Το ένα πιάνεις, τ’ άλλο σου φεύγει: Εγγενείς αντιφάσεις

Το ένα πιάνεις, τ’ άλλο σου φεύγει: Εγγενείς αντιφάσεις
Στο γενικό απεργιακό ξεσηκωμό
που συγκλονίζει τη μία από τις δύο καρδιές της Ευρώπης,
τη Γαλλία, έρχεται να προστεθεί και η έτερη καρδιά, η Γερμανία

Στον γενικό απεργιακό ξεσηκωμό που συγκλονίζει τη μία από τις δύο καρδιές της Ευρώπης, τη Γαλλία, έρχεται να προστεθεί σήμερα και η έτερη καρδιά, η Γερμανία. Σήμερα (χθες 27/3) νεκρώνουν οι μεταφορές στη χώρα: τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα δεν θα κινηθούν, σε μια κοινή απεργία ενόψει της υπογραφής νέας συλλογικής σύμβασης από δύο συνδικάτα, το μεγάλο συνδικάτο των υπηρεσιών ver.di. και το συνδικάτο των σιδηροδρομικών EVG.

Το δεύτερο συνδικάτο των σιδηροδρομικών GdL είχε ήδη πετύχει το 2021 με αρκετές μέρες απεργίας μια καθ’ όλα ευνοϊκή συλλογική σύμβαση. Συνολικά απεργούν 350.000 εργαζόμενες και εργαζόμενοι. Εκτός από τις αεροπορικές και υπεραστικές συγκοινωνίες, καθώς και τις εμπορικές μεταφορές, απεργούν σε εφτά κρατίδια και οι εργαζόμενοι στις αστικές συγκοινωνίες.

Η απεργία αυτή χαρακτηρίζεται ιστορική λόγω του μεγέθους της αλλά και λόγω της επίδρασης που έχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή της ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Βασικό αίτημα είναι η κάλυψη της ζημιάς που προκαλεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός με αυξήσεις ύψους 500 έως 650 ευρώ.

Σε κάποιες περιπτώσεις η επιδιωκόμενη αύξηση φτάνει το 30%. Οι αριθμοί αυτοί μπορεί να φαντάζουν μεγάλοι. Όμως, στη Γερμανία βοήθεια από το κράτος για να ανταπεξέλθει κανείς στα έξοδα που αυξάνουν λόγω του πληθωρισμού δικαιούνται, όσοι κερδίζουν μέχρι και 4.000 ευρώ το μήνα μεικτά. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν εργαζόμενοι στους κλάδους αυτούς οι οποίοι κερδίζουν 2.160 ευρώ το μήνα μεικτά. Σχεδόν τα μισά από αυτά που χρειάζονται για να ζήσουν χωρίς κρατική βοήθεια. Πρακτικά οι εργαζόμενοι των 2.000 ευρώ τον μήνα είναι φτωχοί, όσο κι αν μας φαίνεται στην Ελλάδα το ποσό υψηλό.

 

Απεργίες παντού

 

Το 2023 έχει μπει απεργιακά στη Γερμανία. Ένας σημαντικός λόγος είναι πως λήγουν οι συλλογικές συμβάσεις σε διάφορους τομείς, οπότε η απεργία είναι το εργαλείο στα χέρια των εργαζομένων προκειμένου να επιτύχουν αυξήσεις στους μισθούς τους για την επόμενη διετία. Το λιγότερο που ζητούν ενιαία τα συνδικάτα είναι το 8%. Όμως, η δύσκολη οικονομική κατάσταση που επικρατεί οδηγεί εκ των πραγμάτων σε διεκδίκηση υψηλότερων αυξήσεων. Δεν θα ήταν δυνατόν να καταγράψουμε εδώ όλες τις απεργίες που έχουν γίνει τους πρώτους τρεις μήνες του έτους: από τους εργαζόμενους στη βιομηχανία γάλακτος και ένδυσης, μέχρι τους εργαζόμενους στις υποδομές και στις κοινωνικές υπηρεσίες, όλοι ζητούν να μην επιβαρυνθούν από την έκρηξη των τιμών. Ζητούν όμως και κάτι άλλο.

Η εμπειρία της πανδημίας κατέδειξε τις αδυναμίες του συστήματος Υγείας και Παιδείας στη χώρα. Όπως σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στη Γερμανία, οι εργαζόμενοι στην Υγεία σήκωσαν το βάρος της εξαιρετικά δύσκολης αυτής περιόδου, εισέπραξαν το χειροκρότημα και την αναγνώριση της κοινωνίας, αλλά δεν είδαν ούτε τις απολαβές τους να αυξάνονται σοβαρά, ούτε να παίρνονται μέτρα για να ελαφρύνει η ένταση εργασίας. Όπως σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στη Γερμανία, το δημόσιο σύστημα υγείας πάσχει από υποχρηματοδότηση που οδηγεί στο να μην είναι καθόλου ελκυστικό το επάγγελμα για παράδειγμα των νοσηλευτών. Αυτό με τη σειρά επιτείνει τη δίνη της υποστελέχωσης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε ακόμα χειρότερες προσφερόμενες υπηρεσίες υγείας. Είναι ένας φαύλος κύκλος.

