Ιπποπόταμοι συντροφιάς, του Γιάννη Μακριδάκη

O Γιάννης Μακριδάκης
γεννήθηκε το 1971 στη Xίο
και σπούδασε Mαθηματικά

Έχει εκδώσει ιστορικές αφηγήσεις,
μυθιστορήματα και νουβέλες

 

του Νίκου Σαραντάκου

 

Αυτές τις μέρες ο Γιάννης Μακριδάκης βρίσκεται στην Αθήνα, πρώτη φορά μετά την πανδημία -είχε να έρθει στα μέρη μας από το 2019. Αν θέλετε να τον δείτε από κοντά, μπορείτε να τον δείτε την Τρίτη 16 στο Librofilo (Κουκάκι), την Τετάρτη 17 στον Πειραιά και την Παρασκευή 19 στην Κηφισιά.

Εγώ δεν μπορώ εκείνες τις μέρες, κι επειδή το ήξερα, πήγα και τον είδα στην παρουσίαση που έγινε την περασμένη Τετάρτη στο Κομπραί, στα Εξάρχεια. Ήταν μια πολύ καλή εκδήλωση, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε διότι ο εκδοτικός οίκος, η Εστία, είχε την καλή ιδέα να την βιντεοσκοπήσει και να την ανεβάσει στο YouTube: μάλιστα, αν προσέξετε, σε κάποια σημεία μιλάω κι εγώ. Όμως το ενδιαφέρον είναι εκεί που μιλάει ο ίδιος και λέει πώς από την ιστορία του παππού του εμπνεύστηκε τις Βάρδιες των πουλιών και όλα τα άλλα που λέει στην αρχή.

 

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει σπυριά από μαστίχι. Είναι στο μέγεθος που οι μαστιχοπαραγωγοί το λένε, πολύ εύγλωττα, δαχτυλιδόπετρα. Τα πιο μικρά είναι τα κουκούδια, τα πιο μεγάλα τα λένε πίτες. Ο Μακριδάκης, το λέει και στο βίντεο, παράγει 40 κιλά μαστίχι (έτσι το λένε, όχι μαστίχα) το χρόνο, ενώ όλο το νησί κάπου 200 τόνους. Τα μαστίχια της φωτογραφίας είναι δική του παραγωγή. Παράγει επίσης κηπευτικά, χαρουπόμελο, λίγα φρούτα, λάδι στο χτήμα του στη Βολισσό. Και βιβλία.

Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου παραξένεψε, όχι άδικα -και κάποιος το ρώτησε και στην παρουσίαση. Είναι μια φράση μιας ηρωίδας του μυθιστορήματος, για να χαρακτηρίσει το βάλτωμα του ζευγαριού που πρωταγωνιστεί στη νουβέλα. Διότι νουβέλα είναι το βιβλίο, κάπου 160 σελίδες. Ο Χαρίλαος και η Παρή, γύρω στα 60, έπεσαν έξω οικονομικά στα χρόνια της κρίσης κι έτσι άφησαν την Αθήνα, τον Άγιο Ιερόθεο, και επέστρεψαν στη Χίο, τη γενέτειρα της Παρής, όπου ασχολούνται με τη μαστιχοκαλλιέργεια. (Εκείνος είναι Μεσολογγίτης και δεν του πολυαρέσει στο νησί, όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν να ψήνουν και να τρώνε, αλλά συμβιβάστηκε). Έχουν δυο μεγάλες κόρες, η μία παντρεμένη στην Αθήνα, η άλλη, η Αντριανή, με νοητική υστέρηση, μένει μαζί τους και συνεχώς επαναλαμβάνει τα λόγια της μητέρας της. Τι θ’ απογίνει αυτό το παιδί όταν πεθάνω, είναι ο καημός της Παρής, και το κακό είναι πως η κακιά αρρώστια έχει προχωρήσει και δεν της μένει πολλή ζωή.

Είναι Αύγουστος, ο καιρός για το κέντος, όπως το λένε. Ο Χαρίλαος με δυο Πακιστανούς εργάτες κεντάνε τους σκίνους, να δακρύσουν το μαστίχι και να πάνε μετά να το μαζέψουν. Έχει έρθει και η Νάγια από την Αθήνα με τον άντρα της τον δικηγόρο. Αλλά από τις πρώτες σελίδες ένα μυστήριο τούς αναστατώνει: μια επίμονη δυσοσμία μέσα στο σπίτι, σαν από κάποιο ψοφίμι, άλλοτε πιο διακριτική και άλλοτε, ιδίως τα βράδια, ανυπόφορη. Ψάχνουν παντού, κάνουν το σπίτι άνω κάτω, μέσα κι έξω, αλλά δεν βρίσκουν την πηγή της.

