«Κάτω τα ανεπεξέργαστα»: το Αγρίνιο στο «πόδι»

Στις 24 Φεβρουαρίου 1927,
ο Παναγόπουλος, αποφάσισε και επιχείρησε
να μεταφέρει ανεπεξέργαστα καπνά,
από το Αγρίνιο στο Βόλο

«Κάτω τα ανεπεξέργαστα»

«Οι καπνεργάται και οι καπνεργάτριαι δηλώνουν ότι
περίπτωσις φορτώσεως ανεπεξέργαστων
θα έχη μεγαλυτέρας συνεπείας,
την δε ευθύνη θέλει φέρει εξ ολοκλήρου το κράτος»

 

- του Λευτέρη Τηλιγάδα -

 

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα του καπνεμπορικού και καπνεργατικού κόσμου, το οποίο τη δεκαετία 1920 – 1930 οδήγησε σε ισχυρές ταξικές συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν το ζήτημα των «ανεπεξέργαστων καπνών». Και τον Ιούλιο του 1926, με την δυναμική αποτροπή της μεταφοράς καπνών της εταιρείας GENERALE, του Ηλία Ηλιού, και στις 24 Φεβρουαρίου 1927, από την εταιρεία «Έρμπαν Σπήρερ» και στις 2 Μαρτίου, της ίδιας χρονιάς, η δυνατότητα των καπενμπόρων να μεταφέρουν τα καπνά σε άλλες περιοχές για επεξεργασία, στάθηκε αρκετές φορές αφετηρία ισχυρών και δυναμικών καπνεργατικών κινητοποιήσεων στην περιοχή μας.

Τα γεγονότα αυτών των δύο τελευταίων δυναμικών κινητοποιήσεων θα περιγράψουμε σε αυτό το κείμενο, έτσι όπως τα κατέγραψε ο αθηναϊκός τύπος εκείνων των ημερών. Πριν όμως μπούμε στην περιγραφή αυτών των γεγονότων, είναι χρήσιμο να δούμε το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν, τα νομοθετήματα που θεσμοθετήθηκαν για την επίλυση του , καθώς και τις απόψεις των δύο πλευρών που συγκρούσθηκαν γι’ αυτά.

Το ζήτημα των «ανεπεξέργαστων»

Αν και μερικοί υποστηρίζουν ότι το ζήτημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1919[1] στην πραγματικότητα αυτό είχε ξεκινήσει πολύ πιο νωρίς, κυρίως στις καπνοπαραγωγικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Όπως μπορεί να δει κανείς στην έκδοση της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, με τίτλο, «Το ζήτημα της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών», εμφανίστηκε στην Μακεδονία το 1909[2] με την ταυτόχρονη εμφάνιση στην αγορά καπνού της Αμερικάνικης Καπνοβιομηχανίας, η οποία επιχείρησε να εξάγει καπνά μερικώς επεξεργασμένα. Από την άλλη το γαλλικό τότε μονοπώλιο (Regie), το οποίο είχε την έδρα του στην Τουρκία, βοηθούμενο από τους εγχώριους καπνεμπόρους, πολέμησε με σφοδρότητα την εξαγωγή αυτή και την ματαίωσε. Την ίδια χρονιά στο Βόλο ο εμπορικός οίκος Σακιρτζιάν και αργότερα ο οίκος Ματουσιάν, επιχείρησαν να εξάγουν 200.000 περίπου ανεπεξέργαστα καπνά. Αυτό τους οδήγησε σε σκληρή αντιπαράθεση με το καπνεργατικό κίνημα του Βόλου, που κατάφερε τελικά να ματαιώσει την εξαγωγή.

Κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων όμως, και ειδικότερα τα χρόνια από το 1916 έως το 1918 η εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών έγινε ανεξέλεγκτη, χωρίς να υπάρξει μάλιστα καμία αντίδραση από το καπνεργατικό κίνημα εξ αιτίας της εμπόλεμης κατάστασης.

