Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ γεννήθηκε
στις 21 Ιουνίου 1905
Ζαν Πωλ Σαρτρ:
«Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη
πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του»
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Charles Aymard Sartre, 21 Ιουνίου 1905 – Παρίσι 15 Απριλίου 1980), ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Σπούδασε Φιλοσοφία και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα. Μετά τη λήξη του, ίδρυσε μαζί με τον Μορίς Mερλό Ποντί το περιοδικό «Σύγχρονοι Καιροί».
Σύντροφος της ζωής του υπήρξε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος στήριζε τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του.
Ο Σαρτρ υποστήριζε ένα νέο ουμανισμό, σ’ ένα κόσμο χωρίς την ανάγκη θεού. Τις ιδέες του κατόρθωσε να τις περάσει και μέσα από τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα. Λόγω της αθεϊστικής στάσης του, όλα τα βιβλία του τοποθετήθηκαν από την καθολική εκκλησία στη λίστα των απαγορευμένων. Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και για αυτό το λόγο, το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964.
Τα δύο πιο σημαντικά φιλοσοφικά του έργα θεωρούνται «Το είναι και το μηδέν» (1943) και η «Κριτική της διαλεκτικής λογικής» (1960).
Σε πρώτο πρόσωπο
«Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ»: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ το έργον ανθρώπων που βλέπουν ξεκάθαρα και που παίρνουν υπόψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΡΩΙΑ μπορεί κανείς, τη στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’ ανακαλύψω έναν κώδικα ηθικής». Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν έναν ηθικό κώδικα άξιο του ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα. Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν τους ανθρώπους ικανούς να έχουν μια νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων -για να μην αναφέρουμε τις προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα- να δημιουργούν εμπόδια στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει τη δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση -παρ’ όλες τις καλές προθέσεις- δεν θα πετύχετε την πλήρη αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα σας ένας εντελώς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα». Το να μεταχειριστούμε όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ, από την αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να είναι απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πώς έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση. Κι επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος.
ΕΧΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΡΚΕΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΣΑ χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της κατοχής μού είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που έχουμε στη διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μού αρέσει, θέλω πάντα να το δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω μόνο και μόνο να σκλαβωθούν άλλοι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι ευχαριστιέμαι από τη σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το αντικείμενο που θα του δώσω.
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ μερικά βιβλία, αλλά το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δεν νομίζω πως θα έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή. Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά.
ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΡΑ είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του.
ΕΡΩΤΗΣΗ: ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΘΗΚΑΤΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ;
– Σαρτρ: Καλύτερα να μη μιλήσω γι’ αυτό.
– Γιατί;
-Σαρτρ: Γιατί δεν νομίζω πως μία ακαδημία ή ένα βραβείο μπορεί να έχει καμιά σχέση μαζί μου. Εκείνο που θεωρώ για μεγαλύτερη τιμή είναι να με διαβάζουν.