Η σπουδαία κυρία του ελληνικού θεάτρου,
η Ξένια Καλογεροπούλου,
που αφοσιώθηκε με πάθος στο θέατρο για παιδιά
μοιράζεται, με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο,
πολύτιμες αναμνήσεις
Άγνωστες πτυχές μιας ολόκληρης ζωής
που φανερώνουν την αγάπη της
για το θέατρο και τους ανθρώπους του
Εκδότης: ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Χρονολογία Έκδοσης: Ιανουάριος 2023
«Όλα ξεκίνησαν το 1972, τον πέμπτο χρόνο της επταετίας. Τότε βέβαια δεν γνωρίζαμε πόσο θα διαρκούσε η δικτατορία, επτά ή περισσότερα χρόνια, αλλά είχαμε την εντύπωση ότι δεν θα τέλειωνε ποτέ. Μέσα στη ζοφερή αυτή ατμόσφαιρα είχα ανάγκη από κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι φρέσκο, κάτι καινούριο. Τι θα μπορούσε όμως να ήταν αυτό; Τότε μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Μήπως να κάναμε μια παράσταση για παιδιά; Αυτό σίγουρα θα ήταν κάτι καινούριο. Δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ τέτοιου είδους παράσταση και δεν μπορούσα καν να φανταστώ πώς θα ήταν.
»Ήμασταν, θυμάμαι, σε μια ταβέρνα στη Ραφήνα μαζί με τον Σταμάτη Φασουλή. “Σταμάτη”, του είπα, “δεν θα ήταν ωραίο να κάναμε μια παράσταση για παιδιά; Εγώ νομίζω ότι μπορεί να είναι πολύ ωραίο…”
»”Καλή ιδέα”, μου είπε ο Σταμάτης και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα».
Η Ξένια Καλογεροπούλου αφηγείται όσα έζησε και ένιωσε κάνοντας θέατρο για παιδιά. Πενήντα χρόνια μιας μεγάλης περιπέτειας με συγκινήσεις, δοκιμασίες, καημούς αλλά και στιγμές μεθυστικής ευτυχίας.
Απόσπασμα 1ο
[…] Ένα βράδυ –τότε έμενα ακόμα στο Παγκράτι– έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και περπατούσαν όλα αυτά στο μυαλό μου, τηλεφώνησα στον Σταμάτη Φασουλή και του είπα: «Σταμάτη, πώς θα σου φαινόταν ο τίτλος Το ταξίδι του Οδυσσεβάχ»; Ο Σταμάτης με ξάφνιασε απαντώντας: «Μεγαλοφυές». Τώρα, το μεγαλοφυές ήταν κάπως υπερβολικό, αλλά είχε μέσα του και κάτι το ενθαρρυντικό. Έκλεισα το τηλέφωνο μάλλον ευχαριστημένη, χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί. Ποιος θα ήταν αυτός ο Οδυσσεβάχ και πώς έπρεπε να τον πλάσω; Το σίγουρο ήταν ότι όλες αυτές οι ιστορίες είχαν μπερδευτεί στο μυαλό μου, ιστορίες που έρχονταν από μακριά, αλλά που περιέργως συνδέονταν μεταξύ τους. Ήξερα πως ήταν κτήμα όλου του κόσμου, όλων των ανθρώπων. Οπότε, αφού ανήκαν σε όλους, ανήκαν και σε μένα. Μπορούσα να δανειστώ στοιχεία από όλο αυτό το υλικό και να το επεξεργαστώ όπως επιθυμούσα. Γιατί είχα ανακατέψει τον Οδυσσέα και τον Σεβάχ, δύο πρόσωπα που δεν έμοιαζαν και πολύ μεταξύ τους;