Μέσα από αυτή την εξέλιξη το ζήτημα εμφανίζεται πάλι το 1919. Στην επανεμφάνιση του συμβάλουν αποφασιστικά η μικρή παραγωγή του 1918 και η αύξηση της προσφοράς εργασίας με την εισροή προσφύγων που αρχίζει να παρατηρείται σταδιακά. Και τα δύο αυτά γεγονότα δημιουργούν μια σημαντική άνοδο της ανεργίας στον καπνεργατικό κλάδο η οποία αποδίδεται από το καπνεργατικό κίνημα στην αλλαγή της επεξεργασίας των καπνών η οποία δεν πραγματοποιείται πια σύμφωνα με παλιούς πολυτελής τρόπους συσκευασίας, αλλά με απλούστερους και οικονομικότερους τρόπους. Αποτέλεσμα όλης αυτής της διεργασίας ήταν η πρώτη νομοθετική πράξη για την διευθέτηση του προβλήματος με τον νόμο 2.869 της 16ης Ιουλίου 1922, «Περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξέργαστων αρωματικών καπνών»[3] η οποία στηρίχτηκε σε έκθεση μιας κυβερνητικής επιτροπής, που συγκροτήθηκε υπό την προεδρία του Αθ. Ευταξία. Το πλαίσιο όμως αυτού του νομοθετήματος ήταν τόσο ασαφές που ξεσήκωσε τις αντιδράσεις και των εργατικών και των καπνεμπορικών οργανώσεων, οι οποίες, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, εύρισκαν τον νόμο ανεπαρκή ή πιεστικό.[4]

Αποτέλεσμα αυτών των αντιδράσεων ήταν η δικτατορική Κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου, λίγες μέρες πριν παραδώσει την εξουσία στην Κυβέρνηση του Ευταξία (μία προσπάθεια πολιτικοποίησης της δικτατορίας του Πάγκαλου), προχώρησε στην κατάργηση του νόμου 2.869 με το Νομοθετικό Διάταγμα «Περί επεξεργασίας του καπνού και ασφαλίσεως των καπνεργατών» και επανέφερε το καθεστώς της πλήρους ελευθερίας των εξαγωγών του καπνού, καθιερώνοντας ως υποχρεωτική μόνο τη χωρική επεξεργασία.

Η πολιτική κατάσταση

Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου 1926[5]  και έγιναν για πρώτη φορά με αναλογικό εκλογικό σύστημα και έντυπο κομματικό ψηφοδέλτιο, δεν συμμετείχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι. Αυτοδυναμία δεν κέρδισε καμία παράταξη.

Σε σύνολο 286 εδρών οι φιλοβενιζελικοί σχηματισμοί συγκέντρωσαν το 46,59% των ψήφων και αθροιστικά 143 έδρες (108 έδρες η «Ένωση Φιλελευθέρων» του Καφαντάρη και του Μιχαλακόπουλου, 17 έδρες η «Δημοκρατική Ένωση» και 18 έδρες τα μικρότερα βενιζελογενή κόμματα).  Οι αντιβενιζελικοί  με ποσοστό 41,63% πήραν 127 έδρες (63 έδρες το Λαϊκό κόμμα, 54 έδρες οι Ελευθερόφρονες του Μεταξά και τέλος 10 έδρες διάφοροι άλλοι σχηματισμοί). Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξέλεξαν δύο βουλευτές, το «Αγροτικό κόμμα Ελλάδας» κατέλαβε τέσσερις έδρες, ενώ, για πρώτη φορά, το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων που ελέγχονταν απόλυτα από το ΚΚΕ, πήρε ποσοστό 4,38% και κατέλαβε 10 βουλευτικές έδρες.

Μόνη λύση για να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση ήταν η συνεργασία των αντιβενιζελικών και των βενιζελικών, η οποία και πραγματοποιήθηκε για να προκύψει η οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη.

Οι βουλευτές που εκλέχθηκαν από την Αιτωλοακαρνανία ήταν οι: Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας (Κόμμα Ελευθεροφρόνων), Γεώργιος Καλαντζόπουλος (Κόμμα Ελευθεροφρόνων), Δημήτριος Κατσάνος (Κόμμα Ελευθεροφρόνων), Ιωάννης Νικολίτσας (Κόμμα Ελευθεροφρόνων), Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος (Λαϊκό κόμμα), Σπυρίδων Κ. Τρικούπης (Λαϊκό κόμμα), Ιωάννης Ν. Παπαϊωάννου (Λαϊκό κόμμα), Γεώργιος Καφαντάρης (Ένωσις Φιλελευθέρων), Ιωάννης Καναβός (Ένωσις Φιλελευθέρων), Ιωάννης Τσιγκόλης (Ένωσις Φιλελευθέρων), Γεώργιος Τσακανίκας (Ένωσις Φιλελευθέρων).