Τόσο λοιπόν στο Βερολίνο όσο και στο Κίελο, το λιμάνι της Βαλτικής Θάλασσας, είχαμε το περασμένο διάστημα μεγάλες απεργίες του νοσηλευτικού προσωπικού που ζητάει επί της ουσίας αλλαγή κατεύθυνσης συνολικά στα νοσοκομεία.

Στα σχολεία από την άλλη, οι δάσκαλοι του Βερολίνου πραγματοποίησαν τις περασμένες δύο εβδομάδες κυλιόμενες απεργίες ζητώντας, πέρα από αυξήσεις στους μισθούς, τη συνολικότερη στήριξη του δημόσιου σχολείου με κεντρικό σύνθημα το αίτημα για μικρότερες τάξεις, τάξεις με λιγότερους μαθητές. Το γεγονός της υποχρηματοδότησης του δημόσιου σχολείου έχει πολλαπλά αποτελέσματα. Οι δάσκαλοι, όπως και το νοσηλευτικό προσωπικό, εξαντλούνται, αρρωσταίνουν, το επάγγελμα καθίσταται μη ελκυστικό, οι νέοι το αποφεύγουν, δεν υπάρχει αντικατάσταση των δασκάλων που βγαίνουν στη σύνταξη και τελικά τα σχολεία της Γερμανίας βγάζουν μαθητές που δεν έχουν τις γνώσεις που θα έπρεπε. Το αποδεικνύουν και οι αξιολογήσεις PISA. Το αποδεικνύουν και οι αξιολογήσεις PISA κάθε χρόνο.

 

Η εγγενής αντίφαση

 

Συχνά από το Κοσμοδρόμιο παρουσιάζω θέματα που έχουν να κάνουν με τις διεθνείς σχέσεις της Γερμανίας. Η Γερμανία είναι μια βιομηχανική χώρα με τεράστιο διεθνές εμπόριο. Υπήρξε μάλιστα πριν από την πανδημία πρώτη σε όγκο εξαγωγών. Μεγάλο μέρος της παραγωγής προϊόντων για γερμανικά συμφέροντα πραγματοποιείται σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου, και μάλιστα στην Κίνα.

Τον τελευταίο καιρό είναι σαφής η τάση κύκλων τόσο πολιτικών όσο και οικονομικών, να διαρραγούν αυτές οι σχέσεις ή έστω να περιοριστούν. Πρακτικά, μια τέτοια πολιτική θα σήμαινε επιστροφή μέρους των γερμανικών βιομηχανιών από την Κίνα στην Ευρώπη. Πολλοί θα ήθελαν να ξαναδούν τα εργοστάσια να δουλεύουν στην ίδια την Γερμανία ώστε έτσι να αποσοβούνται κίνδυνοι που υπάρχουν σε άλλες χωρες για την παραγωγή, ή που έχουν να κάνουν με τη διαφθορά ή τις κακές υποδομές, αλλά ακόμα και για να υπάρχει εγχώρια παραγωγή σε έκτακτες περιστάσεις, όπως μια πανδημία, μια άλλου είδους κρίση. Η Ελλάδα φέρ’ ειπείν, μια χώρα χωρίς τρένα εν έτει 2023, δεν είναι καθόλου καλή έδρα για γερμανικά εργοστάσια.

Η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης μπορεί να ξαναφέρει την ανάπτυξη της κλασικής βιομηχανίας στη Γερμανία. Η παραγωγή όμως γίνεται από εργάτες. Ο λόγος εξάλλου που μεταφέρθηκε η παραγωγή στην Κίνα π.χ. ήταν τα φτηνά εργατικά χέρια, τα οποία χέρια εντωμεταξύ έχουν πάψει από καιρό να είναι ιδιαίτερα φτηνά. Η γερμανική βιομηχανία έχει πολλούς λόγους να επιστρέψει στην πατρίδα της. Όμως εκεί θα πρέπει να πληρώνει μισθούς αξιοπρεπείς. Και οι Γερμανοί εργάτες και εργάτριες απεργούν γι’ αυτό. Ο Μαρξ θα χάιδευε το μούσι του με ικανοποίηση.

 

 


AgrinioStories