Πίσω από ένα παραπέτασμα
υδρόχαρης βλάστησης,
απλώνεται ο υδάτινος κόσμος της λίμνης Τριχωνίδας
γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας με τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου
Ανάμεσα στον δασωμένο όγκο του Παναιτωλικού και τον θρυλικό Αράκυνθο, απλώνεται μία υδάτινη πολιτεία, η οποία κρύβει βαθιά μέσα της μυστικά τα οποία μόνον οι λιγοστοί και επίμονοι περιηγητές της τα απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα. Η Τριχωνίδα, η μεγαλύτερη ελληνική λίμνη, η απεραντοσύνη της οποίας θυμίζει περισσότερο θάλασσα, ξεδιπλώνει τα 98 χιλ. της επιφάνειάς της, δίπλα στα γεμάτα ομορφιές παραλίμνια χωριά που τη συντροφεύουν στους μοναχικούς της ρεμβασμούς.
Τα νερά της βροχής και του χιονιού από το Παναιτωλικό και τον Αράκυνθο (Ζυγός) είτε με τα ποτάμια και τα ρυάκια, είτε υπόγεια, τροφοδοτούν την Τριχωνίδα, τη λίμνη του Βραχωρίου, που μαζί με την αδελφή της τη Λυσιμαχία του Αγγελόκαστρου, πλημμύριζαν και γίνονταν ένα και οι κάτοικοι των γύρω χωριών της αποκαλούσαν ΄΄λίμνη του Απόκουρου΄΄. Οι τοπικές συγκοινωνίες εξυπηρετούνταν από γαϊτες, ψαρόβαρκες και μικρά καραβάκια. Το 1775, ο μουσελίμης του Κάρλελι, Αλάι Μπέης, σκέφτηκε να ενώσει τις δύο λίμνες και με φόρους τους οποίους επέβαλε στους κατοίκους, έφτιαξε 360 γεφύρια που έφταναν τα τρία χιλιόμετρα περίπου. Μετά τη δημιουργία της Εθνικής Οδού, τα γραφικά γεφύρια του Αλάι Μπέη χάθηκαν για πάντα.
Πίσω από ένα παραπέτασμα υδρόχαρης βλάστησης, απλώνεται ο υδάτινος κόσμος της λίμνης. Καθώς χρυσίζει στον ήλιο, μία απέραντη γαλήνη απλώνεται ολόγυρα. Που και που, υδρόφιλα πουλιά πετούν πάνω από τις υδάτινες εκτάσεις της, ενώ ανάλογα με την εποχή αλλάζουν οι χρωματισμοί στα καλλιεργήσιμα χωράφια. Ελαιώνες ασημίζουν. Κοπάδια πρόβατα (όσα απέμειναν) βόσκουν στα χλοερά παραλίμνια λιβάδια, φουντωτά πλατάνια καθρεπτίζονται στα νερά της λίμνης. Ιτιές γέρνουν νωχελικά προς τα κάτω και τα αγριολούλουδα δίνουν έναν γιορταστικό τόνο στην πράσινη ειρήνη. Φράξοι, λεύκες και κυπαρίσσια συμπληρώνουν την εικόνα. Τα πρωινά και τα δειλινά μέσα στη λίμνη παρουσιάζουν μια εξαίσια απλότητα. Η πρωινή ομίχλη απλωμένη πάνω από το νερό και οι αναρίθμητες μικροσκοπικές ζωές, που κινούνται στην επιφάνειά του, αποτελούν στοιχεία της ατμόσφαιρας του απόκοσμου που περιβάλλει το μέρος κλείνοντας μέσα του τόση ποίηση. Μέσα στη βαθιά σιγή των όχθεων της λίμνης, ακούς, σαν σε όνειρο, την αδιάκοπη ρυθμική ανάσα του νερού σε συγχρονισμό με το κόασμα των βατράχων. Πολύχρωμες λιβελούλες αιωρούνται ανάλαφρα, σκορπίζοντας πράσινες, γαλάζιες και ασημιές λάμψεις. Οι αραγμένες βάρκες – χωμένες στα χαμηλά σκιερά των δέντρων – δημιουργούν εικόνες παραμυθιού. Τα πουλιά χαιρετίζουν την καινούργια ημέρα με το κελάηδημά τους και τα τερετίσματά τους. Το φυσικό τοπίο, φιλόξενο, προσκαλεί τη γαλήνη και την ομορφιά του. Ο ήλιος λούζει τα παραλίμνια χωριουδάκια. Μια από τις ωραιότερες και μαγευτικότερες διαδρομές είναι ο γύρο της Τριχωνίδας.