Από την πρώτη κιόλας μέρα του σχηματισμού της η κυβέρνηση δεν διστάζει να κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στα λαϊκά αιτήματα, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που τον Μάρτη του 1927 δύο απεργοί θα σκοτωθούν στις συμπλοκές ανάμεσα σε αστυνομικούς και απεργούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντεργατικών διαθέσεων της οικουμενικής κυβέρνησης  Ζαΐμης, οι απόψεις και οι θέσεις του Δημήτρη Κατσάνου, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής Τριχωνίδας με το κόμμα Ελευθεροφρόνων (2012 ψήφοι, γ΄ κατανομή). Ο προαναφερόμενος βουλευτής, κατά τη συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου του 1927 και προ της ημερησίας διάταξης, «λαμβάνων τον λόγον επί επείγοντος ζητήματος», όπως δήλωσε, «υποστήριξε ότι οι καπνεργάται Αγρινίου ημπόδισαν φόρτωσιν μερίδος καπνών μεταφερομένων εις Βόλον, εκφορτώσαντες τα βαγόνια βιαίως επενεγκόντες ζημίας και παρακαλεί, όπως ενισχυθεί η αστυνομία Αγρινίου, δια να επιβληθεί το κράτος του νόμου και προστατευθούν αι περιουσίαι του κόσμου»[6].

Οι απόψεις των καπνεμπόρων και των καπνεργατών

Σύμφωνα με τις απόψεις των καπνεργατών, τα καπνά τα οποία είχαν επεξεργαστεί με φτηνές μεθόδους, όπως αυτές των αρμαθοδεμάτων ή του ντιζή ντεκή ή της τόγκας θεωρούνταν ανεπεξέργαστα. Φοβούμενοι μάλιστα την εκτίναξη της ανεργίας του κλάδου τους, από το γεγονός της επιλογής αυτού του τρόπου της χωρικής επεξεργασίας από τους καπνεμπόρους, ζητούσαν κρατική παρέμβαση, η οποία θα απαγόρευε με νόμο την εξαγωγή αυτών των καπνών.

Από την άλλη οι καπνέμποροι είχαν την άποψη ότι ανεπεξέργαστα καπνά θεωρούνταν μόνο όσα είχαν υποβληθεί σε μια γρήγορη και πρόχειρη επεξεργασία από τους καπνοπαραγωγούς, υποστηρίζοντας πως κάθε μεταγενέστερη επεξεργασία για τη διαλογή, τον ποιοτικό διαφορισμό και την με κάθε τρόπο δεματοποίησή τους αποτελούσε πλήρη εμπορική επεξεργασία. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να θεωρούν κάθε κρατική παρέμβαση, η οποία θα επέβαλλε αδικαιολόγητα πιο δαπανηρούς τύπους επεξεργασίας, πως θα επιβάρυνε τον καπνό και κατά συνέπεια το τελικό προϊόν με ένα υψηλό κόστος παραγωγής.

Τα γεγονότα της 24ης Φεβρουαρίου 1927

Στις 24 Φεβρουαρίου 1927, ενάμιση περίπου χρόνο μετά το «ματωμένο Αύγουστο» του Αγρινίου, ο οποίος σημαδεύτηκε από την εκτέλεση των καπνεργατών Θεμιστοκλή Καρανικόλα και Βασιλικής Γεωργατζέλη, ο Παναγόπουλος, αποφάσισε και επιχείρησε να μεταφέρει ανεπεξέργαστα καπνά, πρώτης και δεύτερης ποιότητας, από τις καπναποθήκες του στο Αγρίνιο στα καπνομάγαζα του Βόλου για τη συνέχιση της επεξεργασίας τους. Οι καπνεργάτες των αποθηκών αμέσως μόλις το έμαθαν, άφησαν τη δουλειά τους, έτρεξαν στον σιδηροδρομικό σταθμό και χωρίς κανένα δισταγμό όρμησαν πάνω στα φορτωμένα βαγόνια, τα άδειασαν, πήραν στην πλάτη τα δέματα και τα μετέφεραν πίσω στην αποθήκη, ό-που και τα παρέδωσαν.

Μετά την παράδοση των καπνών οι συγκεντρωμένοι εκεί καπνεργάτες και καπνεργάτριες σχημάτισαν διαδήλωση η οποία κατέληξε στην κεντρική πλατεία της πόλης (Απάνω Πλατεία, σημερινή Πλ. Ειρήνης). Εκεί οργανώθηκε ένα τεράστιο σε δυναμική συλλαλητήριο, στο οποίο πήραν μέρος πάνω από δύο χιλιάδες[7] καπνεργάτριες και καπνεργάτες. Το συλλαλητήριο με τη  παρουσία τους στήριξαν και άλλοι εργάτες αμέσως μόλις έμαθαν όσα συνέβησαν στο τρένο.