Το βιβλίο μού θύμισε Παπαδιαμάντη, κατά το ότι περιγράφει μια ιστορία καθημερινών ανθρώπων χωρίς να υπάρχει καμιά συναρπαστική πλοκή -υποτυπώδη θα την έλεγα. Η ανεξήγητη δυσοσμία είναι ένα πρόσχημα, μάλλον ισχνό. Μένει η μαστοριά της γραφής και η αγάπη για τους ανθρώπους.

Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου, λίγο πριν αποκαλυφθεί η αιτία της δυσοσμίας -αλλά βέβαια δεν θα σποϊλάρω. Διάλεξα το απόσπασμα αυτό γιατί έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, αφού την έκφραση «βρέχει σιτζίμια» την έχουμε αναφέρει και στο ιστολόγιο -τη λένε και στη Μυτιλήνη.

Τέλη Αυγούστου, έρχεται μπουρίνι, γι’ αυτό και ο Χαρίλαος έσπευσε να μαζέψει το μαστίχι. Είναι Κυριακή, Παρή και Αντριανή πάνε στην εκκλησία.

Μόλις ντυθήκανε μάνα και κόρη, πήρανε αγκαλιά τη φανουρόπιτα, τυλιγμένη σε μια λευκή πετσέτα πεντακάθαρη, και βγήκανε απ’ το σπίτι. Ήτανε πολύ μουντό και υγρό εκείνο το πρωί. Δεν κουνούσε ούτε φύλλο. Τα τζιτζίκια τσιμουδιά. Ησυχία θανατερή. Σαν να προμήνυε κάποια κοσμοχαλασιά ήτανε η ατμό­σφαιρα, και όσο περνούσε η ώρα και ο ήλιος ανέβαινε πάνω απύ τα βαριά σύννεφα, αντί να φωτίζει σκοτεί­νιαζε η μέρα όλο και πιο πολύ και είχε μια θολούρα καφεκίτρινη σαν να τους είχανε θειαφίσει απύ ψηλά. Η θάλασσα ήταν ασάλευτη εντελώς, νόμιζες ότι μπορού­σες να περπατήσεις και να φτάσεις απέναντι, στη μικρα­σιατική ακτή που διαγραφότανε ολοκάθαρη στον ορί­ζοντα, λουσμένη σ’ ένα απόκοσμο φως. Η ζέστη ήταν αφόρητη ήδη, κουφόβραση από νωρίς.

Κάτι τέτοιες μέρες κάνει σεισμό, ο Θεός να μας φυλάει, μουρμούρισε η Παρή καθώς περπατούσαν, Άγιε μου Φανούριε, βάλε το χεράκι σου, σταυροκοπήθηκε και έσφιξε ενστικτωδώς την πίτα στη μασκάλη της.

Η Αντριανή ήτανε φοβισμένη και όλο ρωτούσε τη μητέρα της τι καιρός ήταν αυτός, αν θα κάνει σεισμό και αν ήρθε ο χειμώνας.

Χωθήκανε σε λίγο μέσα στην εκκλησία, κάνανε τα καθέκαστα και είχανε τον νου τους στο μπουρίνι, που φαινόταν ότι έρχεται φουσκωμένο, ολοταχώς. Το είπε εξάλλου κι ο παπάς. Πως θα σπατσάρει πιο νωρίς τη λειτουργία για να προλάβουν τον καιρό, να γυρίσουν στα σπίτια τους, μην τυχόν και βραχούνε. Αρτοκλασία δεν έκανε. Τις πίτες μόνο των γυναικών ευλόγησε και ύστερα τις έκοψε σε μεγάλα κομμάτια, να χορταίνει το μάτι των πιστών. Εξάλλου δεν ήταν και πολύ το εκ­κλησίασμα. Τα έβαλε όλα σε δυο πανέρια μεγάλα και πήγε και τ’ απόθεσε επάνω στο παγκάρι για να τα παίρνουν φεύγοντας. Έκανε, τέλος, και παράκληση στον Άγιο Φανούριο για τους μαστιχοπαραγωγούς, να έχουνε όσο λιγότερη ζημιά απ’ το μπουρίνι. Είπε Αμήν και απόψαλε.

Φύγανε οι γυναίκες.

Σαν βγήκανε από την εκκλησιά, βαστώντας τυλι­γμένα στην πετσέτα τα μερδικά τους, έξι κομμάτια δηλαδή, που τα διάλεξε η Παρή πολύ προσεκτικά να είναι όλα από τη δική της φανουρόπιτα διότι τις άλλες τις σιχαινότανε, τράβηξαν για το σπίτι γρήγορα. Στον δρόμο που πηγαίνανε, τις χτύπησε στο πρόσωπο ένα αεράκι δροσερό και μια οσμή γης υγρής σαν από πρω- τοβρόχι, που σήμαινε πως κάπου κοντά ήδη έριχνε, και καταφτάνει σύντομα κι εκεί το μεγάλο μπουρίνι. Εξάλλου είχαν αρχίσει να ακούγονται μπουμπουνητά από ώρα. Η Αντριανή ξεφώνιζε και ήταν κολλημένη απάνω στη μητέρα της.