Οι γραφικές πολιτείες του Αρακύνθου πρέπει να μας απασχολήσουν περισσότερο. Και το αξίζουν, όχι μονάχα για τη φυσική τους ομορφιά, μα και γιατί σπανιότατα προκαλούν την προσοχή του περαστικού. Στερεωμένες ανάμεσα στις κατάφυτες πλαγιές του Ζυγού και την ήρεμη ακρολιμνιά της Τριχωνίδος, αποτελούν έναν κόσμο κλειστό. Στον κόσμο τούτο, δεν κινούνται άλλοι από τους ντόπιους, τους μόνιμα εγκατεστημένους εκεί και τους ξενιτεμένους οι οποίοι επιστρέφουν κάθε τόσο στη γη των πατέρων, για να ξαναδέσουν την ύπαρξή τους με τον πολύτιμο θησαυρό των παιδικών αναμνήσεων κι άλλοι από τους δέκα – δεκαπέντε αντιπροσώπους των μεγάλων καπνοβιομηχανιών, που έρχονται μία – δυο φορές τον χρόνο να αγοράσουν την παραγωγή της περιοχής. Η περιοχή αυτή είναι η Μακρυνεία, που αρχίζει από την έξοδο της φημισμένης κλεισούρας του Ζυγού και τελειώνει στην Απάνω Μακρινού. Είναι το σημείο από όπου ο δρόμος τραβάει για την Ναύπακτο. Ο τόπος όλος είναι καταπράσινος, γεμάτος καπνοτόπια, λιοστάσια, λαχανόκηπους, ανθόκηπους και συντροφιές καρπερών δένδρων, που κατεβαίνουν μαλακά – μαλακά από τις λεπτόγραμμες ανηφοριές του Αράκυνθου στην Τριχωνίδα. Τα χωριά είναι πυκνά, γιατί ο κάμπος και η πλαγιά μπορούν, χωρίς δυσκολία, να θρέψουν τόσους και περισσότερους ανθρώπους. Και το αυτοκίνητο περνά ανάμεσά τους σε όλο το μάκρος του δρόμου, το Ζευγαράκι, οι Παππαδάτες, η Ματαράγκα, η Γραμματικού, η Γαβαλού, η Μπουρλιέσια, η Κάτω Μακρυνού, είναι μικρές ολόδροσες και καταπράσινες οάσεις, που φαίνονται να βγαίνουν ολομόναχες, να βλασταίνουν χωρίς σπορά από το εύφορο έδαφος της περιοχής. Η ζωή στους τόπους αυτούς διατηρεί κάποιον αρχαϊκό και απλοϊκό χαρακτήρα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας ήταν οι Κουρήτες. Ονομάσθηκαν έτσι κατά την παράδοση για να ξεχωρίζουν από τους Ακαρνάνες που διατηρούσαν τα μαλλιά τους μακριά. Το 2000 π.Χ άρχισε η κάθοδος των Αχαιών προς τον Νότο. Πότε ήλθαν στην Αιτωλία είναι άγνωστο. Ίσως να ήρθαν από την Κοιλάδα του Σπερχειού ή από την Πελοπόννησο. Στηριζόμενοι στον ιστορικό Έφορο (παρά Στραβ. 1,2,5) και σε επίγραμμα πάνω στο βάθρο του ανδριάντα του Αιτωλού (εν Θέρμοις της Αιτωλίας, όπου τας αρχαιρεσίας ποιείσθαι πάτριον αυτοίς εστίν) συμπεραίνουμε ότι οι Αιτωλοί και οι Ηλείοι ήταν ομόφυλοι. Ο δορυκτήτωρ της Αιτωλίας, βασιλιάς Αιτωλός, απολάμβανε τιμές και στην Ήλιδα και στον Θέρμο. Ο Θέρμιος Απόλλων λατρευόταν με βωμό στην Ολυμπία.
