Το 1995 κυκλοφόρησε από τη WEA
ο δίσκος του Αντώνη Βαρδή «Στην Ελλάς του 2000»
Βασικός ερμηνευτής του δίσκου ήταν ο ίδιος ο συνθέτης. Συμμετείχαν επίσης ξ Γλυκερία, ο Γιάννης Βαρδής και ο Στέλιος Καζαντζίδης, που συμμετείχε μαζί με τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα στο ομώνυμο τραγούδι του δίσκου. Την ιστορία αυτού του τραγουδιού αφηγήθηκε ο Αντώνης Βαρδής στον Θανάση Γιώγλου στις 26 Ιουλίου 2011 στη Θεσσαλονίκη.
«Εγώ τον αγαπούσα πάντα τον Καζαντζίδη, είπε ο Βαρδής, «και από δέκα χρονών τραγουδούσα τα τραγούδια του. Είχε τύχει να τον δω δυο φορές. Μια στην Περαία με το Νικολόπουλο για πολύ λίγο και μια στο στούντιο στην Κολούμπια που είχα παίξει κιθάρα, σε ηλικία 20 χρονών, δυο τραγούδια του Βασίλη Βασιλειάδη και του Πυθαγόρα, Και τον θαύμαζα… Αφού να φανταστείς πέρναγα απ’ το μπαράκι που έπινε καφέ και όλο πήγαινα τάχα να πιω νερό, για να τον δω λιγάκι. Τον χάζευα, όπως ένα κοριτσάκι 13-14 χρονών βλέπει τη Μαντόνα ή το Σάκη το Ρουβά και κάθεται να τον κοιτάει σα χαζό. Και σκεφτόμουν «αυτός ο άνθρωπος είναι αυτός που λατρεύω;» Δεν του μίλησα όμως ποτέ. Τον λάτρευα, τον γουστάριζα, τον αγαπούσα, ήταν ο Θεός… Τέλος…
Όποτε έγραφα κάνα τραγούδι έλεγα «αχ να το ’λεγε ο Καζαντζίδης αυτό!». Κάποια στιγμή ήρθανε από το ΣΚΑΙ και μου είπανε «κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Καζαντζίδη και στο μέρος που έχει μιλήσει, ο κύριος Καζαντζίδης έχει αναφέρει ότι σε θεωρεί έναν απ’ τους καλύτερους συνθέτες και ένα σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή». Όταν το άκουσα αυτό έπαθα πλάκα. Εκείνη την εποχή ο συγχωρεμένος ο Μπονάτσος έκανε πλάκες. Kι επειδή ήρθαν δυο άγνωστα παιδιά και μου ‘πανε ότι έτσι κι έτσι είπε ο Καζαντζίδης, να πεις κι εσύ κάτι για κείνον, λέω «Μπονάτσος είναι αυτό. Ο Καζαντζίδης εμένα, από πού κι ως πού;» Τους είπα λοιπόν «θα σας απαντήσω αύριο».
Πήρα την εταιρεία μου τηλέφωνο και τους ανέθεσα να μάθουν αν ήταν αλήθεια. «Όντως κάνουν αφιέρωμα και μάθαμε από κάτι δικούς μας μέσα, ότι έχει μιλήσει για σένα με καλά λόγια». Τους είπα «εντάξει», ήρθανε σπίτι και του αφιέρωσα το «Πάρε τα χνάρια μου». Είδα μετά την εκπομπή και τρελάθηκα, αλλά υπάρχει ένα ερωτηματικό ακόμα, το οποίο δεν θα λυθεί ποτέ. Και να σου πω για ποιο λόγο. Εκφράστηκε έτσι για μένα ο Στέλιος, χωρίς να τον ξέρω και δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν αυτό που είπε, ότι ήμουν καλός συνθέτης και τραγουδιστής, το πίστευε ή ήθελε να κάνει κόντρα στον Χρήστο Νικολόπουλο, με τον οποίο εκείνο τον καιρό άρχιζαν οι γνωστές ιστορίες. Του είχε πάει ένα τραγούδι ο Χρήστος και είπε «εγώ δεν τραγουδάω αυτό το τραγούδι». Αυτό ήταν υπερβολικό για ένα συνθέτη τόσο σπουδαίο σαν τον Χρήστο, που του είχε δώσει τόσες επιτυχίες. Εμένα μου βγήκε σε καλό βέβαια, γιατί όποιοι μ’ έβλεπαν στο δρόμο μου λέγανε: «Μίλησε ο Στέλιος για σένα, είσαι καλός, είσαι καλός!!!» Από κει πήρα το θάρρος λοιπόν.
Εκείνη την εποχή ο Στέλιος είχε αρχίσει να βγαίνει στα κανάλια, να κάνει συνεχώς παράπονα και να χάνει το δίκιο του. Όταν αγαπάς λοιπόν έναν άνθρωπο που τον έχεις θεό, στεναχωριέσαι όταν τα βλέπεις αυτά… Πήρα τον Σαράντη Αλιβιζάτο και του είπα να γράψουμε ένα τραγούδι που να τα ξεχνάει όλα αυτά, να μιλά για το μεγαλείο της φωνής του και τη μεγαλοπρέπεια της προσωπικότητάς του. Το ρεφρέν σκέφτηκα να το κάνω με τους Κατσιμιχαίους. Το λέω στα παιδιά, κοιτάνε το στίχο και μου λένε «Αντώνη, αυτό είναι πολύ σπουδαίο τραγούδι, εμείς είμαστε μέσα».