Μόλις διαβήκανε την πόρτα του σπιτιού τους και είδαν τον Χαρίλαο στην κουζίνα να τρώει τοστ μακά­ριος και να ακούει λαϊκά από το κινητό του, προτού καλά καλά προλάβει η Παρή να εκνευριστεί και να του πει πως δεν είναι υποχρεωμένη να ακούει τα τραγού­δια του πρωί πρωί, και άμα θέλει να έχει μουσικές, να πάει στο μέσα δωμάτιο και να κλείσει την πόρτα, άρχι­σε το μεγάλο κακό.

Νερά ταραχτικά από τον ουρανό έφτιαχναν λίμνες και φουσκάλες στα τσιμέντα της αυλής, και τα αστρο­πελέκια σκίζανε το στερέωμα σαν να είχε έρθει του Νώε ο κατακλυσμός και το τέλος του κόσμου.

Είχανε μείνει και οι τρεις τους μες στην κουζίνα και παρακολουθούσανε με δέος απέξω την κατάσταση. Η Αντριανή φοβότανε πολύ.

Σιτζίμια βρέχει ο ουρανός, έλα Παναγία μου, αυ­γουστιάτικα, μονολόγησε η Παρή και σταυροκοπήθηκε.

Τι είναι πάλι τα σιτζίμια, ρε γυναίκα; τη ρώτησε ο Χαρίλαος μπουκωμένος και χασκογέλασε. Ήτανε ευδιάθετος διότι ο καιρός δεν του έκανε ζημιά. Αλίμονο στους άλλους, είπε, σ’ αυτούς που δεν προλάβανε να μαζέψουνε. Τρέχανε τις προηγούμενες νύχτες στα σκινοτόπια με τους φακούς της κεφαλής οι μαστιχοπαραγωγοί για να σαρώσουνε το μαστίχι, να πάρουν ό,τι προλάβουνε, να σώσουν ό,τι μπορούνε, μόλις κατάλα­βαν πως οι προγνώσεις του καιρού θα επαληθευτούν και με το παραπάνω.

Σκοινιά είναι τα σιτζίμια, του είπε η Παρή, σχοινιά. Τούρκικη λέξη είναι. Το ’λεγε ο παππούς μου αυτό, άμα έβρεχε σαν τώρα, πως κρέμονται τα νερά σαν τα σκοινιά από τον ουρανό. Πρώτη φορά μού ήρθε στη γλώσσα αυτή η λέξη, ούτε που την είχα ποτέ μου ξανα- θυμηθεί, έκανε έκπληκτη η Παρή και σταυροκοπήθηκε ξανά. Έλα Παναγία μου και Άγιε μου Φανούριε, μεγά­λη η χάρη σου, μέρα που είναι σήμερα. Κι ας μη μου φανερώθηκες ακόμα, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα. Σκέφτηκε το ψοφίμι, που της ερχότανε πιο δυνατή η παρά­ξενη βρόμα του μ’ αυτό το αεράκι και την υγρασία, και μια σκιά παράπονου πέρασε αστραπιαία απ’ τα μάτια της. Πως την αμέλησε ο Άγιος, πως δεν έδωσε βάση στο αίτημά της.

Μας έχεις πρήξει με τον παππού σου, της είπε ο Χαρίλαος και σηκώθηκε. Πήγε παραμέσα, να ακούσει με την ησυχία του τα τραγούδια που ήθελε, εκείνο το αλλόκοτο πρωινό της τελευταίας Κυριακής του Αυγούστου.

Πήγε στο δωμάτιό της και η Αντριανή να αλλάξει, και έμεινε η Παρή μόνη της στην κουζίνα. Έπιασε να τακτοποιήσει τα κομμάτια της φανουρόπιτας μέσα σε μια πιατέλα, για να μοιράσει σε όλους από ένα σε λίγο, μόλις θα κατέβαιναν και τα παιδιά για πρωινό. Ευτυ­χώς, με την κοσμοχαλασιά αυτή δεν είχε πάρει χαμπά­ρι την πίτα ο Χαρίλαος, διότι όχι μονάχα θα απαιτούσε να φάει αμέσως το κομμάτι του, απάνω από το τοστ, αλλά δεν θα ήτανε ικανοποιημένος μόνο με ένα και θα γινότανε σαματάς. ….

Όπως μπορείτε να ακούσετε και στο βίντεο, ρώτησα τον Μακριδάκη τι θα πει «είναι όλοι οι σκίνοι λουλουμαρισμένοι» (σ. 104 αν έχετε το βιβλίο). Με όλους τους χυμούς τους, μου απάντησε και πρόσθεσε ότι υπάρχει και επίθετο Λουλουμάρης στο νησί. Αλλά την ετυμολογία της λέξης δεν μπορώ να τη φανταστώ.

 

Πηγή
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click στο Posted in Αναδημοσιεύσεις