Προσπάθησα να φανταστώ πώς θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος ήρωας. Στην πρώτη σκηνή του έργου συναντούμε τον Μαρούφ, ένα πρόσωπο που θυμίζει τον κλασικό υπηρέτη στις παλιές κωμωδίες. Η ψυχολογία του είναι ανοιχτό βιβλίο· μπορεί να μας λέει ότι πεινάει, ότι νυστάζει, ότι φοβάται, ότι ονειρεύεται τις τηγανιτές πατατούλες της γυναίκας του. Η σκιαγράφηση ενός τέτοιου χαρακτήρα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα. Το πρόβλημα ήταν ο άλλος. Αυτός που τόλμησα να ονομάσω Οδυσσεβάχ, ίσως γιατί μου άρεσε έτσι όπως ηχούσε το όνομα. […]
Απόσπασμα 2ο
[…] Τα παιδιά ήταν πάντα ενθουσιασμένα που κάποιος διέκοπτε το μάθημα. Όσο για τους δασκάλους, η υποδοχή που μου επιφύλασσαν δεν ήταν πάντα η αναμενόμενη. Κάποιοι με γνώριζαν μόνο μέσα από τον κινηματογράφο, αγνοούσαν τη δουλειά μου στο θέατρο για παιδιά και ήμουν υποχρεωμένη να κάνω μια ολόκληρη εισαγωγή, ώστε να μάθουν τι ακριβώς κάνω και τι ζητάω. … ένιωθα σαν πλασιέ που προσπαθεί να πουλήσει την πραμάτεια του. […]
Απόσπασμα 3ο
[…] Ξεκινούσα από την Αθήνα, με το αυτοκινητάκι μου γεμάτο από το απαραίτητο διαφημιστικό υλικό που έπρεπε να μοιράσω στα σχολεία. Τα ταξίδια αυτά ήταν επίπονα και μοναχικά. Θυμάμαι, για παράδειγμα, να διασχίζω μέσα στη νύχτα τον Αχλαδόκαμπο καταχείμωνο, με βροχή και παγωνιά, άρρωστη, με πυρετό και τρέμοντας, και να φτάνω μετά από ώρες στην Καλαμάτα ολομόναχη. Περίμενα με λαχτάρα την επόμενη ημέρα που θα ερχόταν ο θίασος και θα είχα επιτέλους παρέα. Φρόντιζα συνήθως να φτάνω στα σχολεία νωρίς το πρωί, την ώρα της προσευχής, γιατί εκεί έβρισκα όλο το προσωπικό συγκεντρωμένο και μπορούσα να μιλήσω στον εκάστοτε διευθυντή. Κάποιος έχει γράψει ότι «το σχολείο είναι ένα μέρος όπου χτυπάει ένα κουδούνι και γίνεται απόλυτη ησυχία, και μετά χτυπάει ένα άλλο κουδούνι και γίνεται τρομακτική φασαρία». Αν έφτανα σε ένα σχολείο την ώρα του διαλείμματος, ήταν εύκολο να μπω μέσα στο κτίριο. Αν, πάλι, ήταν ώρα διδασκαλίας και δεν έβρισκα κάποιον επιστάτη που να με γνωρίσει και να μου ανοίξει, συχνά σκαρφάλωνα την καγκελόπορτα για να μπω μέσα.
Περπατούσα σε σιωπηλούς διαδρόμους, όπου ακουγόταν μόνο η φωνή κάποιου δασκάλου που δίδασκε. Με πολύ φόβο και έντονο χτυποκάρδι, τρέμοντας ολόκληρη, χτυπούσα διακριτικά τις πόρτες, προσπαθώντας να βρω τον διευθυντή του σχολείου. Τόσο διακριτικά που συνήθως δεν έπαιρνα απάντηση. Τότε χτύπαγα δυνατότερα ή έσπρωχνα λίγο την πόρτα. Τα παιδιά ήταν πάντα ενθουσιασμένα που κάποιος διέκοπτε το μάθημα. Όσο για τους δασκάλους, η υποδοχή που μου επιφύλασσαν δεν ήταν πάντα η αναμενόμενη. Κάποιοι με γνώριζαν μόνο μέσα από τον κινηματογράφο, αγνοούσαν τη δουλειά μου στο θέατρο για παιδιά και ήμουν υποχρεωμένη να κάνω μια ολόκληρη εισαγωγή, ώστε να μάθουν τι ακριβώς κάνω και τι ζητάω. Τα πράγματα ήταν ενίοτε πολύ δύσκολα και ντρεπόμουν πολύ γι’ αυτό που έκανα… ένιωθα σαν πλασιέ που προσπαθεί να πουλήσει την πραμάτεια του. Θυμάμαι μάλιστα μια δασκάλα να μου λέει: «Ποιος θα προστατεύσει τα παιδιά μας από εσάς;» […]
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click στο Posted in Πολιτισμός