Είχε προηγηθεί και το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα»…
«Αλλά ο Στέλιος θα δεχθεί; Αν δε δεχθεί τι σκέφτεσαι;»
«Τίποτα δε σκέφτομαι. Το κομμάτι το έγραψα για το Στέλιο. Δεν αλλάζει το όνομα, δεν μπορούμε να πούμε, μαζί μας Γιώργο ρίχτα, ή μαζί μας Μανώλη ρίχτα ή Χαρούλα ρίχτα, είναι Στέλιος».
Είναι όλη η ιστορία για τον Στέλιο, ότι τον αγαπάμε.
«Σταμάτα να… Τα συγχωράς όλα…»
Αφού το έγραψα το κομμάτι, πήρα τηλέφωνο τον κουμπάρο του, τον Νίκο τον Τζανιδάκη, μου δίνει το τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο, το σηκώνει η γυναίκα του:
«Γεια σας είμαι ο Αντώνης ο Βαρδής».
«Αντώνη μου τι κάνεις , περίμενε να σου δώσω τον Στέλιο!»
«Έλα Αντώνη, τι κάνεις είσαι καλά;» Ξαφνιάστηκα… Και σκεφτόμουνα «με τον Καζαντζίδη μιλάω τώρα;» Φοβερό!!!
«Κύριε Στέλιο τι κάνετε;»
«Καλά αγόρι μου καλά, τι ωραία που είπες το τραγουδάκι…» Έπαθα πλάκα…
Του λέω: «Κύριε Στέλιο, έχω γράψει ένα τραγούδι που είναι για σας, είναι ένα τραγούδι, το οποίο αν δεν το πείτε εσείς , δεν πρόκειται να το δώσω σε κανέναν κι έχω την ιδέα να το πούμε με την επόμενη γενιά, τους πιο νέους, τον Πάνο και τον Χάρη, που κατά καιρούς συζητάμε και σας θαυμάζουν και σας θαυμάζω κι εγώ».
«Να το ακούσω και να δω» μου είπε.
«Πότε θα το ακούσετε;»
«Εγώ τώρα είμαι στον Άγιο Κωνσταντίνο».
«Πότε θέλετε να έρθω;»
«Και σήμερα άμα θέλεις».
Παίρνω το αυτοκίνητο και «σφαίρα» στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πήγα το κομμάτι σε κασέτα, το ακούει και λέει «Αυτό είναι πολύ ωραίο τραγούδι κι έτσι όπως το ‘χεις σκεφτεί, με τον Πάνο και τον Χάρη, που τους ξέρω ότι είναι αξιόλογα παιδιά, είναι πάρα πολύ ωραίο. Άστο να το ακούσω μερικές φορές και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω».
Εγώ το πήγα ηχογραφημένο με τη φωνή τη δική μου και του ‘πα ποια μέρη θα πει.
Πέρασαν τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες, μια βδομάδα και δεν με πήρε τηλέφωνο, οπότε σκέφτηκα πως δε θα το βάλουμε τελικά. Απ’ότι φαίνεται ντρέπεται να μου το πει κλπ. Μου λέει όμως ο γιος μου ο Γιάννης – να ’ναι καλά το παιδί – «μπορεί να’ χει γίνει καμιά παρεξήγηση ή μπορεί να πιστεύει ότι εσύ θα τον πάρεις τηλέφωνο. Ή μπορεί να μην κατάλαβες καλά κι επειδή είχες και τρακ, να σου είπε “πάρε με τηλέφωνο να σου πω”». Του λέω «Όχι μου είπε θα με πάρει εκείνος». Ντρεπόμουν να τον πάρω για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. «Εγώ θα τον έπαιρνα τηλέφωνο, τουλάχιστον να ξέρω ότι δεν θα το πει» μου λέει ο Γιάννης. Με βαριά καρδιά λοιπόν σήκωσα το τηλέφωνο…
«Γεια σας κυρία Βάσω τι κάνετε;»
«Αντώνη μου είσαι καλά; Nα σου δώσω τον Στέλιο…Στέλιο ο Αντωνάκης!»
«Έλα Αντώνη μου τι γίνεται, είσαι έτοιμος;»
«Τι έτοιμος, τι εννοείτε;»
«Το ‘χεις τελειώσει το κομμάτι;»
«Το κομμάτι είναι τελειωμένο, σας το έφερα».
«Α… Πότε με θέλεις;»
«Θα το πείτε;»
«Αφού σου είπα ότι θα το πω».
«Δε μου το ‘πατε. Μου είπατε ότι θα τηλεφωνηθούμε σε δυο – τρεις μέρες».
«Εγώ εννοούσα να με πάρεις σε τρεις μέρες να μου πεις πότε να έρθω να το τραγουδήσω».
Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη και ξαναγύρισε!…