Ζαπαντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής
Η λαϊκή συλλογική μνήμη
Μια βασική διαφορά στο ιστορικό τοπίο του Ζαπάντ' και των κρητικών πόλεων είναι η διατήρηση των τζαμιών
Οι Τούρκοι όταν κατέλαβαν την Κρήτη (1669 μ.Χ.) δεν μετέφεραν στρατεύματα και στελέχη για το διοικητικό τους μηχανισμό, αλλά με οι-κονομικά κυρίως ανταλλάγματα προσεταιρίστηκαν μεγάλες μερίδες πληθυσμού, οι οποίες άλλαξαν το θρήσκευμά τους και έγιναν μουσουλμάνοι. Είναι γνωστοί ως Τουρκοκρητικοί. Αυτοί, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη και να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και τη Συρία, όπου, σύμφωνα με μαρτυρίες ιστορικών ερευνητών της περιόδου, εξακολουθούν ακόμα και σήμερα ολόκληρα χω-ριά να μιλούν το κρητικό ελληνικό ιδίωμα.
Μια βασική διαφορά στο ιστορικό τοπίο του Ζαπάντ’ και των κρητικών πόλεων είναι η διατήρηση των τζαμιών. Στο Ρέθυμνο το τζαμί είναι το πιο υψηλό οίκημα της παλιάς πόλης και δεσπόζει πάνω από τα σπίτια. Η διατήρησή του μπορεί να αποδοθεί στο χρόνο και στον τρόπο αποχώρησης των Τούρκων και των Τουρκοκρητικών από την Κρήτη, καθώς και στην οικονομία της πόλης που στηρίζεται κατεξοχήν στον τουρισμό. Οι αρχές του τόπου κάνουν αγώνα για να διατηρήσει η πόλη το «χρώμα» της. Στο δημόσιο λόγο τους όμως δεν αναφέρονται σε «τούρκικα» μνημεία, αλλά απλώς σε «διατηρητέα μνημεία». Η επίσημη ονομασία του τζαμιού σήμερα είναι «Ωδείο». Έχει αλλάξει χρήση και συγκεντρώνονται εκεί οι χορωδίες. Από την άλλη μεριά η εκκλησία που δεσπόζει μέσα στην πόλη είναι αφιερωμένη στους Τέσσερις Μάρτυρες. Μάρτυρες ονομάζονται όσοι εξισλαμισμένοι ξανάγιναν χριστιανοί γνωρίζοντας ότι, αν αυτό αποκαλυφθεί, το τίμημα ήταν να βασανιστούν, να υποστούν μαρτύρια, δηλαδή να μαρτυρήσουν. Και στο Ηράκλειο ένας από τους κε-ντρικότερους δρόμους της πόλης ονομάζεται των 52 Μαρτύρων. Με αυ-τό τον τρόπο αυτό που επιβάλλεται ως επίσημη μνήμη στους Κρητικούς είναι ότι οι χριστιανοί υπέστησαν μαρτύρια από τους τούρκους κατακτητές και ότι με τη βία και όχι εθελοντικά και για οικονομικούς κυρίως λόγους έγιναν οι ομαδικοί εξισλαμισμοί.
Είναι εύλογο, θα έλεγε κανείς, στη μνήμη ενός λαού οι περίοδοι κατάκτησης, περίοδοι κατά τις οποίες οι άνθρωποι αναγκάζονται να αλλάξουν το πλαίσιο αναφοράς τους -στη συγκεκριμένη περίπτωση τη θρησκεία τους- να αποσιωπώνται, όταν δεν αποτελούν τιμή για το έθνος-κράτος (έστω και αν αυτό δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα) αλλά όνειδος. Η περίπτωση όμως της Κρήτης αναιρεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, γιατί εκτός από την τουρκική έχουμε και την ενετική κατάκτηση. Οι Ρεθυμνιώτες με καμάρι δείχνουν στον επισκέπτη τη βρύση του Ρυμόντ, αλλά δεν ξέρουν -όπως απέδειξε μια επιτόπια έρευνα- ή δεν θέλουν να ξέρουν ότι όχι μόνο το φάρο στο παλιό λιμάνι αλλά και το υπέροχο κτίριο, στο οποίο στεγάζεται σήμερα η Νομαρχία Ρεθύμνης, τα έχουν χτίσει οι «απολίτιστοι» Τούρκοι[16].