Στους συγκεντρωμένους εργάτες μίλησαν ο καπνεργάτης, Βασίλης Ζήσης και ο Γραμματέας του σωματείου, Αλέκος Ντούβας, οι οποίοι «καυτηρίασαν» τη στάση του κράτους απέναντι στους καπνεργάτες καθώς και τις μεθόδους των καπνεμπόρων, οι οποίοι, όπως υποστήριξαν οι ομιλητές, «θέλουν να εξαναγκάσουν τους καπνεργάτας εις το να αποθάνωσιν εκ πείνης».

Πιο συγκεκριμένα ο καπνεργάτης Βασίλης Ζήσης καυτηρίασε την αδιαφορία της Κυβέρνησης και της Βουλής για όλα εκείνα τα ζητήματα που αφορούσαν τη βελτίωση της ζωής των καπνεργατών[8], επιτέθηκε κατά των καπνεμπόρων, οι οποίοι, όπως ανέφερε, προσπαθούν να δημιουργήσουν ανάμεσα στους καπνεργάτες, τους καπνοπαραγωγούς και τους επαγγελματίες και κάλεσε όλους τους εργαζόμενους να σταθούν απέναντι στο αντικαπνικό Νομοθετικό Διάταγμα «Περί επεξεργασίας του καπνού και ασφαλίσεως των καπνεργατών»[9], με το οποίο καθιερώθηκε το καθεστώς της πλήρους ελευθερίας στην εξαγωγή των καπνών και ιδρύθηκε το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ).

Σε όλη τη διάρκεια της συγκέντρωσης, αλλά και της διαδήλωσης που προηγήθηκε τα συνθήματα των καπνεργατών ήταν: «Κάτω τα ανεπεξέργαστα». «Κάτω η οικουμενική». «Θέλουμε δουλειά».

Αμέσως μετά το πέρας το ομιλιών οι συγκεντρωμένοι εργάτες αποδέχθηκαν το παρακάτω παρακάτω ψήφισμα, το οποίο τηλεγράφησαν στον Πρόεδρο της Βουλής και την κοινοβουλευτική ομάδα του Ενιαίου Μετώπου[10]. Το κείμενο του ψηφίσματος είχε ως εξής:

«Επί αγγελία φορτώσεων καπνών ανεπεξέργαστων δύο χιλιάδες περίπου καπνεργάται εγκαταλείψαντες αυθορμήτως την εργασίαν και εν διαδηλώσει συγκεντρωθέντες εις το τηλεγραφείον απαιτούν την άμεσον τροποποίησιν του νόμου περί ανεπεξέργαστων συμφώνως με το υπόμνημα της ομοσπονδίας, την καταβολήν των υπολοίπων 60 ημερομισθίων της ανεργίας εις τους καπνεργάτας. Οι καπνεργάται και οι καπνεργάτριαι δηλώνουν ότι περίπτωσις φορτώσεως ανεπεξέργαστων θα έχη μεγαλυτέρας συνεπείας, την δε ευθύνη θέλει φέρει εξ ολοκλήρου το κράτος. Εντολή συγκεντρώσεως επιτροπή: Στ. Γιδαρόπουλος, Δημ. Κουκούλης, Σ. Μπίσιας, Γαρυφαλιά Ρέπα, Ειρήνη Δίπλα».

Η αστυνομία δεν έκανε καμία κίνηση κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου. Αμέσως όμως μετά τη λήξη του προχώρησε σε προσαγωγές ξεκινώντας από τους δύο ομιλητές. Η επιτροπή «Εργατικής Βοήθειας» διαμαρτυρήθηκε γι αυτές, ζητώντας ταυτόχρονα την άμεση απελευθέρωση των προσαχθέντων. Το ίδιο έκανε και το διοικητικό συμβούλιο του Σωματείου Καπνεργατών, το οποίο συνεδρίασε έκτακτα και έστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στην Κυβέρνηση και στον νομάρχη, με το οποίο ζητούσε την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων.

Από δύο τηλεγραφήματα που δημοσιεύει ο Ριζοσπάστης στις 26 Φεβρουαρίου του 1927, μαθαίνουμε ότι η αστυνομικές αρχές της πόλης πραγματοποίησαν δεκαπέντε περίπου συλλήψεις καπνεργατών, ενώ ο διοικητής της χωροφυλακής που έφτασε το μεσημέρι της 25ης Φεβρουαρίου δέχθηκε επιτροπή μικρεμπόρων και επαγγελματιών η οποία του ζήτησε την απόλυση των κρατουμένων.