Πολλές μετοικεσίες έλαβαν χώρα στην Αιτωλία. Πρώτη αναφέρεται των Ιωνών υπό την καθοδήγηση του Κέφαλου, εγγονού του Ξούθου, ο οποίος ήρθε στην Αιτωλοακαρνανία από την Κεφαλονιά. Ακολούθησαν οι Υαντες και οι Επειοί με τον Αιτωλό που έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Αιτωλίας. Ο τρίτος κατά σειράν γιος του Ενδυμίωνα συμβασίλευε με τον αδερφό του, Επειό, στην Ήλιδα. Ένα ατύχημα που προκάλεσε κατά λάθος σε αγώνες τον ανάγκασε να φύγει και να ξενιτευτεί με ένα μέρος του λαού του στη χώρα των Κουρητών. Άλλοι έποικοι ήταν οι Βοιωτοί και οι Αιολείς. Η Αιτωλία, αν και ήταν από τις μεγαλύτερες σε έκταση και πληθυσμό ελληνικές πόλεις στην αρχαιότητα, δεν διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη σκηνή της αρχαίας πολιτικής ιστορίας. Οι Αιτωλοί φαίνονται τελευταίοι στο ιστορικό προσκήνιο, όταν ο κόπος και η παρακμή είχαν κάμψει τη ζωτικότητα και την ακτινοβολία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ο Ευριπίδης, λόγω του τραχέος χαρακτήρα τους, τους αποκάλεσε «μιξιβαρβάρους». Δεν είναι άσχετη η όψιμη εμφάνιση των Αιτωλών στα ελληνικά πράγματα με τη γεωγραφική θέση της χώρας τους. Η εμφάνιση, η δράση και εν γένει η ιστορία αυτού του λαού συνυφαίνονται με το τραχύ τοπίο της χώρας, τις άγριες και κακοτράχηλες βουνοσειρές, οι οποίες φράζουν τη διέξοδο προς τον Κορινθιακό κόλπο. Έτσι αποκομμένοι που ζούσαν δεν έλαβαν μέρος στους Περσικούς Πόλεμους, σε αντίθεση με τους γείτονές τους Περραιβούς, Αινιάνες, Δόλοπες και Μαλιείς που πήγαν με το μέρος των Περσών. Το 426 π.Χ. κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, κατατροπώνοντας τους Αθηναίους οι οποίοι εξεστράτευσαν υπό τον Δημοσθένη στο Αιγίτιο.
Στην περιοχή του Απόκουρου, όπως είναι γνωστό αυτό το μεγάλο κομμάτι της Αρχαίας Αιτωλίας, αναπτύχθηκαν και ήκμασαν το Φύταιο, το Τριχώνιο, το Βουκάτιο, η Μέταπα, η Παμφία, οι Άκραι, η Θεστία και το Φίστυο. Με τη διαμόρφωση και την ισχυροποίηση της Αιτωλικής Συμπολιτείας, οι οχυρώσεις και τα τειχίσματα τα οποία περιφρουρούσαν τη χώρα έγιναν ταυτόχρονα και οικισμοί, οι οποίοι μάζεψαν πληθυσμούς από τις γύρω πεδινές εκτάσεις.
Το 365 π.Χ οι Αιτωλοί εμφανίζονται ως Κοινόν, σύμμαχοι των Θηβών. Όταν το 279 π.Χ. οι Γαλάτες επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας, οι Αιτωλοί ήταν η κύρια δύναμη η οποία τους απέκρουσε. Ακολούθησαν μακεδονικές επιθέσεις και η καταστροφή του Θέρμου, όπου φυλάσσονταν όλοι οι θησαυροί του Κοινού. Μετά την εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακολουθούν την τύχη των άλλων Ελλήνων. Η ίδρυση της Νικόπολης το 30 π.Χ. επηρέασε σημαντικά την κατανομή του πληθυσμού και την οικονομία στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Πολλοί Αιτωλοί συρρέουν στη νέα πόλη προς αναζήτηση καλύτερης τύχης και άλλοι καταφεύγουν στην Άμφισσα, με αποτέλεσμα την ερήμωση της περιοχής.
Από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι την Επανάσταση του 1821, ο τόπος έχει να επιδείξει σημαντική περίοδο πολιτιστικών εξελίξεων και αλλαγών οι οποίες συνοδεύονται συχνά από καλλιτεχνικές εκφράσεις στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, την αγιογραφία, την ξυλουργική και την υφαντική,
Ξεκινώντας από το Αγρίνιο, το οικονομικό και κοινωνικό – πολιτιστικό κέντρο της περιοχής, εύκολα φτάνεις στο Παναιτώλιο, βόρεια της Τριχωνίδας, από όπου μπορείς να ξεκινήσεις την περιήγηση της λίμνης. Ο παραλίμνιος δρόμος περνά μέσα από το Καινούργιο, που είναι νέο χωριό, εξέλιξη του παλαιότερου Καινούργιου που ήταν σκαλωμένο στις όχθες της λίμνης. Σήμερα διατηρεί ορισμένα ωραιότερα σπίτια του 18ου αιώνα τα οποία , παρά την εγκατάλειψη, δείχνουν ότι εδώ έζησαν άνθρωποι με γούστο και λαϊκή σοφία.