Και ενώ ένας τουρκολόγος του Πανεπιστημίου βρισκόταν στη δεξαμενή της πόλης -κτισμένη και αυτή επί τουρκοκρατίας- και διάβαζε την αραβική επιγραφή, μια Ρεθυμνιώτισσα τον πλησίασε και του εξήγησε ότι και η δεξαμενή και η επιγραφή ήταν από την εποχή των Βενετών. Μια κα-τάκτηση λοιπόν δεν είναι αφ’ εαυτού «κακό» γεγονός. Υπάρχουν καλές και κακές κατακτήσεις. Η τούρκικη ήταν κακή, των Βενετών καλή. Οι Φράγκοι, οι δυτικοί και ο πολιτισμός τους ήταν καλοί και άρα αξιομνημόνευτοι, γιατί δεν απειλεί σήμερα το ελληνικό κράτος και γιατί οι τουρίστες είναι κατεξοχήν Ευρωπαίοι. Η μνήμη σχηματίζεται με βάση τα σημερινά δεδομένα. Με τα μάτια του σήμερα κοιτάμε το χθες.
Η λαϊκή συλλογική μνήμη
Ωστόσο πέρα από την επίσημη, τη δημόσια μνήμη, υπάρχει και η μη επίσημη, η λαϊκή (ατομική και κατ’ επέκταση συλλογική) μνήμη. Αυτή, όμως, είναι δύσκολο να αναδείξει γεγονότα, πολλές φορές και να εκφραστεί με λόγο. Μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει μέσα από την αρχιτεκτονική, το δημοτικό τραγούδι, την ονοματοθεσία ή ονοματοποιία, τη λογοτεχνία και κυρίως την προφορική μαρτυρία. Η ύπαρξη αρχιτεκτονικών μνημείων, όπως του μιναρέ και των τούρκικων σπιτιών στη Μεγάλη Χώρα, δυσκολεύουν την απόλυτη επικράτηση του δημόσιου λόγου, από τον οποίο έχει απαλειφθεί η ιστορία του Ζαπάντ’. Στο Ρέθυμνο πάλι, όπου παρατηρείται αλλαγή χρήσης των «μνημείων», μπορεί το τζαμί να μετατράπηκε και να μετονομάστηκε σε Ωδείο, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί να θυμίζει «άλλες» εποχές. Το δημοτικό τραγούδι, ως παράγοντας έκφρασης της λαϊκής μνήμης, στη σημερινή ηλεκτρονική εποχή μας, πρέπει να καταγραφεί για να διατηρηθεί. Διάβασα, αλλά δεν το βρήκα καταγεγραμμένο, ότι η λαϊκή μούσα έφτιαξε ένα τραγούδι όπου ύμνησε τον ηρωισμό των πολιορκημένων του Ζαπάντ’ και την ανδρεία του αρχηγού τους Ζουφλικάρ Αγά. Στην εποχή μας, η ευρεία χρήση του μαγνητόφωνου έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί η προφορική ιστορία. Οι θαυμάσιες δουλειές του Alistair Thomson στην Αυστραλία και των ιστορικών του Ροpular memory group στην Αγγλία απέδειξαν ότι πολλές φορές η λαϊκή μνήμη έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια μνήμη, αλλά και με τους τρόπους που αυτή ενσωματώνεται στην επίσημη μνήμη[17].