Αμέσως μετά από αυτούς ο διοικητής συναντήθηκε με επιτροπή καπνεργατών, η οποία του τόνισε, ότι σε περίπτωση που οι εργάτες κρατηθούν μέχρι τις 3:00 το μεσημέρι, ώρα κατά την οποία σχολούσε η πρωινή βάρδια των αποθηκών, ίσως να συνέβαιναν μεγαλύτερα γεγονότα, «την ευθύνην των οποίων θέλουν φέρει αι αρχαί». Μία ώρα μετά την αποχώρηση της επιτροπής,  όλοι οι προσχθέντες, απελευθερώθηκαν.

 

Παραπομπές: 1.Δημήτριος Ε. Καλιτσουνάκης, Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, τόμος 12, σελ. 9 | 2. Βασίλης Γ. Βαρβερόπουλος, Ο μονοπωλιακός χαρακτήρ της οικονομικής του καπνού οργανώσεως, Αθήναι 1935, σελ. 164 | 3. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αριθμός 119 τεύχος Α΄ της 20/7/1922. | 4. Βασίλης Γ. Βαρβερόπουλος, ο.π., 166 | 5. Τα κόμματα που πήραν μέρος σε αυτές τις εκλογές ήταν 14: Συνασπισμός Ένωσις Φιλελευθέρων (Γεώργιος Καφαντάρης), Λαϊκό Κόμμα (Παναγής Τσαλδάρης), Κόμμα των Ελευθεροφρόνων (Ιωάννης Μεταξάς), Κόμμα Δημοκρατικής Ενώσεως (Αλέξανδρος Παπαναστασίου), Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων (Διοικούσα επιτροπή), Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (Αλέξανδρος Μυλωνάς), Κόμμα Ανεξάρτητων και Προσφύγων (Αριστομένης Μητσοτάκης), Φιλελεύθερο Προσφυγικό Κόμμα (Θεμιστοκλής Σοφούλης), Κόμμα Συμπράξεως Συντηρητικών (Νικόλαος Τριανταφυλλάκος), Επαρχιακό Κόμμα (Ρούσος Α. Κούνδουρος) Συνεργαστικό Αγροτικό Κόμμα, Κόμμα Δημοκρατικών Φιλελεύθερων, Κόμμα Εβραϊκής Πολιτικής Ενώσεως, Κόμμα Εθνικοφρόνων Λαϊκών, Κόμμα Λαϊκο ελευθεροφρόνων. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Α συνόδου, της Α΄ βουλευτικής περιόδου, τόμος Α΄, 26 Νοεμβρίου 1926 έως 29 Αυγούστου 1927, Εν Αθήναις, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1927, Συνεδρίαση ΜΑ΄, σελ, 249. | 7. Ριζοσπάστης, 25 Φεβρουαρίου 1927, Αθήνα, Περίοδος Γ΄, Χρόνος Θ, αρ. φυλ. 185 σελ. 8 | 8. Ριζοσπάστης, 3 Μαρτίου 1927, Αθήνα, Περίοδος Γ΄, Χρόνος Θ, αρ. φυλ. 191 σελ. 4 | 9. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τ. 177 Α (15.07.1925), σ. 1090-1091. | 10. Το Ενιαίο Μέτωπο, Αγροτών και Προσφύγων ήταν η κοινοβουλευτική έκφραση του ΚΚΕ το οποίο στις εκλογές του 1926 κέρδισε 10 έδρες. Υποψήφιοι στην Αιτωλοακαρνανία με το Ενιαίο Μέτωπο χωρίς όμως να επιτευχθεί η εκλογή κανενός ήταν: ο Επαμεινώνδας Ν. Βασιλείου (πήρε 141 ψήφους), ο Δημοσθένης Βελέντζας (πήρε 26 ψήφους), ο Αλέξανδρος Φ. Ντούβας (πήρε 130 ψήφους), ο Κωνσταντίνος Ν. Σαρλής  (πήρε 165 ψήφους), ο Κωνσταντίνος Ι. Σιαφάκας (πήρε 116 ψήφους), ο Κωνσταντίνος Θ. Σιδερής (πήρε 179 ψήφους),  ο Χρήστος Δ. Σουλές (πήρε 11 ψήφους) και ο Ιωακείμ Π. Τσατσάκος, (πήρε 385 ψήφους) | 9. Νίκος Οικονόμου, «Εκλογές – Δημοψηφίσματα  Α. Πολιτικές συμπεριφορές στην περίοδο 1923-1936», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000,τομ. 7ος, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ.36
Φωτογραφία: Καπνεργάτριες στην αποθήκη Παναγοπούλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *