χώρα γίνεται δι­κή σου.

«Αχ, πατρίδα, Κίεβο, Κίεβο κι είμαι μακριά!…»

Κάθε φορά που τυχαίνει να βρεθώ στο Κίεβο, ανεβαίνω το δίχως άλλο μια απ’ τις απότομες ανηφοριές του· όταν ήμουνα παιδί, έδινα μια τρεχάλα κι έφτανα ως απάνω, τώρα γέρασα και  λαχανιάζω· ανεβαίνω και μου φαίνεται πως μόνο απ’ τα Λίπκι ή απ’ το Πετσιόρσκ μπορώ να κοιτάξω τα χρόνια, τίς δεκαετίες, τον βίο πού έζησα.

Όλ’ αυτά, αν θέλετε, είναι κάτι σαν πρόλογος παραμυθιού. Έζησα στο Κίεβο απ’ το φθινόπωρο του 1918 ως τον Νοέμβριο του 1919 — ένα χρόνο. Αλλάζανε οι κυβερνήσεις, οι νόμοι, οι σημαίες, ακόμα και οι ταμπέλες των καταστημάτων. Στον εμφύλιο πόλεμο, η πόλη έγινε πεδίο μάχης: γκρεμίζανε, σκοτώνα­νε, στήνανε τούς ανθρώπους στον τοίχο. Αυτό ίσα-ίσα το θλιβερό παραμύθι μού μένει να διηγηθώ. Αν άρχισα με μια λυρική αποστροφή, το έκανα επειδή όλες σχεδόν οι παροιμίες λένε ψέματα (για να είμαι ακριβέστερος, αναποδογυρίζουν την αλήθεια), ακόμα και οι κλασικές παροιμίες των κλασικών Ρωμαίων που λέγανε: Ubi bene, ibi patria –«πατρίδα είναι ο τόπος όπου καλοπερνάς». Στην πραγματικότητα, πατρίδα είναι και ο τόπος όπου μπορείς πολύ να κακοπάθεις…

 

 

To παραπάνω κείμενο είναι ένα μικρό μέρος από το πολύ μεγαλύτερο, «Γεννήθηκα στο Κίεβο» που δημοσίευσε ο Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιο τοιυ για την γλώσσα. Είναι του σοβιετικού συγγραφέα Ηλία Έρενμπουργκ (1891-1967), από τον δεύτερο τόμο (κεφάλαιο 8ο) της εξάτομης αυτοβιογραφίας του «Άνθρωποι, χρόνια, ζωή» ο οποίος γεννήθηκε στο Κίεβο από εβραϊκή οικογένεια. Όταν ήταν πέντε χρονών, ο πατέρας του ανέλαβε διευθυντής εργοστασίου στη Μόσχα και η οικογένεια μετακόμισε εκεί. Ως μαθητής ο Έρενμπουργκ ανέπτυξε δράση στο κόμμα των Μπολσεβίκων, το 1907 φυλακίστηκε και εξορίστηκε και τελικά το τσαρικό καθεστώς του επέτρεψε να φύγει για το Παρίσι. Εκεί έζησε ως το 1917, οπότε και επέστρεψε στη Ρωσία, αμέσως μετά την επανάσταση του Κερένσκι. Ο συγγραφέας, ήταν πιστός στο σοβιετικό καθεστώς, αλλά άκρως επικριτικός του σταλινισμού – ειδικότερα μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φεβρουάριος 1956), οπότε ο τότε γεν. γραμματέας του κόμματος Νικίτα Χρουστσόφ «αποκαθήλωσε» τον Στάλιν, ο οποίος είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν. Στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός κυρίως από τα βιβλία του «Η θύελλα», «Η πτώση του Παρισιού», «Ενατο κύμα», «Χωρίς ανάσα», «Τα χιόνια λιώνουν», καθώς και την εξάτομη αυτοβιογραφία του που προαναφέραμε. Ο Ερενμπουργκ γνώριζε προσωπικά τον Στάλιν, αλλά και τον Λένιν, ήταν αντιπρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ και του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, το 1952 και δύο φορές με το Βραβείο Στάλιν, το 1942 και το 1948. Να σημειώουμε τέλος ότι έχαιρε διεθνούς εκτίμησης και αναγνώρισης. Είχε γνωριμίες και προσωπικές επαφές με πνευματικές προσωπικότητες -συμπατριώτες και ξένους: Μαγιακόφσκι, Μέγερχολντ, Πάστερνακ, Γεσένιν, Πικάσο, Χέμινγουεϊ, Ζιντ, Ματσάντο, Ιστράτι κ.ά., συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας Κώστα Βάρναλη που επίσης έχει τιμηθεί με το βραβείο Λένιν, στην απονομή του οποίου στη Μόσχα, το 1959, είχε παραστεί και ο Έρενμπουργκ.

Για τον Στάλιν είχε γράψει: «Η θεοποίηση του Στάλιν δεν έγινε απ’ τη μια μέρα στην άλλη, δεν ήταν μια έκρηξη αισθημάτων. Ο Στάλιν την οργάνωσε βάσει μακρόπνοου σχεδίου: σύμφωνα με δική του υπόδειξη γράφτηκε μια ιστορία θρύλων, όπου ο Στάλιν έπαιζε έναν ρόλο που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα […] Αργησα να αντιληφθώ τον πραγματικό ρόλο του “σοφού ηγέτη” […] Οπως και πολλοί άλλοι, πάσχιζα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν φταίει ο Στάλιν και απέδιδα τις μαζικές διώξεις στην εσωκομματική διαμάχη».

Ο Ερενμπουργκ πάντως που επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1957, τιμήθηκε και από το ημέτερο ΚΚΕ. Ηταν 2 Απριλίου 2008, όταν εκδήλωση για τα 90 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης και του ΚΚΕ, που οργανώθηκε από το Πολιτιστικό Τμήμα της Κ.Ε. του ΚΚΕ και την ΚΝΕ στην αίθουσα συνεδρίων στον Περισσό, ήταν αφιερωμένη «στον επαναστάτη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ηλία Ερενμπουργκ», που « ξεχωρίζει για την αφοσίωση στα σοσιαλιστικά επαναστατικά ιδανικά, των οποίων υπήρξε αγνός μαχητής σε όλη τη ζωή του».


AgrinioStories