Η δυνατότητα διατήρησης και έκφρασης της λαϊκής μνήμης είναι μικρή αλλά υπαρκτή. Είναι πιο εύκολο να ανιχνευτεί σε κοινωνίες αγροτικές, όπου η προφορικότητα είναι ακόμη ισχυρή. Μια τέτοια περιοχή είναι και το Αγρίνιο, όπου διατηρούνται έντονα τα στοιχεία μιας αγροτικής κουλτούρας. Όταν ήρθα για πρώτη φορά στην πόλη, ένας φίλος ανέλαβε να με ξεναγήσει στα αξιοθέατα. Με πήγε και στο μιναρέ. Μια τέτοια ενέργεια αποτελεί μια ουσιαστική διαφοροποίηση από τη δημόσια μνήμη, όπως αυτή εκφράζεται από τον επίσημο τουριστικό οδηγό, όπου ο μι-ναρές δεν συμπεριλαμβάνεται στα αξιοθέατα και αξιομνημόνευτα και θεωρώ αυτή την ενέργεια του φίλου όχι εσκεμμένη αντιπαράθεση στο δημόσιο λόγο, αλλά ένδειξη ύπαρξης και έκφρασης της λαϊκής μνήμης. Εξάλλου και οι περισσότεροι κάτοικοι στο Αγρίνιο δεν ονομάζουν το σημερινό χωριό με την επίσημη ονομασία του, Μεγάλη Χώρα, αλλά Ζαπάντ’. Στη διάρκεια της μικρής μου έρευνας άκουσα να μου μιλούν με θαυμασμό για τα σπίτια του Ζαπάντ’ που είχαν πηγάδια, ενώ τα «δικά μας» (τα ελληνικά δηλαδή) δεν είχαν. Μου είπαν επίσης ότι και το «κιούνι» στον Άγιο Κωνσταντίνο, από όπου υδρευόταν ο «συνοικισμός», το είχαν φτιάξει οι Τούρκοι. Ακόμα και η φράση που συχνά ακούγεται «Τι περιμένεις: Τους γυφταίους από το Ζαπάντ’;» δεν φαίνεται να έχει εντελώς υποτιμητικό περιεχόμενο και το πιθανότερο είναι ότι αναφέρεται στους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν στο Ζαπάντ’ μετά την εγκατάλειψή του από τους μουσουλμάνους.
Στην Κρήτη, όπου η συνύπαρξη των Τουρκοκρητικών με τους Κρήτες χριστιανούς φτάνει μέχρι το 1922 -πολύ κοντά στην εποχή μας- και όπου οι δυνατότητες μετακίνησης είναι περισσότερες, τα πράγματα έχουν πάρει μια άλλη τροπή. Ενώ ο δημόσιος λόγος με επιμονή υποστηρίζει ότι όλοι οι Τουρκοκρητικοί έφυγαν -με στενοχώρια βέβαια- από την Κρήτη με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μια μικρή έρευνα προφορικής ιστορίας ανέτρεψε εν πολλοίς αυτή τη βεβαιότητα[18].
Η έρευνα ξεκίνησε με το σκεπτικό ότι δεν είναι δυνατόν να ξεριζωθεί ένας πολιτισμός από ένα τόπο, χωρίς να αφήσει τα σημάδια του όχι μόνο στο περιβάλλον αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ρωτώντας αν διατηρούνται κάποιες σχέσεις με τους Τουρκοκρητικούς που έφυγαν, πληροφορήθηκα ότι πέρυσι το καλοκαίρι ήρθε η κόρη μιας Τουρκοκρητικιάς. Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι η γυναίκα που έδινε τη συνέντευξη δεν είχε μόνο φιλικούς αλλά και συγγενικούς δεσμούς με τη νεαρή κοπέλα, η οποία δεν ήρθε στο Ρέθυμνο μόνο για τουρισμό αλλά και για να γνωρίσει τον τόπο καταγωγής της και τους Έλληνες χριστιανούς συγγενείς της. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι οργανώνονται κάθε χρόνο εκδρομές από την Κρήτη για τη Μικρά Ασία, ώστε Κρήτες και Τουρκοκρητικοί να ειδωθούν, να μιλήσουν και να τραγουδήσουν τους κοινούς τους σκοπούς.
Ως συμπέρασμα
Η επίσημη, η εθνική ιστοριογραφία διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εθνική συνείδηση και τη δημόσια μνήμη φωτίζοντας τα ιστορικά γεγονότα μέσα από τη δική της οπτική γωνία. Αυτή επέλεξε και επέβαλε τι θα θυμόμαστε. Τέτοιου είδους επιλογές είναι πάντα πολιτικές. Το βασικό κανάλι μέσα από το οποίο περνούσε και διαμορφωνόταν αυτή η δημόσια μνήμη ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο απόλυτα ελεγχόταν από το έθνος-κράτος. Όλα τα έθνη-κράτη ήταν υποχρεωμένα να αποδείξουν την ομοιομορφία τους, την ομοιογένεια του πληθυσμού τους αλλά και την ανωτερότητά τους απέναντι στα άλλα. Η δημόσια μνήμη διαμορφωνόταν μέσα στα πλαίσια μιας εθνικής και πολλές φορές εθνικιστικής ιδεολογίας. Ωστόσο στον καινούργιο αιώνα μας, οι πολιτικές επιλογές έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται. Στην Ευρώπη, στα έθνη-κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο εθνικισμός αλλά πολλές φορές και ο πατριωτισμός βάλλονται, αφού η εξουσία δεν εκπορεύεται πια αποκλειστικά από τις εθνικές πρωτεύουσες αλλά από υπερεθνικά κέντρα. Επιπλέον, η παρουσία των οικονομικών προσφύγων έχει μεταβάλει το αστικό αλλά και το αγροτικό τοπίο. Και ενώ ο 20ός αιώνας ονομάστηκε από πολλούς «αιώνας των προσφύγων», ίσως ο 21ος αιώνας ονομαστεί αιώνας των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σίγουρα η ιστορία θα ξαναγραφτεί «κάπως» αλλιώς.