Στον λόφο που δεσπόζει πάνω από την Παραβόλα, διαγράφονται τα τείχη του 4ου π.Χ αιώνα του αρχαίου Βουκατίου με τους ωραίους κυκλικούς και τετράγωνους πύργους. Τα τείχη είναι κτίσματα του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ. ενώ οι στρογγυλοί πύργοι είναι των Βυζαντινών χρόνων. Νότια του κάστρου απλώνεται η αρχαία νεκρόπολη. Στην κορυφή του λόφου της ακροπόλεως, σώζεται η παλαιοχριστιανική βασιλική της Κοίμησης της Θεοτόκου, τρίκλιτη αρχικά, μονόκλιτη σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Τριχωνίδας. Διακρίνονται στον ναό τμήματα κεραμοπλαστικού διάκοσμου, οδοντωτές ταινίες και διάφορα διακοσμητικά μοτίβα, όπως ιχθυάκανθοι και ρόμβοι. Στο κάστρο της Παραβόλας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος το 1821 απέκρουσε τον Ομέρ Βρυώνη.
Βορειότερα, ένας δρόμος ανηφορίζει για τον Βλοχό. Το χωριό είναι χτισμένο στον περίβολο των τειχών της αρχαίας Θεστίας. Λίγα λείψανα έχουν απομείνει από την αιτωλική πολιτεία, η οποία βρισκόταν κάτω από τον ίσκιο της προϊστορικής ακρόπολης των Θεστιαίων. Το μοναστήρι του Βλοχού είναι στερεωμένο πάνω στο φυσικό πλάτωμα το οποίο σχηματίζει η ακρόπολη, στο ωραιότερο μπαλκόνι της Τριχωνίδας. Από τη μια, τα Αραποκέφαλα του Παναιτωλικού κι από την άλλη η γαλάζια συμφωνία της Τριχωνίδας και της Λυσιμαχείας. Σώζεται το καθολικό και τα κελιά. Το καθολικό χρονολογείται γύρω στον 180 αιώνα και είναι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου. Υψώνεται στο κέντρο της αυλής ανάμεσα στα παλιά και νεότερα κελιά και έχει περίτεχνη ξυλόγλυπτη οροφή και τέμπλο. Εδώ θήτευσε νεαρός ο σοφός Διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Γιαννούλης. Ανάμεσα στο μοναστήρι και το χωριό Άνω Βλοχός, βρίσκονται τα ερείπια της Αγίας Τριάδας, ναού της εποχής του Δεσποτάτου της Ηπείρου καθώς και βυζαντινή κρήνη.
Στο δρόμο προς τη Νερομάνα, χωριό το οποίο επιβεβαιώνει το όνομά του και με το παραπάνω στο περιτειχισμένο χώρο της ακρόπολης του Φιστύου, βρίσκεται τι μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων, γνωστό και ως Παλιομονάστηρο. Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό – δυστυχώς σε κακή κατάσταση. Ο τρούλος είναι μισογκρεμισμένος και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες του 14ουαιώνα χρήζουν άμεσης συντήρησης. Από επιγραφές μαθαίνουμε τα ονόματα των αγιογράφων Ιωάννη και Νικολάου και τη χρονολογία 1372 -73. Το ύφος των τοιχογραφιών παραπέμπει στην ονομαστή Μακεδονική Σχολή του 14ου αιώνα, η οποία μεγαλούργησε στη Θεσσαλονίκη, στο Άγιον Όρος, στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, γεγονός που επισημαίνει τη σημασία και τη σπουδαιότητα του μνημείου.
Όπως και το μοναστήρι του Βλοχού είναι συνέχεια της ιστορικής θρησκευτικής παράδοσης που δηλώνει τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Το μονόχωρο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Ντουγρί, με την πρώτη ματιά δεν δείχνει την ηλικία του, ούτε την σπουδαιότητά του. Οι τοιχογραφίες του, όμως που δεν είναι σε καλή κατάσταση και το αρχιτεκτονικό του ύφος παραπέμπουν στον 16 αιώνα. Πλησιάζοντας προς το Θέρμο, συναντάμε την ειδυλλιακή Μυρτιά, παλιά Γουρίτσα, με τον φιδοσερνάμενο δρόμο της μέσα στον κάμπο των εσπερίδων.