Παραπομπές:15. Με βεβαιότητα το 1800. Βλ. William J. Woodhouse, Aetolia, its Geography, Topography and Antiquities, Arno Press, New York 1973. | 16. Βλ. φωτογραφίες 4, 5. | 17. Alistair Thomson, “Anzac memories: putting popular memory theory into practice in Au-stralia» στο The Oral History Reader, edited by Robert Perks and Alistair Thomson , Routledge, London and New York 1998, σ. 300-310. Ροpular memory group, “Popular Memory: theory, politics, method” ό.π., σ. 75-86. | 18. Η έρευνα έγινε την άνοιξη του 2000 στο Ρέθυμνο. Το έναυσμα έδωσε μια σειρά εκδηλώσεων που οργάνωσε η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών με θέμα «Δρόμοι της Ανατολής: Όψεις ενός “άλλου” κόσμου». Οι εκδηλώσεις περιλάμβαναν έκθεση φωτογραφίας και βιβλίου, προβολή κινηματογραφικών ταινιών, συζητήσεις, λογοτεχνικές αναφορές, ξεναγήσεις κ.ά. Η συμμετοχή μου στις εκδηλώσεις, οι συνομιλίες που είχα με τους διδάσκοντες του Τομέα (Α. Αναστασόπουλο, Κ. Κανάβα), με κατοίκους της πόλης και με κρήτες φοιτητές από άλλες πόλεις υπήρξαν ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τη συγγραφή αυτού του άρθρου. Η Φωτογραφική Ομάδα του Κέντρου Νέων Nομού Ρεθύμνου -τράβηξε- τις φωτογραφίες και για την εκδήλωση και για το άρθρο αυτό- Την ευχαριστώ
*Η Τασούλα Βερβενιώτη σπούδασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών και έκανε διδακτορικό στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα “Οι Συναγωνίστριες. Τα Αίτια της Συμμετοχής και η Δράση των Γυναικών στις Εαμικές Αντιστασιακές Οργανώσεις 1941-1944”. Αργότερα εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Princeton. Έχει διδάξει στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ακόμη, διετέλεσε επιμορφώτρια και σχολική σύμβουλος, και έχει εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών και στην Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Εργάστηκε στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, όπου έχει χρηματίσει Θεματική υπεύθυνος Κοινωνικού Γραμματισμού. Έχει συμμετάσχει σε διεπιστημονικές επιτροπές και ομάδες, ενώ διαθέτει πλούσιο ερευνητικό έργο. Η ερευνητική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία των δεκαετιών 1940 και 1950. Έχει γράψει πλήθος άρθρων σε συλλογικούς τόμους και ιστορικά περιοδικά στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Μια από τις τελευταίες της δουλειές αφορά στον ελληνικό εμφύλιο: “Charity and Nationalism”, στο Paola Bacchetta and Margaret Power (επιμ.) “Right-Wing Women: From Con-servatives to Eχtremists Around the World” Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2002.
Το κείμενο με τίτλο, «Ζαπαντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής», αποτελεί εισήγηση της κ. Τασούλας Βερβενιώτη στην Ημερίδα που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (τμήμα σχολών Αγρινίου) στο Αγρίνιο το Σεπτέμβριο του 2000 και δημοσιεύτηκε από το Δήμο Αγρινίου.
Φωτογραφία: Το «Ψηλογέφυρο» στο δρόμο που συνδέει το Αγρίνιο με το Ζαπάντι πριν το 1940
Πηγή φωτογραφίας: https://agriniomemories.blogspot.com/
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες